Αναμφίβολα, η είδηση των τελευταίων ημερών είναι το γεγονός ότι, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεό της σε Baa3 με σταθερές προοπτικές από Ba1 με θετικές προοπτικές.

Σύμφωνα δε με την Moody’s, που είναι και ο αυστηρότερος οίκος από τους 3 «μεγάλους» (Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch), η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη ότι το πιστωτικό προφίλ του ελληνικού κράτους έχει πλέον μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε ενδεχόμενα μελλοντικά σοκ.

Τα δημόσια οικονομικά έχουν βελτιωθεί σημαντικά, ενώ με βάση τη στάση πολιτικής της κυβέρνησης, τις θεσμικές βελτιώσεις που αποδίδουν καρπούς και το σταθερό πολιτικό περιβάλλον, αναμένεται ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να εμφανίζει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα μειώνουν σταθερά το υψηλό βάρος του χρέους της.

Επιπλέον, η υγεία του τραπεζικού τομέα συνεχίζει να βελτιώνεται, γεγονός που περιορίζει τον κίνδυνο ενός πιστωτικού γεγονότος που σχετίζεται με τον τραπεζικό τομέα και θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο πιστωτικό προφίλ του δημοσίου. Οι σταθερές προοπτικές αντικατοπτρίζουν μια ισορροπία μεταξύ του ότι ορισμένες από τις κύριες πιστωτικές προκλήσεις της Ελλάδας θα βελτιωθούν αργά και των θετικών προοπτικών που σχετίζονται με τη σταθερότητα των θεσμών και τη στάση πολιτικής.

Όσον αφορά τις προκλήσεις, η ολοκλήρωση των θεσμικών και οικονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη θα πάρει χρόνο. Αν και το χρέος προς το ΑΕΠ μειώθηκε γρήγορα τα τελευταία χρόνια, θα παραμείνει ένα από τα υψηλότερα μεταξύ αυτών που αξιολογούμε. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές χρησιμοποιούν τη θετική δυναμική που δημιουργήθηκε από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) για να εφαρμόσουν σθεναρά πολιτικές που υποστηρίζουν την πιστοληπτική ικανότητα.

Επενδυτική βαθμίδα: Τα οφέλη για οικονομία και Χρηματιστήριο δεν θα έρθουν… αυτομάτως - Επενδύσεις - Επενδύσεων

Η σημασία της αναβάθμισης

Όπως σημειώνει σε σχετική ανάλυση και η τράπεζα Eurobank, οι 5 οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης (External Credit Assessment Institutions – ECAIs) που είναι αποδεκτοί από το ευρωσύστημα κατατάσσουν αυτή τη στιγμή το ελληνικό αξιόχρεο στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό ενισχύει την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο που τα κύματα της αβεβαιότητας στη διεθνή οικονομική και γεωπολιτική σκηνή είναι συχνά και ενίοτε ισχυρά.

Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την Moody’s εδράζεται στη συνεχή βελτίωση των δημοσιονομικών και των χρηματοπιστωτικών της μεγεθών. Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα αποδεικνύονται καλύτερα των προσδοκιών, ενώ μεσοπρόθεσμα, ο οίκος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης θα διατηρηθεί σε ένα εύρος τιμών 2% με 2,5% του ΑΕΠ, οδηγώντας, παράλληλα με τη μεγέθυνση της οικονομίας, σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του λόγου δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ.

Στον χρηματοπιστωτικό τομέα ο οίκος Moody’s σημειώνει ότι η ποιότητα του ενεργητικού των εγχώριων νομισματικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΝΧΙ) έχει βελτιωθεί αισθητά, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να διαμορφώνεται προσεγγιστικά στο 2,9% τον Δεκ-24 σε επίπεδο ομίλου (κατά μέσο όρο κοντά στο 2,0% στην ΕΕ-27), ενώ βελτίωση καταγράφουν και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.

Σε ό,τι αφορά την προοπτική περαιτέρω αναβαθμίσεων του ελληνικού αξιόχρεου, ο οίκος Moody’s αναφέρει ότι κάτι τέτοιο συνδέεται με τη βελτίωση των μεσομακροπρόθεσμων προοπτικών της οικονομίας και με τη γρηγορότερη του αναμενομένου μείωση του δημοσίου χρέους, το οποίο, παρά τη συρρίκνωσή του τα τελευταία έτη, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό (το εκτιμά στο 156,1% του ΑΕΠ το 2024).

Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης, κατά τον οίκο αξιολόγησης δύναται να οδηγήσει σε ενίσχυση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης βελτιώνοντας τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Η πολιτική αβεβαιότητα που έχει προκληθεί από τη σκανδαλολογία και τις επιθέσεις ισχυρών κέντρων και κομμάτων στην κυβέρνηση επηρεάζει την εξέλιξη της Επενδυτικής Βαθμίδας με άμεση επίδραση στο Χρηματιστήριο!

Ανάγκη αύξησης των επενδύσεων

Πιο συγκεκριμένα, τα 5 τελευταία χρόνια οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (το 35,6% αυτής της αύξησης προέρχεται από τις κατοικίες), ωστόσο το «επενδυτικό κενό» σε σύγκριση με την Ευρωζώνη εξακολουθεί να είναι υψηλό (-5,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από -11,0 το 2019). Επιπρόσθετα, τη διετία 2023-2024 ο ρυθμός ανόδου του μεριδίου των επενδύσεων παγίων στο ΑΕΠ παρουσιάζει επιβράδυνση.

Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα δύναται να έχει σημαντικά οφέλη για την οικονομία στο μέλλον. Τα οφέλη δεν εστιάζονται μόνο στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης και των εισοδημάτων άλλα και στη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων.

Για το ίδιο κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή την ουσιαστική ενίσχυση των επενδύσεων, έχει αναφερθεί πολλές φορές και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

Ειδικοτερα, σε πρόσφατη ομιλία του ο Διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι, οι επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο έχουν καθοριστική σημασία για την ανταγωνιστικότητα, τη συνολική παραγωγικότητα αλλά και τη διατηρήσιμη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ο ανασταλτικός ρόλος διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως η γήρανση του πληθυσμού, το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων και η περιορισμένη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό.

Κατά τον κ. Στουρνάρα, η Ελλάδα διανύει μια περίοδο δυναμικής ανάπτυξης, με σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες και αισιόδοξες προοπτικές. Πρέπει επομένως να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική αξιοπιστία και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να μειωθούν τα εμπόδια και να επιταχυνθεί η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση.

Ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να μείνουν αμέτοχες στις νέες επενδυτικές ευκαιρίες και συνεργασίες που διανοίγονται εν όψει των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, όπως για ενίσχυση της ευρωπαϊκής κοινής άμυνας, της ενεργειακής αυτονομίας, της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Ευρώπης, των ψηφιακών δικτύων και των υποδομών μεταφορών.

ΙΟΒΕ: Βλέπει ανάπτυξη 1,4% φέτος και επενδυτική βαθμίδα το β΄ εξάμηνο

Τα στοιχεία για την επενδυτική δραστηριότητα

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η Ελλάδα καλείται να καλύψει το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας. Ειδικότερα, ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ, ο οποίος κυμαινόταν γύρω στο 24% πριν το 2008, κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης, κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης και διαμορφώθηκε περίπου στο 12% κατά μέσο όρο τη δεκαετία που ακολούθησε, ενώ παραμένει χαμηλότερος σε σύγκριση με την ευρωζώνη (15,3% το 2024 έναντι 21,1%).

Παρ’ όλα αυτά, από το 2019 και μετά, οι συνολικές επενδύσεις έχουν σημειώσει σημαντική άνοδο. Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε πραγματικούς όρους αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά περίπου 60% το 2024 έναντι του 2019, σε σύγκριση με μείωση κατά 0,4% στη ζώνη του ευρώ. Ως εκ τούτου, η συμβολή των επενδύσεων στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ φθάνει μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι μόλις 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας στην ευρωζώνη.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η παρατηρούμενη βελτίωση στη σύνθεση των επενδύσεων. Πριν από την κρίση χρέους, σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, υπονομεύοντας τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων είναι σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες.

Αυτή η μεταβολή στη σύνθεση, εφόσον διατηρηθεί και συνδυαστεί με αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, θα συμβάλει στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική.

Κρίσιμοι παράγοντες που συνέβαλαν στην άνοδο των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της εμπιστοσύνης. Επισημαίνεται ότι, με βάση πρόσφατους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα παρουσιάζει εμφανή πρόοδο σε τομείς που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, καθώς και την ευκολία σύστασης μιας επιχείρησης.

Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα θετικά στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος επέδρασε η ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το 2023.

Παράλληλα, η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εδραίωση της θετικής πορείας των επενδύσεων και της οικονομίας. Η αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών επέτρεψαν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν πιο ενεργά την οικονομία.

Πράγματι, στη διάρκεια του 2024 η τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ενισχύθηκε σημαντικά έναντι του 2023 και το κόστος δανεισμού υποχώρησε.

Βασική όμως προϋπόθεση για την αύξηση του όγκου των επενδύσεων είναι η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων του RRF, που ανέρχονται σε 36 δισεκ. ευρώ. Δεδομένου του οπισθοβαρούς προφίλ διοχέτευσης των πόρων στην πραγματική οικονομία και της περιορισμένης διάρκειας ζωής του RRF, χρειάζεται ενίσχυση της προσπάθειας για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης επίτευξη των θετικών επιδράσεων του μέσου αυτού στον ρυθμό ανάπτυξης και στην παραγωγικότητα της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.

Οι εμφανείς αδυναμίες

Από κει και πέρα, η ΤτΕ επισημαίνει ότι, παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, όπως επισημαίνει πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συγκεκριμένα, το σχετικά πολύπλοκο και ευμετάβλητο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο που συχνά στερείται διαφάνειας, αυξάνει το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις, ενώ το νομικό σύστημα δεν είναι αρκετά αποτελεσματικό και προστατευτικό όσον αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας.

Οι κανονιστικοί φραγμοί, η παραοικονομία και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξακολουθούν να αποτελούν τροχοπέδη για τον ανταγωνισμό, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Η έλλειψη ενός σταθερού φορολογικού συστήματος συγκαταλέγονται επίσης στους κυριότερους περιορισμούς που εμποδίζουν την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων.

Η ύπαρξη σημαντικών εμποδίων για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την προαναφερόμενη έρευνα της ΕΤΕπ. Οι ελληνικές επιχειρήσεις ανησυχούν ιδιαίτερα για το ενεργειακό κόστος, το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων (business regulation) και την οικονομική αβεβαιότητα.

Σημειώνεται επίσης ότι το μερίδιο των ελληνικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην εξωτερική χρηματοδότησή τους, είναι σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (11,1% έναντι 6,8% το 2024). Ως εκ τούτου, τα 3/4 των επενδύσεων χρηματοδοτήθηκαν με εσωτερικούς πόρους το τελευταίο οικονομικό έτος (έναντι 66% στην ΕΕ), γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη προώθησης εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.

Που το πάνε οι αγορές: Ο δύσκολος γρίφος πληθωρισμού και επιτοκίων

Τα βήματα που πρέπει να γίνουν

Προκειμένου να επιτευχθεί διατηρήσιμη αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα, απαιτούνται στοχευμένες παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, σύμφωνα πάντα με την ΤτΕ.Η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών, όπως η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, καθώς και η καταπολέμηση της πολυνομίας και της κακονομίας, σε συνδυασμό με τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, θα περιορίσουν την αβεβαιότητα και το διοικητικό βάρος.

Ένα πιο αποτελεσματικό ρυθμιστικό και θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει την εκτέλεση των συμβάσεων και την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας θα ενθαρρύνει την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Παράλληλα, η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και η παροχή περαιτέρω φορολογικών κινήτρων, όπως επιταχυνόμενες αποσβέσεις και μεγαλύτερες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη θα ενισχύσουν την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.

Επίσης, απαιτείται επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών που μειώνουν τους φραγμούς εισόδου και περιορίζουν τις ολιγοπωλιακές δομές. Εκτός αυτού, η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, μέσω της βελτίωσης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης σε νέες τεχνολογίες θα προσελκύσει επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας και θα αυξήσει την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία.

Τέλος, η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών θα επιτρέψει στις ελληνικές επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στα απαιτούμενα κεφάλαια για να αναπτυχθούν και να καινοτομήσουν. Η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης αλλά και η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, που θα εξασφαλίσουν οικονομίες κλίμακας στα διαθέσιμα κεφάλαια και ομαλή ροή επενδύσεων σε όλη την ΕΕ.

Η ίδρυση κοινού εποπτικού μηχανισμού για τις αγορές κεφαλαίων της ΕΕ, η ενοποίηση των κατακερματισμένων υποδομών των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών και η τυποποίηση προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές μπορούν να κινητοποιήσουν τόσο τις αποταμιεύσεις της ΕΕ όσο και ξένο κεφάλαιο. Επιπλέον, η βάθυνση της αγοράς τιτλοποιήσεων και η απλοποίηση της σχετικής νομοθεσίας μπορούν να συμβάλουν στην προσέλκυση επενδυτών.

Σε εθνικό επίπεδο, ειδικά για τις μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν εμπράγματες εγγυήσεις κρίνεται αναγκαία η διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών, καθώς και μέσω της αξιοποίησης του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων.

Διαβάστε ακόμη: