Στην συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων μίλησε ο Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου για το νομοσχέδιο με τίτλο «Αναμόρφωση επαγγελματικής ασφάλισης, εξορθολογισμός ασφαλιστικής νομοθεσίας, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, σύστημα διορισμού και προσλήψεων των εκπαιδευτικών της Δημόσιας υπηρεσίας απασχόλησης και λοιπές διατάξεις».
Παίρνοντας τον λόγο ο Υφυπουργός Εργασίας τόνισε ότι πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που υπηρετεί και συνδυάζει τρεις βασικούς στόχους:
«Πρώτον, την οικονομική ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο.
Δεύτερον, την ενιαιοποίηση κανόνων και τον εξορθολογισμό της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας για την άρση υφιστάμενων αδικιών, και
Τρίτον, τη στήριξη των ευάλωτων συμπολιτών μας, χωρίς να παραβιάζουμε τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Αναλυτικότερα, το πρώτο μέρος του νομοσχεδίου αφορά στην αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης με σκοπό την αυξημένη συνταξιοδοτική αποταμίευση, ώστε να ενισχυθεί το εισόδημα των μελλοντικών συνταξιούχων ενώ, παράλληλα, τμήμα των αποταμιεύσεων αυτών να μπορούν να χρηματοδοτήσουν εγχώριες επενδύσεις, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας.
Σχεδόν 21 χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου σχετικού νόμου, ο θεσμός της επαγγελματικής ασφάλισης δεν είχε την εξέλιξη που θα επιθυμούσαμε.
Η χώρα μας βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με τη χαμηλότερη συμμετοχή εργαζομένων στην επαγγελματική ασφάλιση ενώ και τα κεφάλαια που βρίσκονται υπό διαχείριση από τα επαγγελματικά ταμεία είναι πολύ χαμηλά.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον το 28,8% των εργαζομένων είναι ενταγμένο σε κάποιο πρόγραμμα επαγγελματικής ασφάλισης ενώ στην Ελλάδα, ακόμα και αν συμπεριλάβουμε και τους εργαζόμενους που καλύπτονται από Ομαδικά Ασφαλιστήρια Συνταξιοδοτικά Συμβόλαια, το σύνολο των εργαζομένων που συμμετέχουν στο δεύτερο πυλώνα ασφάλισης δεν ξεπερνά το 3% των εργαζομένων.
Οι βασικές παρεμβάσεις που φέρνει το παρόν νομοσχέδιο στο πεδίο της επαγγελματικής ασφάλισης αφορούν:
- Την απλοποίηση των διαδικασιών σύστασης των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, καθιερώνοντας τη δημιουργία ενός πρότυπου καταστατικού
- Τη δυνατότητα ίδρυσης πολυεργοδοτικών Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, χωρίς να απαιτείται κλαδική συνάφεια μεταξύ των επιχειρήσεων
- Την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των ασφαλισμένων στο θεσμό με τη θέσπιση σύγχρονων κανόνων χρηστής διακυβέρνησης
- Την ανάθεση της εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης από 1/1/2025 στην Τράπεζα της Ελλάδος που θα διασφαλίσει την οργανωτική και επιχειρησιακή επάρκεια τους
- Την ομοιόμορφη φορολογική αντιμετώπιση των ομοειδών προϊόντων της προαιρετικής συλλογικής συνταξιοδοτικής αποταμίευσης με επιβράβευση της μακροχρόνιας συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και επιπλέον κίνητρα για παροχή σύνταξης έναντι εφάπαξ παροχής
Σήμερα, στη χώρα μας ισχύει η σχεδόν παγκόσμια πρωτοτυπία ότι είναι αφορολόγητες τόσο οι εισφορές των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης όσο και τα εφάπαξ που, σχεδόν όλα, απονέμουν.
Παραδόξως, η σύνταξη την οποία συνήθως ενισχύει παγκοσμίως η επαγγελματική ασφάλιση, φορολογείται σαν κανονικό εισόδημα, στον οριακό φορολογικό συντελεστή.
Σαν αποτέλεσμα, ουσιαστικά, ο θεσμός μπορεί άνετα να λειτουργήσει σαν όχημα νόμιμης φοροαποφυγής και οι κερδισμένοι ως επί το πλείστον, δεν βρίσκονται στο κάτω μέρος της μισθολογικής κατανομής. Ποιος είναι ο χαμένος αυτής της ιστορίας; Μα, φυσικά, ο Έλληνας φορολογούμενος.
Κάθε φοροαπαλλαγή έχει οικονομικό κόστος. Επομένως, για την τεκμηρίωσή της θα πρέπει πάντοτε να εξετάζουμε προσεκτικά τα κόστη και τα οφέλη που προκύπτουν από αυτή. Στις περισσότερες χώρες του κόσμου όπου το προϊόν της επαγγελματικής ασφάλισης είναι κυρίως σύνταξη η οποία φορολογείται σαν κανονικό εισόδημα και απλώς επιτρέπει στον εργαζόμενο να μεταφέρει εισόδημα από μία περίοδο της ζωής του όπου το εισόδημα και ο οριακός φορολογικός συντελεστής του είναι υψηλός – δηλαδή την περίοδο του εργασιακού του βίου – σε μία περίοδο όπου το εισόδημά του και ο οριακός φορολογικός συντελεστής του είναι χαμηλότερος – δηλαδή την περίοδο του συνταξιοδοτικού του βίου.
Όσον αφορά την φορολόγηση, το παρόν νομοσχέδιο προτείνει αυτοτελή και ενιαία φορολόγηση των συνταξιοδοτικών προϊόντων του δεύτερου πυλώνα, σημαντικά χαμηλότερη από ότι ισχύει στις περισσότερες χώρες.
Θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί να επιβαρύνουμε τον φορολογούμενο με το σχετικό κόστος; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι με αυτό τον τρόπο επιδοτούμε την αποταμίευση, η οποία στη χώρα μας βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Ας μη γελιόμαστε, αν θέλουμε να πετύχουμε ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης – κάτι που θα ωφελήσει του σύνολο του πληθυσμού – απαιτείται αύξηση του όγκου των επενδύσεων και, ειδικά, των επιχειρηματικών επενδύσεων και η χρηματοδότηση των επενδύσεων απαιτεί αποταμιεύσεις οι οποίες, όπως είπα, βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο – ειδικά οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών».