Θα σκαρφαλώσει η τιμή του αργού πετρελαίου στα 100 δολάρια το βαρέλι; Οι διεθνείς κερδοσκόποι που ποντάρουν στις τιμές ακριβώς όπως στις μετοχές (επισήμως είναι traders) ήδη έχουν πάρει θέσεις σε δικαιώματα αγοράς στα 100 δολάρια για το τέλος της επόμενης χρονιάς. Τα συμβόλαια αυτά γίνονται επικερδή εφόσον οι τιμές υπερβούν την τιμή εξάσκησης πριν τη λήξη.

Στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων και αγαθών της Νέας Υόρκης (NYMEX) τα δικαιώματα (call options) λήξης Δεκεμβρίου 2022 με τιμή 100 δολάρια είναι τα πλέον περιζήτητα. Ηδη έχουν αγοραστεί  62.500 τέτοια συμβόλαια, που σημαίνει δυναμικότητα πάνω από  65 εκατομμύρια  βαρέλια.

Εννοείται πως οι «καρχαρίες» που αγοράζουν δεν περιμένουν με σιγουριά  ότι οι τιμές πετρελαίου θα είναι στα 100 δολάρια αλλά θα κερδίσουν σίγουρα από τη συναλλαγή.

«Όσοι αγοράζουν τα δικαιώματα αυτά ποντάρουν περισσότερο στην άνοδο της μεταβλητότητας παρά σε άνοδο των τιμών πετρελαίου», εκτιμούν αναλυτές στις μεγάλες ξένες τράπεζες.

«Στην αγορά των futures, η τιμή πετρελαίου West Texas Intermediate για παράδοση τον Δεκέμβριο 2022 κινείται σήμερα στα 61 δολάρια. Οι αγοραστές δικαιωμάτων με τιμή εξάσκησης τα 100 δολάρια θα ευνοηθούν ούτως η άλλως καθώς η μεταβλητότητα είναι χαμηλή και πιθανότατα θα αυξηθεί» μας λέει και έμπειρο και παλαιό στέλεχος ελληνικού διϋλιστηρίου και συνεχίζει: «για να καταλάβετε, όποιος είχε αγοράσει τα δικαιώματα αυτά λήξης τον Δεκέμβριο του 2022 στο τέλος της περυσινής χρονιάς θα είχε ήδη γράψει κέρδη. Η τιμή τους έχει ανέβει στα 0,70 από 0,27 δολάρια στις 31 Δεκεμβρίου πέρυσι».

Τι σημαίνει για την Ελλάδα το ράλι των τιμών

Στην ελληνική οικονομία που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά την πανδημία, οι πιθανές μεγάλες αυξήσεις  στην αγορά του πετρελαίου θα προκαλέσουν ντόμινο ανατιμήσεων. Η  Ελλάδα έχει και το πρόβλημα του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) και το υψηλό  ΦΠΑ αλλά και την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου να αντιμετωπίσει.

«Μείωση του ΕΦΚ αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να γίνει πριν σημάνει επανεκκίνηση η οικονομίας μας, τα κρατικά Ταμεία έχουν ανάγκη αυτά τα χρήματα» μας λέει υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΥΠΟΙΚ.

Η επίδραση της τιμής του πετρελαίου στην ελληνική οικονομία είναι προφανής αν αναλογιστεί κανείς ότι η αγορά καυσίμων θεωρείται μια από τις αποκαλούμενες ατμομηχανές της οικονομίας.

Την επταετία 2009 – 2015 είχε  συνεισφέρει στην εθνική οικονομία 28 δις. ευρώ σε φόρους και δασμούς δηλαδή το 12% των συνολικών εσόδων του Κράτους. Απασχολεί άμεσα πάνω από 5500  άτομα έχοντας εισφέρει σε αμοιβές και εργοδοτικές εισφορές σχεδόν 28 εκατομμύρια ευρώ ενώ εμμέσως απασχολεί περίπου 40.000 άτομα.

«Η εμπειρία έχει καταδείξει ότι οι αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου επιφέρουν πάντα αλυσιδωτές επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις εμπορίας πετρελαιοειδών (κλασικό παράδειγμα άμεσης επίπτωσης η μείωση των επενδύσεων λόγω πτώσης των εσόδων), την καταναλωτική δαπάνη (επιβράδυνση της εγχώριας ζήτηση και του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ και μάλιστα μετά από ενάμιση χρόνο γενικού φρένου στην οικονομία λόγω πανδημίας) ενώ αρνητικές είναι οι συνέπειες σε νευραλγικούς τομείς όπως είναι για παράδειγμα ο Τουρισμός και οι Μεταφορές (άρα και οι τιμές των αγαθών) όπου θα παρατηρηθούν σχεδόν αντανακλαστικές αυξήσεις τιμών στον τελικό καταναλωτή» μας λέει εμπειρογνώμονας της Τραπέζης Ελλάδος με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας στον τομέα αυτό.

Αλλά και μακροοικονομικοί αναλυτές-πανεπιστημιακοί  του ΟΠΑ παρατηρούν :«Η Ελλάδα είναι  χώρα που εισάγει πετρέλαιο κυρίως από Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Ρωσία, Αίγυπτο αλλά και από την ελεύθερη (spot) αγορά. Όταν λοιπόν οι Έλληνες αναγκάζονται να πληρώσουν πιο ακριβά το πετρέλαιο αναγκαστικά περικόπτουν από αλλού, μειώνεται η κατανάλωση  και τελικά μεταφέρονται οικονομικοί πόροι στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες.

Στα 60$ το βαρέλι το αργό - Τι θα γίνει στην Ελλάδα

Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Τουρισμός, ο οποίος αποτελεί βασική πηγή εσόδων για την Ελλάδα δέχεται πλήγμα. Οι Ευρωπαίοι τουρίστες οι οποίοι προτιμούν την Ελλάδα αλλά πληρώνουν επίσης ακριβά το πετρέλαιο λόγω της ισοτιμίας ευρώ -δολαρίου  μειώνουν την τουριστική τους δαπάνη. Παράλληλα, οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις, αγοράζοντας ακριβό πετρέλαιο βλέπουν το λειτουργικό τους κόστος να αυξάνεται».

Η αύξηση των τιμών της ενέργειας έχει επιπτώσεις και στους δείκτες της ενεργειακής φτώχειας, σύμφωνα  με έρευνα των Πανεπιστημίων Πατρών (καθ. Δήμητρα Αγγελοπούλου) και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (καθ. Παναγιώτης Σύψας), οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας επηρεάζουν στην Ελλάδα  τους δείκτες φτώχειας και ανισότητας.

Μια άλλη επίπτωση των αυξήσεων είναι η προσπάθεια αύξησης του λαθρεμπορίου καυσίμων παρά τις προσπάθειες που γίνονται από τις αρχές. Σύμφωνα ανεπίσημους κύκλους από το Σύνδεσμο Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (ΣΕΕΠΕ), τα διαφυγόντα κέρδη για το Κράτος από το λαθρεμπόριο κυμαίνονται από 350-500  εκατομμύρια  ευρώ το χρόνο.

«Η εξίσωση της τιμής  πετρελαίου θέρμανσης  με το κίνησης   περιόρισε δραστικά ένα τμήμα της λαθρεμπορίας, ωστόσο έχει θεριέψει η λαθρεμπορία στο bunkering  δηλαδή στα ναυτιλιακά καύσιμα» μας λέει βετεράνος του χώρου και συνεχίζει : «στα ναυτιλιακά μάλιστα τα πράγματα είναι αρκετά σκληρά με ανάμειξη ακόμη και κυκλωμάτων του υποκόσμου και φυσικά μειώνονται τα κρατικά έσοδα σε μια εποχή έκτακτης ανάγκης».

Η πορεία του αργού πετρελαίου

Το Μάιο του  2020, έναν χρόνο πριν, η αναστολή  κάθε οικονομικής δραστηριότητας εξαιτίας της πανδημίας, έφερε βουτιά άνευ προηγουμένου στην αγορά, με αποτέλεσμα η τιμή του αργού τότε να πέσει από τα 55,90 δολ. στα 37,63 δολ. το βαρέλι!

Το προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ ήταν στις 31 Μαρτίου του 1986 όταν η τιμή του αργού ήταν στα 10,42 δολάρια.

Σήμερα, η τιμή του πετρελαίου ξεπέρασε τον περασμένο μήνα τα 70 δολάρια ανά βαρέλι. 

Οι αναλυτές μοιάζουν μοιρασμένοι ως προς τις προβλέψεις τους για την πορεία της αγοράς πετρελαίου αλλά  η πλειοψηφία  εκτιμά ότι το ράλι θα συνεχιστεί και ίσως δούμε του χρόνου τα 100 δολάρια. Από το ναδίρ στο ζενίθ.

Αναλυτές της  Commerzbank  λένε πως «όλα  μοιάζουν σαν να βρισκόμαστε σε έναν διαφορετικό πλανήτη σε σχέση με πέρσι με τη θεαματική ανάκαμψη στην αγορά του πετρελαίου να συνεχίζεται και λόγω της απόφασης του ΟΠΕΚ  να περιορίσει την παραγωγή του και να την διατηρήσει επί έναν και πλέον χρόνο σε χαμηλά επίπεδα».

Αλλοι διεθνείς αναλυτές λένε πως  «τα γενναία πακέτα στήριξης που έχουν υιοθετήσει οι κυβερνήσεις, οι  ταχύτατοι ρυθμοί ανάκαμψης των οικονομικών αλλά και η επιτάχυνση των εμβολιασμών, φέρνουν φορτσάρισμα στην οικονομία και συνεχή άνοδο των τιμών πετρελαίου».

Την εικόνα συνεχούς ανόδου που παρουσιάζει η πετρελαϊκή αγορά αιτιολογούν  και οι προβλέψεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας. Πριν λίγες ημέρες η ΙΕΑ  ανακοίνωσε ότι τα θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς πετρελαίου έχουν πλέον σταθεροποιηθεί.

«Τα θεμελιώδη στοιχεία μοιάζουν σαφώς πιο σταθερά, έναν χρόνο μετά τη βουτιά στην αγορά πετρελαίου εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης της Covid-19» ανέφερε ο IEA στη μηνιαία έκθεσή του, αναθεωρώντας παράλληλα ανοδικά την πρόβλεψή του για αύξηση της ζήτησης κατά 230.000 βαρέλια ημερησίως. Μετά την ιστορική βουτιά πέρυσι, η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί φέτος κατά 5,7 εκατ. βαρέλια την ημέρα, φθάνοντας τα 96,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως, χωρίς να αποκλείονται διακυμάνσεις τιμών».

Στο παιχνίδι και  ο ΟΠΕΚ ανακοίνωσε τη σταδιακή άρση στους περιορισμούς στην παραγωγή αφού τον Ιούλιο η παραγωγή θα αυξηθεί κατά 450.000 βαρέλια ημερησίως.

Προηγουμένως, στις αρχές του χρόνου ο ΟΠΕΚ είχε μειώσει  την παραγωγή του κατά περισσότερο από 7 εκατ. βαρέλια τη μέρα σε μια προσπάθεια να στηριχθούν οι τιμές και να περιοριστεί η υπερπροσφορά. Η τάση αυτή πλέον αντιστράφηκε και το ζητούμενο είναι η ισορροπία προσφοράς-ζήτησης.