Αναμφίβολα, μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις συμμετοχής του ελληνικού δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών, δεν είναι άλλες από τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζικών ιδρυμάτων που έλαβαν χώρα την περίοδο 2012-2015.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, η πρώτη απο τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών είχε ως βασική αιτία τις σημαντικές ζημιές που κατέγραψαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λόγω της συμμετοχής τους στο PSI. Οι επόμενες δυο ≪κεφαλαιακές ενέσεις≫ οφείλονταν στα αποτελέσματα του αρνητικού σεναρίου των stress tests, με κύριες αιτίες τον υψηλό όγκο των επισφαλών δανείων (NPLs – NPEs), το χαμηλό ύψος των προβλέψεων, τη σημαντική μείωση της αξίας των εξασφαλίσεων (collateral values) και τη φυγή καταθέσεων.
Ειδικότερα, η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών πραγματοποιήθηκε το 2012 μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και ανήλθε σε 25,5 δισ.€.
Η δεύτερη πραγματοποιήθηκε το 2014, συνολικού ύψους 8,3 δισ.€, η οποία καλύφθηκε εξ’ ολοκλήρου από ιδιωτικά κεφάλαια, προκαλώντας τη σημαντική μείωση των ποσοστών συμμετοχής του ΤΧΣ.
Η τρίτη από τις ανακεφαλαιοποιήσεις έλαβε χώρα το 2015 κοστίζοντας στο ελληνικό δημόσιο 5,4 δισ.€, με τους ιδιώτες επενδυτές να συνεισφέρουν 5,3 δισ.€. Σημειώνεται ότι με βάση Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου έως τον Δεκέμβριο του 2016 το Ελληνικό Δημόσιο είχε διαθέσει για τις τράπεζες συνολικά κεφάλαια ύψους 45,4 δισ.€.
Η μεθοδολογία στις ανακεφαλαιοποιήσεις επιλέχθηκε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ε.Ε., ΕΚΤ, ESM) και το ΔΝΤ χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προτάσεις των ελληνικών Αρχών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση είχε προτείνει
- Την αντιστοίχιση του αριθμού μελών στα Διοικητικά Συμβούλια με τη συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών.
- Την αναγνώριση όλων των μετοχικών δικαιωμάτων όπως προκύπτουν από τα διεθνώς αναγνωρισμένα standards,
- Τη δημιουργία μιας εταιρείας asset management που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των NPEs με τρόπο διαφανή, ενιαίο και σύμφωνο με τις διεθνείς καλές πρακτικές και την εφαρμογή στο σύνολό τους των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης.
Το σύνολο των προτάσεων απορρίφθηκε με την επίκληση του ελλείμματος εμπιστοσύνης των θεσμών προς το ελληνικό πολιτικό και τραπεζικό προσωπικό.
Η θέση των θεσμών
Πυρήνας της θέσης των θεσμών ήταν η δημιουργία του ΤΧΣ, με αποστολή τη “σταθεροποίηση του συστήματος” με τρόπο που επιτυγχάνονταν οι επιμέρους στόχοι:
- Της διαφύλαξης της περιουσίας του Δημοσίου
- Της ανανέωσης των Διοικητικών Συμβουλίων
- Της εφαρμογής των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης
- Της “αποπολιτικοποίησης” και του περιορισμού της επιρροής της – εκάστοτε – κυβέρνησης στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Το παράδοξο αυτής της απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι αντί να επιλεγεί η εφαρμογή των διεθνών κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης, δημιουργήθηκε επί της ουσίας ένα ιδιότυπο, μοναδικής κατασκευής ελληνικό παράδειγμα
Η πλέον πρωτοφανής απόφαση των θεσμών είναι εκείνη που όριζε ότι ο αριθμός των μελών του ΤΧΣ στα Διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών δεν θα αντιστοιχούσε στο ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών αλλά θα περιοριζόταν στη μία θέση, “παραβιάζοντας” τις βασικές αρχές που διέπουν το σύνολο των οργανωμένων κεφαλαιαγορών και προκαλώντας επίσης τον αποκλεισμό στελεχών ελληνικής καταγωγής με προϋπάρχουσα εμπειρία και διαδρομή στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Ταυτόχρονα ο ρόλος του ΤΧΣ στις προβλεπόμενες, από τον νόμο, επιτροπές των ΔΣ ήταν αποδυναμωμένος με αποτέλεσμα να παρατηρούνται φαινόμενα μη τήρησης των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης. Να προστεθεί επίσης ότι η δομή του ΤΧΣ αποτέλεσε προϊόν “made for Greece”, καθώς παράλληλα με το ΔΣ του Ταμείου δημιουργήθηκε ένα Εποπτικό Συμβούλιο για να ελέγχει και να εγκρίνει τις πράξεις του ΔΣ.
Το μοντέλο του ΤΧΣ επιβλήθηκε και στη δομή της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ), γεγονός που συνθετοποιεί τις διαδικασίες λήψης κρίσιμων αποφάσεων.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών
Κρίνοντας από τη σημερινή κατάσταση των τραπεζών, το ΕΝΑ καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η μεθοδολογία που τελικά επελέγη ήταν επιτυχημένη.
Το πρόβλημα των NPEs εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, οι προβλέψεις κινούνται σε επίπεδα χαμηλότερα των διεθνών standards, τα κεφάλαια των τραπεζών στηρίζονται σε ποσοστό ανώτερο του 50% στον αναβαλλόμενο φόρο, ενώ η χρηματοδότηση της οικονομίας και κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων παραμένει εξαιρετικά δύσκολη.
Ταυτόχρονα η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών μαζί με τα υπόλοιπα χρεόγραφα ενίσχυσης των κεφαλαίων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ανέρχεται στα 2,8 δισ.€ περίπου, ενώ αν προσθέσουμε έσοδα παρελθόντων ετών του ΤΧΣ, ταμειακά διαθέσιμα και τα εκτιμώμενα οφέλη από την εκκαθάριση των bad banks, τα συνολικά έσοδα ενδεχομένως να προσεγγίσουν τα 8 δισ.€.
Τα τελευταία χρόνια έγιναν αρκετά βήματα προόδου προς την κατεύθυνση επίλυσης των προβλημάτων του τραπεζικού συστήματος, μέσω νέων νομοθετικών πρωτοβουλιών, ενώ θετική επίδραση είχε η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης.
Ωστόσο η εκδήλωση της πανδημικής κρίσης έχει επηρεάσει αρνητικά και τον τραπεζικό τομέα, ειδικά στο σκέλος του στόχου μείωσης και διαχείρισης των επισφαλών δανείων.
Μάθετε και για τη σύγκρουση της κυβέρνησης με τους θεσμούς για το θέμα των πλειστηριασμών
Μετωπική σύγκρουση κυβέρνησης – θεσμών για τους πλειστηριασμούς