H πολιτική που ακολουθούσαν επί δεκαετίες οι ΗΠΑ στο εξωτερικό εμπόριο οδήγησαν σε εμπορικά ελλείμματα και ισχυρό δολάριο, δημιουργώντας στρατιές «χαμένων» στην κοινωνία, οι οποίο βρήκαν καταφύγιο στις πολιτικές προστατευτισμού και κρατικού παρεμβατισμού του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό τουλάχιστον εκτιμά ο Richard Koo, επικεφαλής οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Ερευνών Nomura.

Οι οικονομικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ υπό το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» περιελάμβαναν εμπορικούς δασμούς στην Κίνα, το Μεξικό, την ΕΕ και άλλες χώρες, όπως και δασμούς 25% στον εισαγόμενο χάλυβα και το αλουμίνιο. Πλέον ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές του 2024, ο Τραμπ έχει προτείνει ελάχιστο δασμό 10% σε όλες τις εισαγωγές των ΗΠΑ και ελάχιστη εισφορά 60% στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα.

Οι πολιτικές αυτές βρίσκονται στο στόχαστρο των οικονομολόγων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι δασμοί είναι αντιπαραγωγικοί, καθώς καθιστούν τα εισαγόμενα αγαθά ακριβότερα για τον μέσο Αμερικανό. Μιλώντας στο CNBC, ο Koo δήλωσε ότι ο προστατευτισμός είναι ένα «φρικτό πράγμα», αλλά ότι η προσέγγιση του Τραμπ «έχει κάποια οικονομική λογική». «Όταν σπουδάσαμε οικονομικά διδαχθήκαμε… ότι το ελεύθερο εμπόριο δημιουργεί πάντα νικητές και ηττημένους στην οικονομία μιας χώρας, αλλά το κέρδος των νικητών είναι πάντα μεγαλύτερο από τις απώλειες των χαμένων, οπότε η κοινωνία στο σύνολό της κερδίζει πάντα. Γι’ αυτό, λοιπόν, το ελεύθερο εμπόριο είναι καλό», επισήμανε.

Ωστόσο, ο Koo τόνισε ότι αυτό προϋποθέτει ισορροπημένες ή πλεονασματικές εμπορικές ροές , ενώ οι ΗΠΑ έχουν τεράστια ελλείμματα τα τελευταία σαράντα χρόνια με αποτέλεσμα να έχει διευρυνθεί ο αριθμός των «χαμένων».

«Μέχρι το 2016, το ποσοστό όσων θεωρούσαν τους εαυτούς τους χαμένους εξαιρίας του ελεύθερου εμπορίου, ήταν αρκετό να εκλέξει για πρόεδρο τον Trump, οπότε πρέπει να σταθούμε και να αναλογιστούμε: τι κάναμε λάθος ώστε να επιτρέψουμε σε τόσους ανθρώπους στις ΗΠΑ να πιστεύουν κάτι τέτοιο;».

Ο ρόλος της συναλλαγματικής ισοτιμίας

Για τον Koo, το βασικό πρόβλημα ήταν η συναλλαγματική ισοτιμία, καθώς η ισχύς του αμερικανικού δολαρίου έδινε κίνητρα για ξένες εισαγωγές και έβλαπτε τις αμερικανικές εταιρείες που εξήγαγαν σε όλο τον κόσμο.

«Αφήνουμε τρόπον τινά τη συναλλαγματική ισοτιμία να αποφασίζεται από τις λεγόμενες δυνάμεις της αγοράς, τους κερδοσκόπους, τους πελάτες μου, τους τύπους της Wall Street, αλλά η συναλλαγματική ισοτιμία πρέπει να καθορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε ο αριθμός των χαμένων να μην αυξάνεται σε σημείο που να χάνεται το ίδιο το ελεύθερο εμπόριο», δήλωσε ο Koo.

Ο ίδιος αναφέρθηκε σε μια παρόμοια κομβική στιγμή το 1985, όταν ο πρόεδρος Ronald Reagan αντιμετώπισε το ίδιο ζήτημα του ισχυρού δολαρίου και του αυξανόμενου προστατευτισμού. Τότε, η λύση που επέλεξε ο Reagan ήταν η Συμφωνία Plaza με τη Γαλλία, τη Δυτική Γερμανία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο που προέβλεπε υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου έναντι των αντίστοιχων νομισμάτων των χωρών αυτών μέσω παρέμβασης στην αγορά συναλλάγματος.

«Τέτοιου είδους ενέργειες πρέπει να έχουμε κατά νου. Όταν αφήνουμε το δολάριο να πηγαίνει όπου το παίρνει η αγορά, τότε όσοι συμπολίτες μας δεν είναι τόσο τυχεροί όσο εμείς στις χρηματοπιστωτικές αγορές, καταλήγουν να υποφέρουν και να ψηφίζουν τον Trump», πρόσθεσε ο Koo.

Τέλος, υποστήριξε ότι οι οικονομολόγοι πρέπει να ξεφύγουν από την ιδέα ότι το εμπορικό έλλειμμα οφείλεται απλώς σε «υπερβολικές επενδύσεις» και «πολύ λίγη αποταμίευση» στις ΗΠΑ, καθώς αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα μπορεί να μειωθεί μόνο με ύφεση μέχρι η εγχώρια ζήτηση να αποδυναμωθεί τόσο πολύ ώστε οι αμερικανικές εταιρείες να μπορούν να εξάγουν περισσότερα αγαθά, κάτι που δεν είναι δυνατό σε μια δημοκρατία.

Διαβάστε ακόμη: