Το 2023 ήταν μία από τις καλύτερες χρονιές για τις ελληνικές τράπεζες ως προς τις εισπράξεις τους από τη διάθεση επενδυτικών και ασφαλιστικών προϊόντων. Τα καθαρά έσοδα από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα ξεπέρασαν τα 300 εκατ. ευρώ, αποτελώντας σχεδόν το 1/5 του εισοδήματός τους από μη τοκοφόρες εργασίες.

Κι αυτό παρά το γεγονός ότι την ίδια περίοδο διέθεταν προθεσμιακές καταθέσεις με τα υψηλότερα επιτόκια από το 2015, τα οποία αποτέλεσαν αντικίνητρο για τοποθετήσεις σε εναλλακτικά προγράμματα με ρίσκο για το αρχικό κεφάλαιο ή και την τελική απόδοση.

Καταλύτης για αυτές τις επιδόσεις αποτέλεσε η ανάπτυξη της αγοράς των αμοιβαίων κεφαλαίων. Οι συνολικές καθαρές εισροές σε προϊόντα της κατηγορίας προσέγγισαν πέρυσι τα 3,2 δισ. ευρώ, σε μία αγορά που ελέγχεται κατά περίπου 80% από τους τέσσερις συστημικούς ομίλους.

Οι στόχοι

Για το 2024 και για τα επόμενα δύο χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους για την ενίσχυση των εσόδων τους από τις εν λόγω δραστηριότητες. Τα αποτελέσματα του α΄ τριμήνου και οι προβλέψεις των επιχειρησιακών σχεδίων της τρέχουσας τριετίας δείχνουν ότι το στοίχημα μπορεί να κερδηθεί. Αναμφίβολα, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αγοράς των μη τραπεζικών προϊόντων θα παίξει η επικείμενη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.

Σύμφωνα με αναλυτές, «η μείωση των αποδόσεων στα προγράμματα σταθερού εισοδήματος αποτελεί πεδίον δόξης λαμπρό για την επέκταση των εργασιών τους. Σήμερα σε απλούς καταθετικούς λογαριασμούς ιδιωτών βρίσκονται περί τα 145 δισ. ευρώ, ένα αξιοσημείωτο μέρος από τα οποία θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε επενδυτικά προϊόντα».

Η αλήθεια είναι ότι τα πιστωτικά ιδρύματα τον τελευταίο 1,5 χρόνο δημιουργούν συνεχώς νέα προϊόντα, κυρίως αμοιβαία κεφάλαια για να προσελκύσουν το αποταμιευτικό κοινό. Εκμεταλλευόμενες τις υψηλές αποδόσεις στην αγορά των ομολόγων, λανσάρουν προγράμματα που χωρίς μεγάλο ρίσκο, υπόσχονται αποδόσεις της τάξης του 2% – 3% κατ΄ έτος σε βάθος ακόμη και 5 χρόνων.

Η ανταπόκριση των πελατών τους σε αυτές τις λύσεις ήταν σημαντική, εξέλιξη που οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των προμηθειών που εισέπραξαν. Κι αυτό διότι μόνο για τη συμμετοχή σε αυτές τις εκδόσεις, οι επενδυτές πληρώνουν 0,10% – 0,30% επί του ποσού που διαθέτουν.

Από την άλλη πλευρά, η χαμηλή διείσδυση των ασφαλιστικών προϊόντων στην ελληνική αγορά, που υπολείπεται σημαντικά του μέσου ευρωπαϊκού όρου, δημιουργία αισιοδοξία για σημαντική ενίσχυση των σχετικών πωλήσεων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Τα μεγέθη ανά τράπεζα

Ως προς τις επιδόσεις ανά συστημικό όμιλο, από τις τελευταίες παρουσιάσεις τους εξάγονται τα εξής συμπεράσματα:

* Alpha Bank

Στο τέλος του α΄ τριμήνου 2024 η αξία των αμοιβαίων κεφαλαίων που έχει διαθέσει διαμορφώθηκε σε 6 δισ. ευρώ, υψηλότερα κατά 700 εκατ. ευρώ ή 13% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023 και 1,6 δισ. ευρώ ή 36% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.

Σε επίπεδο ομίλου τα καθαρά έσοδα από προμήθειες στο asset management ανήλθαν σε πολυετή υψηλά, στη ζώνη των 20 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 19% σε τριμηνιαία και 35% σε ετήσια βάση .

Θετική πορεία καταγράφεται και στον τομέα των τραπεζοασφαλιστικών προγραμμάτων, τα καθαρά έσοδα από τον οποίο ανήλθαν στους τρεις πρώτους μήνες της νέας χρονιάς σε 6 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 50% έναντι του δ΄ τριμήνου του 2023 και 20% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.

Η διοίκησή της τράπεζας ποντάρει σε σημαντική διεύρυνση των εν λόγω εργασιών μέσω της συνεργασίας με τον ιταλικό όμιλο UniCredit και των συνεργειών που θα δημιουργηθούν, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο.

* Eurobank

Με αμοιβαία κεφάλαια ύψους 5,9 δισ. ευρώ στο τέλος του α΄ τριμήνου 2024, εκ των οποίων τα 4,7 δισ. ευρώ αποτελούν προϊόντα της θυγατρικής της στον κλάδο, παράγει σημαντικά έσοδα από προμήθειες.

Στο α΄ τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκαν σε 19 εκατ. ευρώ, υψηλότερα κατά 12% τόσο σε τριμηνιαία, όσο και σε ετήσια βάση.

Το τριετές επιχειρησιακό πλάνο της τράπεζας προβλέπει ετήσια αύξηση των καθαρών εσόδων από προμήθειες της τάξης του 20% έως το 2026 από τους τομείς του wealth management, του bancassurance και του Private Banking.

Στρατηγική επιλογή της διοίκησής της αποτελεί η διεύρυνση των σχετικών εργασιών στη Μέση Ανατολή, όπου ανοίγει γραφεία αντιπροσωπείας, αλλά και στην Κύπρο, που θα χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την προσέλκυση εύπορων πελατών από την ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, μετά την εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας Κύπρου ενισχύει την καταθετική της βάση με 15 δισ. ευρώ αποταμιεύσεων στην τοπική αγορά.

* Εθνική Τράπεζα

Πέτυχε κατά το α΄ τρίμηνο του 2024 σημαντική ενίσχυση της τάξης του 40% στα καθαρά έσοδα από τον τομέα των επενδυτικών προϊόντων και του bancassurance, τα οποία έφτασαν τα 13 εκατ. ευρώ. Η αποκλειστική συνεργασία με την Εθνική Ασφαλιστική και η ευρεία καταθετική της βάση, ευνοούν την ανάπτυξη των συγκεκριμένων εργασιών.

Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της περιόδου 2024 – 2026, θα υπερκαλυφθούν οι αναπόφευκτες απώλειες στα έσοδα από τόκους, ως αποτέλεσμα της αναμενόμενης μείωσης των ευρωπαϊκών επιτοκίων.

* Τράπεζα Πειραιώς

Κατέγραψε σημαντική αύξηση των υπό διαχείριση κεφαλαίων τα τελευταία χρόνια, τα οποία πλέον βρίσκονται στη ζώνη των 10 δισ. ευρώ έναντι 6,9 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022. Τη μεγαλύτερη συμβολή είχαν τα αμοιβαία κεφάλαια, το ύψος των οποίων σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε 5 τρίμηνα, από τα 2 στα 3,5 δισ. ευρώ.

Στόχο της διοίκησής της αποτελεί η περαιτέρω ανάπτυξη των σχετικών εργασιών τα επόμενα χρόνια και στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται να κινηθεί προς νέα εξαγορά στο χώρο του asset management. Τα καθαρά έσοδα προμηθειών από τη διαχείριση επενδύσεων και το bancassurance έφτασαν τα 106 εκατ. ευρώ το 2023, ενώ στο α΄ τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκαν σε 26 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας ετήσια άνοδο 36%.

Διαβάστε ακόμη