Το νέο περίπλοκο σκηνικό τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς σε οικονομία και πολιτική που διαμορφώνεται μετά τις τελευταίες σεισμικές εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα προσπαθεί να ανιχνεύσει η σαστισμένη αγορά. Βρίσκεται έτσι ενώπιον ενός σοβαρού προβλήματος: Πολλαπλώς έχουν προκύψει στοιχεία που στο παρελθόν ουδέποτε είχε αντιμετωπίσει.
Από την κατανόησή του, την ανακάλυψή των κρυφών πτυχών του, την διαφορετική τους αντιμετώπιση σε σχέση με τον παρελθόν, εξαρτάται εν πολλοίς και η υιοθέτηση μιας οπτικής που ξέρει να προσαρμόζεται στο καινούργιο. Ένα φαίνεται να είναι σίγουρο: Όπως και στη διεθνή σκηνή η γραμμική ερμηνεία των εξελίξεων ελάχιστα μπορεί να συμβάλει στη κατανόηση της σημερινής σύνθετης πραγματικότητας, έτσι και στην Ελλάδα αυτό που πρόκειται να συμβεί τις επόμενες εβδομάδες, πριν και μετά τις εκλογές, θα αλλάξει πολλά σε απόψεις και νοοτροπίες.
Σε αυτές τις ριζικές μεταβολές δεν αποκλείεται να υπάρξουν χαμένοι και κερδισμένοι. Εφόσον όμως η χώρα συνολικά κάνει το βήμα υπέρβασης, κάτι που ήδη έχει συμβεί σε πολλές πλευρές της οικονομίας και του επιχειρείν, τότε θα μπορούμε να αναφερόμαστε σε ευεργετικό σεισμό πολλών Ρίχτερ, που ανέτρεψε παθογένειες του παρελθόντος και οδήγησε την Ελλάδα σε άμεση προσαρμογή στα νέα δεδομένα.
Τι δείχνει το Χρηματιστήριο
Με την τελευταία συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Σταύρο Θεοδωράκη άρχισε η αντίστροφη μέτρηση προς τις εκλογές. Καταρχάς αποτελεί θετικό στοιχείο ότι -περίπου- προσδιορίστηκε ο χρόνος.
Μόνο παραλυτικές συνέπειες θα είχε για την οικονομία ενδεχόμενη εξάντληση των συνταγματικών ορίων, αυτό μοιάζει να γίνεται κατανοητό από όλες τις δυνάμεις της πολιτικής και της οικονομίας.
Η ψύχραιμη στάση της χρηματιστηριακής αγοράς σε όλα όσα συμβαίνει στη χώρα τις τελευταίες εβδομάδες δεν πρέπει να ξενίζει, αντίθετα δείχνει στοιχεία ωρίμασης που πρέπει να επισημανθούν.
Όπως έχουμε επισημάνει εδώ και καιρό το ελληνικό χρηματιστήριο δείχνει να μη φοβάται ενδεχόμενη πολιτική αβεβαιότητα μετά τις εκλογές. Αν είχε «εγκλιματιστεί» με αυτή την ιδέα θα είχε υιοθετήσει και άλλους τρόπους αντίδρασης.
Είτε λοιπόν πιστεύει ότι με τον πρώτο ή το δεύτερο γύρο των εκλογών θα προκύψει σταθερή κυβέρνηση, είτε εκτιμά πως ό,τι και αν συμβεί η οικονομία, λόγω συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ε., διαθέτει από μόνη της τα ανακλαστικά να απορροφήσει τους όποιους κραδασμούς.
Άλλο μοντέλο
Αυτό που διακρίνεται όλο και πιο καθαρά στον ορίζοντα είναι το γεγονός ότι η χώρα θα πρέπει να αφήσει πίσω της το κακό της παρελθόν.
Έχει πληρώσει ακριβά την αλαζονεία μιας μέτριας πολιτικής εξουσίας, τα πείσματα και την κρατικοδίαιτη αντίληψη ενός οικονομικού κατεστημένου που δεν συναντάται στις προηγμένες χώρες της Δύσης, μια λογική επιδομάτων επί παντός του επιστητού που καλύπτει προσωρινά κάποια προβλήματα του μέσου πολίτη, αλλά δεν παρέχει οριστικές λύσεις.
Η εκτίμηση παραγόντων εντός και εκτός της χώρας καταλήγει στην άποψη ότι το πολιτικό απαράτ πρέπει να συμφιλιωθεί με την ιδέα των κυβερνήσεων συνεργασίας, που προβάλλει ως η μόνη εναλλακτική λύση.
Προφανώς και όσοι ομιλούν για κυβερνήσεις συνεργασίας δεν υποδεικνύουν σχήματα του τύπου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ή Σαμαρά-Βενιζέλου, που μπορεί να προσέφεραν στις συγκεκριμένες περιόδους, αλλά στις παρούσες συνθήκες δεν θα είχαν καμία προοπτική.
Εφόσον οι Έλληνες ψηφοφόροι επιλέξουν αλλαγή του μοντέλου διακυβέρνησης της χώρας αυτό θα πρέπει να διαθέτει συμφωνημένο πρόγραμμα και προτεραιότητες σημείου προς σημείο.
Προπάντων δεν πρέπει να προκύψει μέσω εκβιασμών για τα πρόσωπα, όσο ψηλά και αν βρίσκονται στις κομματικές τους πυραμίδες. Όσοι δεν το αντιληφθούν θα παραμεριστούν απλώς από τις ραγδαίες εξελίξεις.
Οι προκλήσεις στην οικονομία
Άλλωστε, η ελληνική οικονομία έχει πολύ σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει από τα «πείσματα» μια πρόωρα γερασμένης πολιτικής ηγεσίας.
Η πολιτική σταθερότητα είναι απαραίτητη καθώς στην επόμενη κυβέρνηση πέφτει το βάρος της διαπραγμάτευσης για τους στόχους στα πρωτογενή πλεονάσματα προκειμένου να κλειδώσουν κάτω από το 2% του ΑΕΠ το 2024 και μην αποτελούν θηλιά για την οικονομία.
Οι συζητήσεις με τους θεσμούς θα ξεκινήσουν το φθινόπωρο, πράγμα που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα καταθέσει Πρόγραμμα Σταθερότητας και Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα (2024 -2027) με σενάριο βάσης τις νέες εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας και τις επιπτώσεις στα δημοσιονομικά από τις πολιτικές που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και ανακοινωθεί.
Επιτόκια: Έπιασαν ταβάνι, αργεί η αποκλιμάκωση
Σε διεθνές επίπεδο η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT) να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, λόγω των υψηλών επιπέδων πληθωρισμού αλλά και της συνεχιζόμενης αναταραχής στον τραπεζικό τομέα, δεν δημιούργησε μείζονα αναταραχή.
Όπως εκτίμησε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, οι μελλοντικές αποφάσεις για τα επιτόκια θα καθοριστούν «από την εκτίμησή μας για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής».
Προσέθεσε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ «παραμένουν το κύριο εργαλείο μας για τον καθορισμό της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής».
Η πρόεδρος της ΕΚΤ εξέφρασε παράλληλα την ικανοποίησή της για τις αποφάσεις και την ταχύτητα των ενεργειών των ελβετικών Αρχών για την αντιμετώπιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε με την Credit Suisse.
«Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός, με ισχυρή ρευστότητα και κεφάλαια. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, εάν χρειαστεί, και για να διατηρήσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής», σημείωσε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Στις ΗΠΑ, μόλις δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη μεγαλύτερη τραπεζική χρεοκοπία στην ιστορία των ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Federal Reserve Τζερόμ Πάουελ κατέστησε σαφές ότι ο πληθωρισμός παραμένει η κύρια ανησυχία των υπευθύνων χάραξης πολιτικής. Ο επικεφαλής της Fed ενημέρωσε ότι ενδέχεται να υπάρξει περισσότερη σύσφιγξη της Fed μετά την αύξηση των επιτοκίων της Τετάρτης και ότι η κεντρική τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκια υψηλότερα από το αναμενόμενο, εφόσον κάτι τέτοιο χρειαστεί.
Η πρώτη αντίδραση στη Wall Street ήταν αρνητική, χθες και κατά την έναρξη της συνεδρίασης η ψυχραιμία έμοιαζε να επιστρέφει. Ήδη εκτιμάται ότι οι επενδυτές φαίνεται να λαμβάνουν το αποτέλεσμα της συνεδρίασης της FOMC αυτής της εβδομάδας ως ένδειξη ότι βρισκόμαστε στην κορυφή ή κοντά στην κορυφή του κύκλου αύξησης των επιτοκίων, αν και φαίνεται ότι η αγορά ήλπιζε σε μια παύση των αυξήσεων των επιτοκίων ή σε έναν πιο ήπιο τόνο από την επιτροπή.