Τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης δεν εκταμιεύθηκαν από τις τράπεζες, αλλά μέχρι σήμερα η ανταπόκριση του αφηγήματος στους ξένους επενδυτές είναι από μηδαμινή έως ελάχιστη. Είτε με την μορφή των επιχορηγήσεων, είτε μέσω των δανείων από τις ελληνικές τράπεζες πρός τις επιχειρήσεις, τα 31,2 δισ. ευρώ, αλλά και όσα θα μοχλευθούν δεν προεξοφλούνται.

Η αποτύπωση στους χρηματιστηριακούς δείκτες είναι αμείλικτη. Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά δεν προεξοφλεί καμία προοπτική έλευσης των κονδυλίων  για το επόμενο δωδεκάμηνο είτε σε επίπεδο Γενικού Δείκτη ( 6, 9% ) είτε ακόμη και από πλευράς εισηγμένων επιχειρήσεων οι οποίες πρόκειται να επωφεληθούν από κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Εξαίρεση αποτέλεσαν ορισμένες εταιρείες πληροφορικής εξαιτίας των έργων του Δημοσίου και λόγω των υψηλών μεριδίων αγοράς τους.

Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς τις τιμές που έδωσε πρόσφατα η διεθνή αγορά για τις τράπεζες αυτές δεν ενσωματώνουν τις προοπτικές του Ταμείου, εξαιρώντας βεβαίως τις πρόσφατες συναλλαγές ( Chipita, Wind, Pharmaten, ) στις οποίες πληρώθηκαν τα δίκτυα εξαγωγών, αλλά και τον ΔΕΔΔΗΕ όπου το υψηλό τίμημα δείχνει σαφώς μια μείωση του ρίσκου της χώρας.

Αν και η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες στις οποίες εγκρίθηκαν τα κονδύλια, σε χρηματιστηριακό επίπεδο υπολείπεται σε σχέση με τις ανεπτυγμένες αγορές αλλά και με συγκρίσιμες αγορές : Από την αρχή του χρόνου ο Γερμανικός Dax σημειώνει 11,3%, ο Ftse 9,7%, Η Μαδρίτη 9,3%, το Μιλάνο 15,5%, η Λισαβόνα 11,6% , η Βιέννη 31,6%. Εκτός από τις τρέχουσες αποδόσεις πρέπει να συνυπολογίσει κανείς ότι, όταν οι διεθνείς αγορές σημείωναν υπερπαποδόσεις το περασμένο διάστημα η ελληνική αγορά μονίμως βρισκόταν στο περιθώριο με εξαίρεση την περυσινή άνοδο από τα χαμηλά επίπεδα της πανδημίας.

 

Ποιοι θα επωφεληθούν από το Ταμείο

Για ποιους λόγους δεν πείθονται οι ξένοι επενδυτές τόσο την ώθηση της ανάπτυξης λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης την οποία προβλέπουν οι περισσότεροι ξένοι οίκοι; Η αιτία, σύμφωνα με ξένους επενδυτές στην Ελλάδα, είναι ότι, δεν μπορούν να πειστούν για την επικείμενη ανάκαμψη όταν μέρος των κονδυλίων κατευθύνονται προς το Δημόσιο ( λ.χ ψηφιοποίηση, δίκτυα κ.α ) και τα δάνεια ( 12,7 δισ. ευρώ ) αφορούν, κυρίως, τις 30-40 μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

Όπως λέει ξένος επενδυτής, οι επενδυτές προσελκύονται περισσότερο από το γύρισμα κλάδων της οικονομίας ( τρόφιμα, εμπόριο, τουρισμός, υπηρεσίες, ) και μόνο τότε είναι έτοιμοι να τοποθετήσουν κεφάλαια.

Παρά την αντίθετη γνώμη Ελλήνων τραπεζιτών ότι, η ροή των τραπεζικών δανείων από το ταμείο Ανάκαμψης θα κατευθυνθεί και προς τις μικρότερες επιχειρήσεις από πλευράς μεγεθών, στην πραγματικότητα τα επενδυτικά σχέδια των μεγαλύτερων ομίλων θα απορροφήσουν περισσότερα κεφάλαια.

Με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής υπηρεσίας οι μεγάλες επιχειρήσεις ανέρχονται σε 550 και πραγματοποιούν το 32% του συνολικού τζίρου. Απο εκεί και πέρα ως δανειοδοτήσιμες επιχειρήσεις, οι τράπεζες θεωρούν περί τις 2000 επιχειρήσεις – αν και στο παρελθόν ο αριθμός ήταν πολύ  πιο περιορισμένος ( μεταξύ 700-800 ) χρησιμοποιώντας αμιγώς τραπεζικά κριτήρια, δηλαδή τζίρο (μερίδια αγοράς, εξαγωγές ) λειτουργικά κέρδη, ξένα προς ίδια κεφάλαια και φυσικά ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο.

Επίσης, για αρκετούς ξένους επενδυτές, οι επιδοτήσεις από τα ευρωπαϊκά κονδύλια παραπέμπουν σε πρακτικές παλαιών κομμουνιστικών καθεστώτων παρά σ ένα καθεστώς ελεύθερης αγοράς.

Με τις επιδοτήσεις νοθεύεται ο ανταγωνισμός σε βάρος υγιειών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα όταν η διοίκηση της ΕΚΤ προχώρησε σε συστάσεις προκειμένου να μην χρηματοδοτηθούν επιχειρήσεις “ζόμπι”.

Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη κατά την άποψη των ξένων επενδυτών δεν διαχέεται και κατά συνέπεια δεν δημιουργείται ανταγωνισμός στην ελληνική οικονομία, αλλά επωφελούνται δυσανάλογα οι μεγάλοι όμιλοι που θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην οικονομική δραστηριότητα.