Σε πρόσφατο Υπουργικό Συμβούλιο, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΟ παρουσίασε τον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό (ΠΔΠ) 2026-2029, ο οποίος και συντάσσεται για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον νόμο 5217/2025 (Α’ 120), όπου ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη η Οδηγία (EE) 2024/1265 του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2024 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών.

Βεβαίως, στη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε, το ΥΠΕΘΟ επικεντρώνεται στο σύνολο των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που έχουν νομοθετηθεί ή ανακοινωθεί για την περίοδο 2026-2029.

Το κόστος των παρεμβάσεων ανέρχεται σε 3,04 δισ. ευρώ για το 2025, αυξανόμενο σε 5,94 δισ. ευρώ το 2026 (επιπλέον 2,9 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2025), σε 7,94 δισ. ευρώ το 2027 (επιπλέον 2 δισ. ευρώ), σε 9,01 δισ. ευρώ το 2028 (επιπλέον 1,07 δισ. ευρώ) και σε 10,1 δισ. ευρώ το 2029 (επιπλέον 1,09 δισ. ευρώ).

Οι παρεμβάσεις για το έτος 2026 αποτυπώνονται όπως έχουν ανακοινωθεί στα πλαίσια του Προϋπολογισμού 2026.

Ορισμένες από τις παρεμβάσεις που αφορούν τα έτη 2027 και επόμενα περιλαμβάνουν:

Την πλήρη κατάργηση του συμψηφισμού της αύξησης των συντάξεων με την προσωπική διαφορά των συνταξιούχων από το 2027.

Την πλήρη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για κύριες κατοικίες σε οικισμούς με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους από το 2027.

Τη σημαντική μείωση φόρου για τους ελεύθερους επαγγελματίες στην εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2026 στις δηλώσεις του 2027.

Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μισή μονάδα επιπλέον από το 2027, όπως έχει ανακοινωθεί.

Τη σημαντική μείωση που θα έχουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων στην εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2026 στις δηλώσεις του 2027 από τη μείωση του φόρου ακινήτων.

Την απαλλαγή φόρου εισοδήματος ιδρυμάτων και κληροδοτημάτων από το φορολογικό έτος 2026, που θα αποτυπωθεί στις δηλώσεις του 2027.

Την ετήσια αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων αναλόγως των αυξήσεων του κατώτατου μισθού.

Την ετήσια αύξηση των συντάξεων αναλόγως του ρυθμού ανάπτυξης και του πληθωρισμού.

Τη σημαντική ετήσια αύξηση του Εθνικού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, από 3,3 δισ. ευρώ το 2026 σε 3,6 δισ. ευρώ το 2027, 3,9 δισ. ευρώ το 2028 και 4,0 δισ. ευρώ το 2029.

Οι μακροοικονομικές παραδοχές

Σύμφωνα με τον ΠΔΠ 2026-2029, οι ρυθμοί μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ θα κυμανθούν σε 2,2% και 2,4%, αντίστοιχα για τα έτη 2025 και 2026. Για την περίοδο 2027–2029, οι μακροοικονομικές προβλέψεις διαμορφώνονται σε πιο συντηρητικό εύρος, αντανακλώντας τη σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης.

Όπως εκτιμά στη σχετική του αξιολόγηση και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), παρά τη σταδιακή μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης, η ελληνική οικονομία παραμένει σε ανθεκτική αναπτυξιακή πορεία, καθώς από το 2023 το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται κατά περίπου 2,1% ετησίως, ταχύτερα από την Ευρωζώνη, με τη διαδικασία σύγκλισης να συνεχίζεται.

Η ανάπτυξη αναμένεται να διατηρηθεί κοντά στο 2% έως το 2027, με την εγχώρια ζήτηση να παραμένει ο βασικός κινητήριος μοχλός της οικονομικής δραστηριότητας, υποστηριζόμενη από την ολοκλήρωση των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και τη συνεχιζόμενη άνοδο της απασχόλησης.

Πιο συγκεκριμένα, ο μέσος αναμενόμενος ρυθμός ανάπτυξης για την περίοδο 2026-2029 είναι 1,8%, με κύριους μοχλούς ανάπτυξης τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ και την ιδιωτική κατανάλωση. Ωστόσο, αναμένεται να παρουσιάσουν μειωμένη συνεισφορά στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς η επίδρασή τους εξασθενεί προς τα τελευταία έτη της περιόδου και ιδιαίτερα μετά τη λήξη του ΤΑΑ.

Σύμφωνα με το ΕΔΣ, η αναμενόμενη επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, ιδίως μετά το 2027, καθιστά αναγκαία την ενίσχυση των διαρθρωτικών πολιτικών στην πλευρά της προσφοράς, με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, τη διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του επιχειρηματικού τομέα, ώστε να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Η περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων σε υποδομές και η βελτίωση του θεσμικού, δικαστικού και δημόσιου διοικητικού πλαισίου θα συνεισφέρουν θετικά στην ανάπτυξη. Παράλληλα, η προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο του 2%, επίπεδο κρίσιμο τόσο για τη σταθερότητα της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών όσο και για τη διαφύλαξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Οι δημοσιονομικές προβλέψεις

Σε ό,τι αφορά τους στόχους που θέτει το ΠΔΠ 2026-2029 για τα δημοσιονομικά μεγέθη, για το 2026 το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,8% του ΑΕΠ. Για την περίοδο 2027-2029, που καλύπτεται από το ΠΔΠ 2026-2029, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,7% του ΑΕΠ και για τις τρεις χρονιές, ένδειξη συνετής και σταθερής δημοσιονομικής πορείας. Ωστόσο, η επίτευξη των στόχων αυτών εξαρτάται από την ανθεκτικότητα των εσόδων, την αποτελεσματική συγκράτηση των δαπανών και την απουσία απρόβλεπτων δημοσιονομικών πιέσεων που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την πορεία του προϋπολογισμού.

Από κει και πέρα, οι γενικές αρχές του δημοσιονομικού σχεδιασμού εστιάζουν στη διατήρηση του ρυθμού αύξησης των καθαρών, εθνικά χρηματοδοτούμενων, πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης σε επίπεδα που διασφαλίζουν, αφενός, τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και, αφετέρου, τη διατήρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Παράλληλα, προβλέπεται η διαμόρφωση πλεονασματικού πρωτογενούς ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης.

Σύμφωνα με τον ΠΔΠ 2026-2029, προβλέπεται ότι η ετήσια αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης για το 2025 θα είναι 4,4% και για το 2026 5,7%, ποσοστά τα οποία υπερβαίνουν το ανώτατο ετήσιο όριο του 3,7% και 3,6%, αντίστοιχα, που έχουν καθοριστεί στο ΜΔΣ 2025-2028 και εγκριθεί από το Συμβούλιο. Ωστόσο, οι σωρευτικές αυξήσεις των καθαρών πρωτογενών δαπανών για το 2025 (4,3%) και το 2026 (10,3%) παραμένουν εντός των ορίων του ΜΔΣ 2025-2028 (6,5% και 10,3%, αντίστοιχα).

Οι εκτιμήσεις είναι συμβατές με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, καθώς η πραγματική ετήσια μεταβολή που καταγράφηκε το 2024 ήταν -0,2%0,23 δισ. ευρώ), δηλαδή χαμηλότερη από το προβλεπόμενο όριο, δημιουργώντας έτσι δημοσιονομικό περιθώριο για υψηλότερες καθαρές πρωτογενείς δαπάνες την περίοδο 2025-2028. Η θετική αυτή απόκλιση αποδίδεται κυρίως στη μεγαλύτερη του αναμενόμενου επίδραση των μέτρων ενεργητικής δημοσιονομικής πολιτικής, και συγκεκριμένα των μέτρων για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, καθώς και στη χαμηλότερη από την αναμενόμενη συνολική δαπάνη της Γενικής Κυβέρνησης. Επιπλέον, σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, επιτρέπεται ετήσια απόκλιση 0,3 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ (περίπου 0,75 δισ. ευρώ), παρέχοντας επιπλέον ευελιξία.

Τέλος, η εθνική ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1263, παρέχει επιπλέον δυνατότητα απόκλισης από την εγκεκριμένη πορεία των καθαρών δαπανών, η οποία ευνοεί τις δαπάνες του 2026. Συγκεκριμένα, οι αμυντικές δαπάνες εκτιμώνται αυξημένες κατά περίπου 0,1% του ΑΕΠ το 2025 και 0,3% του ΑΕΠ το 2026, σε σύγκριση με το έτος βάσης 2024.

Δαπάνες και χρέος

Για τα έτη 2027 και 2028, η αύξηση των καθαρών δαπανών προβλέπεται ότι θα παραμείνει εντός του εγκεκριμένου ετήσιου ορίου. Για το 2029, το ανώτατο όριο αύξησης των καθαρών δαπανών θα τεθεί με το επόμενο ΜΔΣ, που αναμένεται να υποβληθεί την άνοιξη του 2028. Επιπλέον, για όλα τα έτη που καλύπτει το ΠΔΠ 2026–2029, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεονασματικά ή οριακά ελλειμματικά επίπεδα, διασφαλίζοντας τη διατήρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα προβλέπεται οριακό (-0,2% του ΑΕΠ) για το 2026 και 2027, μηδενικό για το 2028 και ελαφρώς θετικό (0,1% του ΑΕΠ) το 2029.

Τέλος, η πορεία του δημόσιου χρέους της ελληνικής οικονομίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, υπό την προϋπόθεση υλοποίησης του μακροοικονομικού σεναρίου, προβλέπεται πτωτική κατά την περίοδο του ΠΔΠ 2026–2029, αντανακλώντας τα θετικά πρωτογενή αποτελέσματα και τη συνεχιζόμενη οικονομική μεγέθυνση.

Η δυναμική του δημόσιου χρέους αποτυπώνεται στη σταθερή και σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, με μείωση κατά 8,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2025 και 7,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2026. Η πορεία αυτή υπερβαίνει τις προβλέψεις του ΜΔΣ 2025–2028, καταδεικνύοντας την ενισχυμένη ανθεκτικότητα και τη θετική προοπτική της ελληνικής οικονομίας, με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να αναμένεται να συνεχίσει τη μείωσή του σε επίπεδα κάτω από 120% το 2029.

Οι προκλήσεις και οι αδυναμίες

Σύμφωνα με την αξιολόγηση του ΕΔΣ, μεσοπρόθεσμα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα και οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν από τους χαμηλότερους στην ΕΕ, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αντιστοιχεί μόλις στο 70% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, η ανεργία παραμένει υψηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, το επενδυτικό ποσοστό και η αποταμίευση των νοικοκυριών εξακολουθούν να είναι χαμηλά.

Παράλληλα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σε έλλειμμα, η δημόσια διοίκηση παρουσιάζει χρόνια προβλήματα αποτελεσματικότητας και το δημόσιο χρέος, παρότι μειώνεται εντυπωσιακά, παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ. Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι η σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τον μέσο όρο της ΕΕ, αν και σε θετική εξέλιξη, συνεχίζει να παρεμποδίζεται από μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες.

Περαιτέρω, τρεις κρίσιμες τάσεις επιτείνουν τις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις: οι δημογραφικές εξελίξεις, οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και η κλιματική αλλαγή. Η ταχεία γήρανση του πληθυσμού και η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνητική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, επιβάλλοντας πρόσθετες δημοσιονομικές πιέσεις.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις καθιστούν αναγκαίες τη συντονισμένη αύξηση των αμυντικών δαπανών, την αντιμετώπιση μεταναστευτικών πιέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την ενεργειακή αναβάθμιση της χώρας. Ταυτόχρονα, η αυξανόμενη έκθεση σε κλιματικούς κινδύνους δημιουργεί πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης για εκσυγχρονισμό υποδομών και ενδυνάμωση της οικονομικής ανθεκτικότητας. Οι προκλήσεις αυτές καθιστούν αναγκαία την υλοποίηση συνεκτικών και στοχευμένων διαρθρωτικών παρεμβάσεων.

Όπως άλλωστε επισημαίνει και σε πρόσφατη έκθεσή του το Ελεγκτικό Συνέδριο, η ικανοποιητική ανάπτυξη σε πραγματικούς όρους, αρκετά υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου, καθώς και η επίτευξη δημοσιονομικής σταθερότητας, δεν δικαιολογούν εφησυχασμό, καθώς εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες συνδεόμενες με το λεγόμενο «παραγωγικό μοντέλο» της χώρας.

Ειδικότερα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, στη χώρα μας διαχρονικά η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ είναι πολύ υψηλή, τροφοδοτούμενη σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές, με τις επενδύσεις να διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα και τις καθαρές εξαγωγές να έχουν έντονη αρνητική συμβολή στο ΑΕΠ.

Στο πλαίσιο αυτό, η διόρθωση του επίμονου ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η κάλυψη του επενδυτικού κενού και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, λαμβανομένων υπόψη και των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία. Ο πληθωρισμός συνέχισε να αποκλιμακώνεται, ωστόσο το πρόβλημα της ακρίβειας παραμένει, ιδίως στα είδη πρώτης ανάγκης.

Παραγωγικό κενό

Πιο συγκεκριμένα, το Ελεγκτικό Συνέδριο σημειώνει ότι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από την κατανάλωση και την ενίσχυση των επενδύσεων και των εξαγωγών, προϋποθέτει –μεταξύ άλλων– την κάλυψη του επενδυτικού κενού έναντι της Ευρωζώνης, το οποίο το 2024 σε ονομαστικούς όρους περιορίστηκε στις 3,2 ποσοστιαίες μονάδες (7,58 δισ. ευρώ).

Με βάση τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, η αύξηση των επενδύσεων σε όρους όγκου πρέπει να συνδυαστεί με επικέντρωση σε συγκεκριμένους κλάδους όπου εμφανίζονται διαχρονικές αδυναμίες. Ειδικότερα, ενόψει του σημαντικού ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, που εστιάζουν στην παραγωγή εξωστρεφών αγαθών. Έτσι, μέσω της αύξησης της εγχώριας παραγωγής, αφενός θα μειωθούν οι εισαγωγές και αφετέρου θα αυξηθούν οι εξαγωγές, οδηγώντας σε μείωση του ελλείμματος στο ΙΤΣ, που συνιστά την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής οικονομίας.

Στο πλαίσιο αυτό, επενδυτικά σχέδια με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, είτε στον πρωτογενή είτε στον δευτερογενή τομέα (και κυρίως στη βιομηχανία), θα πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα των διαθέσιμων δημόσιων και ιδιωτικών χρηματοδοτικών εργαλείων (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, λοιπά ευρωπαϊκά ταμεία, τραπεζική χρηματοδότηση).

Παράλληλα, η υλοποίηση τέτοιων επενδύσεων, που συχνά εμφανίζουν και περιβαλλοντικό αποτύπωμα, θα μπορούσε να συνοδεύεται από κατάλληλα κίνητρα, όπως ειδική φορολογική αντιμετώπιση, μείωση ή συγκέντρωση της γραφειοκρατίας και ταχεία επίλυση διαφορών, ώστε να διευκολυνθεί η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου.

Διαβάστε ακόμη: