Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα πιο αβέβαιο, με εντεινόμενες προκλήσεις, συνεχείς ανατροπές και οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις. όπως εξάλλου εκτιμά και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2024-2025, η παγκόσμια οικονομία οδηγείται σε περαιτέρω επιβράδυνση το 2025 υπό το βάρος ενός πιο περιοριστικού περιβάλλοντος για το διεθνές εμπόριο και μιας απότομης αύξησης της αβεβαιότητας εξαιτίας της εμπορικής και οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά και λόγω της αναζωπύρωσης των γεωπολιτικών εντάσεων.
Σε αυτό το περιβάλλον, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, παρατηρείται αυξημένη επιφυλακτικότητα των επενδυτών έναντι των αμερικανικών ομοσπονδιακών ομολόγων, καθώς ρευστοποιήθηκαν επενδυτικές θέσεις σε αυτά και ταυτόχρονα οι επενδυτές αναζητούσαν ασφαλή καταφύγια. Πρόκειται για εξέλιξη με ιστορική βαρύτητα, που υποδηλώνει τη μειωμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, αντικατοπτρίζοντας βαθύτερες ανησυχίες για τη μακροοικονομική σταθερότητα και τη δημοσιονομική πορεία των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, από μόνο του αυτό το γεγονός λειτουργεί ως καταλύτης στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς διαβρώνεται η θέση των αμερικανικών ομοσπονδιακών ομολόγων ως ομολόγων αναφοράς χωρίς κίνδυνο.
Ταυτόχρονα, στη ζώνη του ευρώ καταγράφηκαν καθαρές εισροές σε μακροπρόθεσμα ομόλογα και στην αγορά χρήματος, ενώ σημειώθηκε και ανατίμηση του ευρώ, καθώς οι ευρωπαϊκοί τίτλοι αποτελούν ένα σταθερό και ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο, αναδεικνύοντας μια σημαντική ευκαιρία για την ευρωπαϊκή οικονομία, με ενίσχυση του ρόλου του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος.
Σε ό,τι αφορά την οικονομία της ζώνης του ευρώ, αν και επέδειξε ανθεκτικότητα στις αρχές του 2025, ωστόσο η ανάπτυξη υπόκειται σε καθοδικούς κινδύνους. Ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας, ως απόρροια των επιδεινούμενων συνθηκών στο διεθνές εμπόριο, της εντεινόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και της μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αποδυναμώνει τα κίνητρα για επενδύσεις και υπονομεύει την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Παρά τις προκλήσεις που πηγάζουν από το εξωτερικό περιβάλλον, η οικονομική δραστηριότητα επιταχύνθηκε το α΄ τρίμηνο του 2025, κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών εν αναμονή υψηλότερων δασμών.
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας
Μέσα σε αυτό το εξωτερικό οικονομικό περιβάλλον, η ΤτΕ σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να καταγράφει θετικές επιδόσεις παρά την αύξηση της διεθνούς αβεβαιότητας. Ο γενικός πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία επιμονής, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η αποκλιμάκωσή του σε σχέση με τον πληθωρισμό για το σύνολο της ζώνης του ευρώ.
Στον δημοσιονομικό τομέα, οι επιδόσεις του 2024 υπήρξαν εντυπωσιακές, με υπεραπόδοση των εσόδων, καθώς οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, της ενίσχυσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης αποδίδουν πλέον διατηρήσιμα οφέλη, ενώ το δημόσιο χρέος συνεχίζει να μειώνεται αισθητά.
Παράλληλα, η απασχόληση αυξάνεται, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα και η στενότητα στην αγορά εργασίας αποκλιμακώνεται. Ωστόσο, η οικονομική προσιτότητα της στέγασης συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό ζήτημα για τα νοικοκυριά, ενώ και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το α΄ τρίμηνο του 2025 αυξήθηκε περαιτέρω λόγω της επιδείνωσης των ισοζυγίων υπηρεσιών, δευτερογενών εισοδημάτων και αγαθών.
Στον αντίποδα, τα επιτόκια χορηγήσεων υποχώρησαν και o ετήσιος ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις διαμορφώθηκε στο τέλος του α΄ τετραμήνου του 2025 στο υψηλότερο επίπεδο που έχει παρατηρηθεί από τις αρχές του 2009, ενώ συνολικά τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών βελτιώθηκαν.
Επιπλέον, συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών. Συνεπώς, οι θετικές εγχώριες εξελίξεις λειτούργησαν ως ανάχωμα στην αυξημένη αβεβαιότητα που επικρατεί στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, εν μέσω της ιδιαίτερα υψηλής διεθνούς αβεβαιότητας λόγω του εμπορικού προστατευτισμού και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η κορυφαία προτεραιότητα για την ελληνική οικονομία είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της προσαρμοστικότητάς της στις νέες συνθήκες και προκλήσεις.
Για το σκοπό αυτό, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να μείνει προσηλωμένη στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας και στη διατηρήσιμη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Παράλληλα, απαιτούνται η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η ταχύτερη υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά επενδύσεις σε υποδομές για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης και για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, αλλά και η περαιτέρω ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας.
Κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην ενίσχυση της σταθερότητας και ανθεκτικότητας της οικονομίας, σε περαιτέρω αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας και σε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Οι αναπτυξιακές και δημοσιονομικές επιδόσεις
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, το α΄ τρίμηνο του 2025, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ήταν 2,2%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και οι εξαγωγές αγαθών, ενώ η συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών, των επενδύσεων και των εισαγωγών ήταν αρνητική.
Παράλληλα, η απασχόληση αυξάνεται, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα και η στενότητα στην αγορά εργασίας αποκλιμακώνεται. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας στη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες, παρά τις διακυμάνσεις, παραμένουν σε θετικό έδαφος.
Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων διατηρούν το δυναμισμό τους φθάνοντας σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, σε αντίθεση με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, η οποία φαίνεται να επηρεάζεται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον.
Ωστόσο, ο γενικός πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία επιμονής, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η αποκλιμάκωσή του σε σχέση με τον πληθωρισμό για το σύνολο της ζώνης του ευρώ. Ο γενικός πληθωρισμός παρέμεινε κατά μέσο όρο κοντά στο 3% τους πέντε πρώτους μήνες του 2025, ωστόσο τον Μάιο αυξήθηκε στο 3,3% (έναντι 1,9% στην Ευρωζώνη), κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά.
Η επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω μισθολογικών αυξήσεων, έμμεσων φόρων (στην εστίαση και στη διαμονή) και υψηλής, εξωτερικής κυρίως, ζήτησης (τουρισμός), εμποδίζει την ταχεία αποκλιμάκωσή του.
Από κει και πέρα, το 2024 καταγράφηκε για πρώτη φορά από το 2019 μεταστροφή του αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ το 2023 σε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού.
Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν ιστορικό ορόσημο για τα δημοσιονομικά δεδομένα τουλάχιστον της τελευταίας τριακονταετίας. Παράλληλα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες σε 153,6% του ΑΕΠ.
Η καλύτερη της προβλεπόμενης δημοσιονομική επίδοση το 2024 οφείλεται στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων έναντι των στόχων, καθώς και στη συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών. Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην υπεραπόδοση έναντι των δημοσιονομικών στόχων για το 2024 είναι διατηρήσιμοι, γεγονός που δημιούργησε μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο και επέτρεψε την υιοθέτηση νέων μόνιμων δημοσιονομικών παρεμβάσεων από το 2025.
Τέλος, το 2024 και το α΄ τρίμηνο του 2025 συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των τραπεζών, εξέλιξη που αντανακλά τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών τους, την ενίσχυση του πλαισίου μακροπροληπτικής πολιτικής και τις θετικές επιδράσεις από τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Το α΄ τρίμηνο του 2025 η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε σε ετήσια βάση, αντανακλώντας κυρίως την αύξηση των εσόδων από προμήθειες και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Τα στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2025 δείχνουν ότι συνεχίζεται η ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών, ενώ βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και η ρευστότητά τους διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα.
Κίνδυνοι, αβεβαιότητες, και προκλήσεις
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί.
Αναλυτικότερα, κινδύνους για τις βραχυχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:
- (α) η περαιτέρω αύξηση του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο και πιο σημαντική της αναμενόμενης επιβράδυνση της οικονομίας της ευρωζώνης,
- (β) οι ισχυρότερες αρνητικές επιδράσεις στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και στην αγορά ενέργειας από τη γενικευμένη αβεβαιότητα και τις οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις,
- (γ) η μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες υψηλότερες μισθολογικές πιέσεις,
- (δ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,
- (ε) ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και
- (στ) η βραδύτερη του αναμενομένου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Επιπλέον, παρά τις αξιόλογες επιτυχίες και την ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια και προκλήσεις που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα επιβαρύνεται από το σχετικά επαχθές και συχνά μεταβαλλόμενο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο που στερείται διαφάνειας και από ένα νομικό σύστημα που δεν θεωρείται αρκετά αποτελεσματικό και προστατευτικό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Οι κανονιστικοί φραγμοί, η παραοικονομία και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, τα χαμηλά αποτελέσματα εκπαίδευσης, η υστέρηση σε βασικές δεξιότητες και η έλλειψη κατάλληλων κινήτρων αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από την αναζήτηση εργασίας και περιορίζουν την καινοτομία.
Οι συστάσεις της ΤτΕ
Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που σχετίζονται με τις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, αλλά και οι αβεβαιότητες που συνδέονται με το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, και για να διασφαλιστεί η σταθερότητα και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, η ΤτΕ προτείνει τις ακόλουθες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις πολιτικής:
Η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής. Για τον λόγο αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι η συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες.
Παράλληλα, η σχεδιαζόμενη πρόωρη αποπληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των δανείων του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, με χρήση των ταμειακών διαθεσίμων, θα υποβοηθήσει την ταχύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους σε σύγκριση με τον υφιστάμενο μεσοπρόθεσμο στόχο, θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, θα περιορίσει το κόστος εξυπηρέτησης και θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Από την άλλη πλευρά, χρειάζονται και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που καθιστούν τη δημοσιονομική πολιτική φιλικότερη προς την ανάπτυξη. Προτεραιότητα σε αυτόν τον τομέα αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος και στη βελτίωση της ποιότητας και αποδοτικότητας των δημόσιων δαπανών.
Η έγκαιρη απορρόφηση και εκταμίευση των πόρων του RRF προς τον ιδιωτικό τομέα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των επενδύσεων κατά την περίοδο 2025-2026. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, οι οποίες θα ενισχύσουν το μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, χρειάζονται πρόσθετες προσπάθειες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη μετάβαση σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας. Βασική προτεραιότητα είναι οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, όπως η απλοποίηση των κανονιστικών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις, η βάθυνση των εγχώριων αγορών πιστώσεων και κεφαλαίων, η ενίσχυση της καινοτομίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κράτους.
Οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν δράσεις μείωσης της γραφειοκρατίας, περιορισμού των εμποδίων εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων από την αγορά, βελτίωσης του χωροταξικού σχεδιασμού και απλοποίησης των διαδικασιών χρήσης γης.
Οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την καινοτομία, την έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) και τον ψηφιακό μετασχηματισμό θα πρέπει να επικεντρωθούν στην παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων για Ε&Α, στην αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για Ε&Α, στην επέκταση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και στην ενίσχυση της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης.
Η διασύνδεση της έρευνας με τις επιχειρήσεις, ειδικά με τη βιομηχανία, είναι καταλυτικής σημασίας για την παραγωγή καινοτομίας. Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της κρατικής αποτελεσματικότητας, βασικές προτεραιότητες αποτελούν η ενίσχυση των υποδομών και του κράτους δικαίου, καθώς και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
Μια εύρυθμη αγορά εργασίας και ένα μεγαλύτερο και καλύτερα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό μπορούν να αυξήσουν άμεσα όχι μόνο την παραγωγή μέσω υψηλότερης εισροής εργασίας, αλλά και την παραγωγικότητα, ανακατανέμοντας ταχύτερα τους εργαζομένους προς αναπτυσσόμενους κλάδους και επιχειρήσεις, που έτσι μπορούν καλύτερα να αξιοποιήσουν νέες τεχνολογικές ευκαιρίες.
Οι βασικές προτεραιότητες αφορούν την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και της αναμόρφωσης και επέκτασης των προγραμμάτων κατάρτισης των ανέργων, την παροχή κινήτρων για τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, κατά κύριο λόγο γυναικών, νέων, αλλά και ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας, τον επαναπατρισμό των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού, αλλά και την προσέλκυση και ενσωμάτωση ξένων εργαζομένων, ιδίως εκείνων με πολύτιμες δεξιότητες.
Δεδομένου ότι η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να καλύψει τις απαιτούμενες επενδύσεις, είναι επιτακτικά αναγκαία η συνέχιση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ). Σημαντική ώθηση στις ΞΑΕ θα μπορούσε επίσης να προέλθει και από την ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποίησης και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Ωστόσο, κρίσιμος παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η διατήρηση της μακροοικονομικής, δημοσιονομικής και πολιτικής σταθερότητας.
Η αύξηση των επενδύσεων σε βάθος χρόνου προϋποθέτει και την αύξηση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα. Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να συμβάλουν η ισχυροποίηση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή της ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.
Διαβάστε ακόμη:
- Κυριάκος Μητσοτάκης: Η εβδομαδιαία ανασκόπηση του πρωθυπουργού – «Αυτοσυγκράτηση στην Μέση Ανατολή»
- Παπασταύρου: «Καθοριστική καμπή για τη διαμόρφωση των εξελίξεων στη Μ. Ανατολή η επίθεση των ΗΠΑ»
- Ισραήλ: Ανοίγει εκ νέου ο εναέριος χώρος για πτήσεις επαναπατρισμού
- Το μεγάλο στοίχημα της ΑΑΔΕ: Ενιαίοι έλεγχοι, ψηφιακή εποπτεία και νέος ρόλος στις αγροτικές ενισχύσεις