«Αλλαγή σελίδας» για την οικονομία, τις τράπεζες και το Χρηματιστήριο σηματοδοτεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα μας από τον οίκο DBRS την περασμένη Παρασκευή.

«Πρόκειται για το επιστέγασμα μίας μακρόχρονης προσπάθειας για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας» τονίζει στo Radar πολύπειρος τραπεζίτης, ο οποίος χαρακτηρίζει το γεγονός «ορόσημο για την ελληνική οικονομία, καθώς ύστερα από σχεδόν 13 χρόνια ξαναβάζει την Ελλάδα στον χάρτη των αξιόπιστων επενδυτών διεθνώς, διαμορφώνοντας πολύ ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες και κυρίως τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις».

Οι αγορές έχουν σίγουρη για την Ελλάδα την αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα τον ερχόμενο μήνα (20 Οκτωβρίου) από την Standard &Poor΄s, εξέλιξη που θα «προσυπογράψει» την έξοδο της χώρας από το «τούνελ των σκουπιδιών» (junk) στο οποίο βρισκόταν τα τελευταία 13 χρόνια.

Τα οφέλη της επενδυτικής βαθμίδας θα διαχυθούν σε όλο τα φάσμα της πραγματικής οικονομίας –επιχειρήσεις και νοικοκυριά– οι οποία σε μια περίοδο που η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει υιοθετήσει μια κατακόρυφη άνοδο των επιτοκίων για την τιθάσευση του πληθωρισμού στην Ε.Ε. θα δει το κόστος δανεισμού της να μειώνεται.

Παράλληλα, η έλευση νέων, ισχυρότερων και μακροπρόθεσμων επενδυτών που θα επενδύσουν στη χώρα μας θα ανοίξει περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

DBRS Morningstar: Αναβάθμιση και επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα - Ο καναδικός οίκος επανέφερε τα κρατικά ομόλογα σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας για πρώτη φορά από το 2010!

Στις ώριμες αγορές η Ελλάδα

Σύμφωνα με έμπειρους οικονομικούς αναλυτές, η Ελλάδα, έχοντας πλέον περάσει σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, θα μπορεί να προσελκύσει πάνω από τα δεκαπλάσια επενδυτικά κεφάλαια σε σχέση με αυτά που επένδυαν μέχρι σήμερα στη χώρα, τα οποία θα κατευθυνθούν στην αγορά των ελληνικών ομολόγων, των μετοχών, των ακινήτων και των λοιπών ελληνικών assets.

Το χαμηλότερο κόστος δανεισμού και η συμπερίληψη της χώρας στα επενδυτικά «πορτοφόλια» διεθνών θεσμικών θα έχει αντανάκλαση και στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, η οποία θα αναβαθμιστεί από αναδυόμενη σε αναπτυγμένη.

Μπαίνοντας στο κλαμπ των «ώριμων» αγορών, η Ελλάδα θα προσελκύσει ισχυρότερους επενδυτές, ξένους και εγχώριους, ενώ το χαμηλότερο κόστος χρήματος που θα διαχυθεί από τη μείωση των spreads των ομολόγων σε όλο το φάσμα της οικονομίας θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να υλοποιήσουν περισσότερα επενδυτικά projects.

Το πρώτο ορατό όφελος θα είναι η μείωση των περιθωρίων (spread) δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου. Ήδη, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, το spread του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου άρχισε να υποχωρεί, διαμορφώνοντας το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου χαμηλότερα ακόμη και από αυτό της Ιταλίας που έχει την επενδυτική βαθμίδα.

Στην παρούσα φάση η απόδοση των ελληνικών δεκαετών ομολόγων διαμορφώνεται στο 3,89% έναντι 4,32% για τα αντίστοιχα ιταλικά ομόλογα, ενώ το κόστος δανεισμού της Ελλάδας δεν απέχει πολύ από της Ισπανίας (απόδοση 10ετούς ομολόγου 3,64%) που έχει αξιολόγηση ΒΒΒ+ ή της Πορτογαλίας (απόδοση 10ετούς ομολόγου 3,31%) με αξιολόγηση Α-.

 

8 δισ. εξοικονόμηση τόκων για τις τράπεζες

Καταλυτικός είναι με τα νέα δεδομένα ο ρόλος του εγχώριου πιστωτικού συστήματος κυρίως σε ό,τι αφορά την χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Η DBRS, στην έκθεσή της με την οποία έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, τονίζει τη σημαντική προσπάθεια που έγινε για την εξυγίανση των τραπεζών μέσω του Σχήματος Προστασίας Ενεργητικού «Ηρακλής», μέσω του οποίου κυρίως ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υποχώρησε στο 8,8% το α΄ τρίμηνο 2023 από 12,1% το α΄ τρίμηνο 2021, υποχωρώντας κατά 40,3 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωση των ΜΕΑ τον Ιούνιο του 2017.

Πλέον οι τράπεζες μπορούν τώρα να αποτελέσουν τον δίαυλο για την διοχέτευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης στην πραγματική οικονομία (η Ελλάδα θα αντλήσει δάνεια 12,7 δισ. ευρώ από το RRF, εκ των οποίων 11,7 δισ. θα διοχετευθούν μέσω των τραπεζών, αυξάνοντας τις πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις και υποστηρίζοντας την ανάκαμψη της οικονομίας).

Παράλληλα, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δίνει στις τράπεζες το πολύτιμο πλεονέκτημα να μην ανησυχούν για την ρευστότητά τους σε μελλοντικές κρίσεις, καθώς είναι πλέον διασφαλισμένη η επιλεξιμότητα των ομολόγων τους για δανεισμό από την ΕΚΤ.

Την ίδια στιγμή οι τράπεζες θα δουν το κόστος χρηματοδότησής τους από τις αγορές να μειώνεται σημαντικά (οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για μείωση της τάξεως του 30% – 40%), σε μία κρίσιμη περίοδο, καθώς οφείλουν να αντλήσουν κεφάλαια για την κάλυψη των υποχρεώσεων MREL ή και να επιλέξουν να απευθυνθούν στις αγορές με στόχο την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.

Ενδεικτικά, σήμερα το κόστος των κεφαλαίων MREL για τις ελληνικές τράπεζες κινείται στα επίπεδα του 5,5% – 7%, ενώ οι εκδόσεις ομολόγων Tier II κοστίζουν από 7,50% μέχρι 14,50%.

Σύμφωνα με την NBG Securities, η επενδυτική βαθμίδα θα φέρει εξοικονόμηση κόστους τόκων για τις μελλοντικές εκδόσεις MREL ύψους 8 δισ. και βελτίωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων των τίτλων των τραπεζών που αποτελούνται κυρίως από ελληνικά κρατικά ομόλογα.

Παράλληλα, θα πρέπει να προκαλέσει αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων που θα δώσει πρόσθετη ώθηση στο ΑΕΠ (έως και 0,5 μονάδες το 2024).

Η πτώση του κόστους δανεισμού θα διευκολύνει περαιτέρω τις ελληνικές τράπεζες να προχωρήσουν στην αποπληρωμή των TLTROs, ενώ θα οδηγήσει σε αναβαθμίσεις τις αξιολόγησής τους, προσελκύοντας περισσότερους και ποιοτικότερους επενδυτές. Το τελευταίο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ξεκίνησαν ήδη οι διαδικασίες για την αποεπένδυση του ΤΧΣ.

Όφελος προκύπτει και την διαδικασία μείωσης των κόκκινων δανείων καθώς θα αναβαθμιστούν και τα senior ομόλογα που διακρατούν από τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή», ενώ τυχόν νέες τιτλοποιήσεις σε περίπτωση παράτασής του, θα γίνουν με χαμηλότερο κόστος για τη λήψη κρατικών εγγυήσεων.

Συνολικά το χαμηλότερο κόστος δανεισμού που προκύπτει θα δώσει στις τράπεζες μεγαλύτερη άνεση να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους και θα ενισχύσει την κερδοφορία τους με αποτέλεσμα να μπορέσουν να επιταχύνουν την μείωση του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά τους κεφάλαια.

Ο «χρυσός κανόνας» των επενδύσεων της Goldman Sachs

Goldman Sachs: περιμένοντας τις αναβαθμίσεις από S&P, Fitch ή Moody’s

Η Goldman Sachs, αφού αναλύει τα οφέλη για αναβάθμισης σημειώνει ότι περιμένει τις αναβαθμίσεις και από τους μεγαλύτερους οίκους, S&P, Fitch ή Moody’s.

Όπως εξηγούν οι αναλυτές της, η DBRS είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους οίκους τους οποίους χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να αποφασίσει τους όρους υπό τους οποίους γίνονται αποδεκτά τα κρατικά ομόλογα ως εγγύηση.

Ωστόσο, όπως προβλέπει η μεθοδολογία πολλών δεικτών ομολόγων, απαιτείται τουλάχιστον μία ακόμα αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από τις S&P, Fitch ή Moody’s.

Στο πλαίσιο αυτό, η Goldman Sachs θυμίζει ότι τα επόμενα «ραντεβού» με τους οίκους είναι προγραμματισμένα ως εξής:

– 15 Σεπτεμβρίου: Moody’s (σημερινή αξιολόγηση Ba3, 3 σκαλοπάτια κάτω από το investment grade).
– 20 Οκτωβρίου: S&P (σημερινή αξιολόγηση BB+, 1 σκαλοπάτι κάτω από το investment grade).
– 1 Δεκεμβρίου: Fitch (σημερινή αξιολόγηση BB+, 1 σκαλοπάτι κάτω από το investment grade).

Η Goldman εκτιμά ότι η επόμενη αξιολόγηση της S&P και της Fitch θα είναι σημαντικοί καταλύτες, καθώς η όποια αναβάθμιση θα επιτρέψει να εισέλθει η Ελλάδα σε μια ευρεία γκάμα δεικτών ομολόγων.

Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, το spread των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας έναντι των αντίστοιχων γερμανικών και ιταλικών τίτλων έχει συρρικνωθεί τα τελευταία τρία χρόνια, αντανακλώντας την βελτιωμένη τροχιά του χρέους και την εμπιστοσύνη της αγοράς στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Όμως, η συρρίκνωση των spreads έχει υπάρξει μικρότερη στα εταιρικά ομόλογα, κυρίως λόγω της χαμηλότερης ρευστότητας.

Κίνητρο για υψηλής ποιότητας επενδυτές

Την ίδια στιγμή πολλαπλά οφέλη προκύπτουν από την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, για τις ελληνικές μετοχές και τα ελληνικά ομόλογα, μεταξύ των οποίων εισροή κεφαλαίων και βελτιωμένη ρευστότητα.

«Όσον αφορά την κεφαλαιαγορά», σημειώνει έμπειρος χρηματιστής στo Radar, «η επενδυτική βαθμίδα θα οδηγήσει σε μεγάλη επέκταση της επενδυτικής βάσης για τα ελληνικά ομόλογα και τις μετοχές, ενώ θα προσελκύσει νέους υψηλής ποιότητας επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα, οι οποίοι προηγουμένως δεν ήταν σε θέση να επενδύσουν στην Ελλάδα».

Σημειώνεται ότι εν αναμονή μιας τέτοιας αναβάθμισης, σύμφωνα με το Bloomberg, οι ξένοι επενδυτές έχουν τοποθετήσει 3,4 δισ. ευρώ σε ελληνικές μετοχές και ομόλογα το φετινό τετράμηνο, ωθώντας τις δύο αγορές στις κορυφαίες επιδόσεις παγκοσμίως.

Επίσης η επιστροφή στο κλαμπ investment grade και η συνεχής εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια περαιτέρω μείωση του κινδύνου χώρας, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επαναξιολόγηση των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων.

Αυτό, μαζί με την αυξημένη διάθεση για νέες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, νέες δημόσιες εγγραφές και τη σχεδιαζόμενη αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες, θα πρέπει να οδηγήσει σημαντικά αυξήσει τους όγκους συναλλαγών και να προσελκύσει νέες ροές.

Το καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας είναι αυτό που θα δώσει τη μεγάλη ώθηση στο Χ.Α., όπως τονίζει η Axia Ventures, δεδομένων των θετικών επιπτώσεων που θα έχει στην οικονομία και στα ελληνικά assets. Η επιστροφή στο investment grade θα επιτρέψει στις ελληνικές μετοχές και τα ομόλογα να επιστρέψουν στο ραντάρ μεγαλύτερου αριθμού επενδυτών.

Ουσιαστικά, αυτοί οι επενδυτές δεν μπόρεσαν να διαθέσουν κεφάλαια στην Ελλάδα μετά την υποβάθμισή της στις αναδυόμενες αγορές, λόγω περιορισμών από το καταστατικό τους.

Επιπλέον, ο «τίτλος» investment grade επιτρέπει σε πολύ μεγαλύτερο κοινό επενδυτών να επενδύσει σε περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στις ανεπτυγμένες αγορές το υπό διαχείριση ενεργητικό αγγίζει τα 52 τρισεκατομμύρια δολάρια, έναντι μόλις 6,3 τρισ. δολαρίων στις αναδυόμενες αγορές.

Η χρηματιστηριακή αγορά έχει διανύσει μια μεγάλη ανοδική κίνηση από τον Οκτώβριο του 2022 και τις 850 περίπου μονάδες, στις 1.350 μονάδες τον Ιούλιο του 2023.

Μεγάλο μέρος αυτής της κίνησης οφείλεται στην προεξόφληση της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.

Τους τελευταίους πέντε μήνες οι ξένοι επενδυτές έχουν καταγράψει εκροές 535 εκατ. ευρώ.

Η αποχώρηση κάποιων ξένων επενδυτών έχει να κάνει σε σημαντικό βαθμό με την αναμενόμενη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα και τα χαρτοφυλάκια που επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές αποσύρονται σταδιακά από το Χ.Α.

Την ίδια ώρα πολλά funds δεν μπορούν να επενδύσουν όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά γιατί αντιμετωπίζουν το τεχνικό κώλυμα της υποεπενδυτικής βαθμίδας.

Πρέπει να περιμένουν το γεγονός. Τα κεφάλαια που επενδύουν σε χώρες με επενδυτική βαθμίδα, βάσει του καταστατικού τους, θα πρέπει να περιμένουν έναν, ίσως και δύο επίσημα αναγνωρισμένους οίκους, να εντάξουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα.

Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη αναφορά της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας JPMorgan, ότι οι Αμερικανοί επενδυτές έχουν μικρή σχετικά έκθεση στο Χ.Α., και αναζητούν ευκαιρίες για την είσοδό τους στις ελληνικές μετοχές, ενόψει και της απόκτησης και της επενδυτικής βαθμίδας από την ελληνική οικονομία.

Η JP Morgan προμοτάρει και αυτή τις τράπεζες – Οι πωλητές όμως χαλάνε το έργο

Επιστροφή του Χ.Α. στις ανεπτυγμένες αγορές

Την ίδια ώρα, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσει και το Χρηματιστήριο στις ανεπτυγμένες αγορές, προς τα τέλη του 2024.Εκτιμάται ότι σε μερικούς μήνες μετά την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας οι οίκοι θα θέσουν το Χ.Α. σε «watchlist για αναβάθμιση», το οποίο και θα αποτελέσει σημαντικό «σήμα» για την ενίσχυση των θέσεων των επενδυτών στις ελληνικές μετοχές.

H επάνοδος του Χ.Α. στις ανεπτυγμένες αγορές είναι ένα στοίχημα μεγάλης σημασίας για το ελληνικό χρηματιστήριο, που έχασε, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της υποβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας, τη θέση του στους δείκτες των ανεπτυγμένων αγορών, με αποτέλεσμα έκτοτε να αντλεί κεφάλαια η ελληνική αγορά μόνο από τη μικρή «λίμνη» των επενδυτικών χαρτοφυλακίων και hedge funds που τοποθετούνται σε αναδυόμενες αγορές, κάτι που επηρεάζει αρνητικά τη συναλλακτική δραστηριότητα και τις αποτιμήσεις των μετοχών.

Οι αναδυόμενες αγορές, στις οποίες έχει «παγιδευτεί» το Χ.Α., αποτελούν πολύ μικρό κομμάτι της παγκόσμιας επενδυτικής «πίτας» και προσελκύουν αντίστοιχα μικρά κεφάλαια. Για παράδειγμα, στον παγκόσμιο δείκτη της MSCI η βαρύτητα των αναδυόμενων αγορών είναι μόλις 13%.

Ελληνική οικονομία: Ανοδική δυναμική, σταθερότητα, αλλά και προκλήσεις - Οι θετικές μακροικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, η ανθετικότητα της κατανάλωσης, και η εικόνα των εξαγωγών και των επενδύσεων!

Το χρονικό της επιστροφής από τα «σκουπίδια»

Αξίζει να θυμηθούμε πώς διολισθήσαμε στην κατηγορία των «σκουπιδιών» (junk), στην οποία μείναμε κολλημένοι για πάνω από 13 χρόνια.

• Στις 14 Ιουνίου 2010 ο οίκος αξιολόγησης Moody’s ήταν ο πρώτος που έθεσε τη χώρα μας εκτός επενδυτικής βαθμίδας, οδηγώντας την Ελλάδα κατά τέσσερεις βαθμίδες χαμηλότερα από το προηγούμενο επίπεδο της επενδυτικής του αξιολόγησης, δηλαδή από Α3 σε Βa1.

• Στις 14 Ιανουαρίου 2011 ο οίκος αξιολόγησης Fitch πράττει αντιστοίχως οδηγώντας την Ελλάδα από το επίπεδο ΒΒΒ- στο ΒΒ. Ακολούθησαν όλοι οι οίκοι μια αντίστοιχη διαδρομή, τόσο οι αναγνωρισμένοι από την ΕΚΤ όσο και οι μη αναγνωρισμένοι.

• Στις 9 Μαρτίου ολοκληρώθηκε η γνωστή σε όλους μας διαδικασία «κουρέματος» του ελληνικού χρέους. Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έφτασε το 95,7%. Με το PSI διεγράφησαν 106 δισ. ευρώ από το χρέος, από τα 130 δισ. που προβλέπονταν. Ποσό 49 δισ. ευρώ κατατέθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ενώ «κουρεύτηκε» το 53,5% των ομολόγων 206 δισ. ευρώ.

• H xώρα ωστόσο χρεοκοπεί τεχνικά το 2015, καθώς δεν πληρώθηκε προγραμματισμένη δόση δανείου προς το ΔΝΤ, με αποτέλεσμα η Ελλάδα από την 1η Ιουλίου του 2015 να θεωρείται μια χώρα σε διαδικασία default, σύμφωνα με τους κανονισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τότε εισάγονται έλεγχοι κεφαλαίου, οι οποίοι θα πάψουν αρκετά αργότερα και συγκεκριμένα την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Στις 5 Απριλίου 2022 ολοκληρώθηκε η αποπληρωμή του χρέος προς το ΔΝΤ, πρόωρα. Σε όλο αυτό το διάστημα, τόσο τα ομόλογα της χώρας όσο και οι ίδιες οι τράπεζες υποβαθμίζονται σε junk, δηλαδή «σκουπίδια».

• Από το 2018 το κλίμα αντιστρέφεται και αρχίζουν οι αναβαθμίσεις. Ωστόσο, αυτές διατηρούν πιο αργούς ρυθμούς στις τράπεζες ακόμη και όταν ήρθησαν τα capital controls. Η σημαντική αιτία γι’ αυτό ήταν τα κόκκινα δάνεια τα οποία περιορίζονται αισθητά το 2022.

Διαβάστε ακόμη: