Δάνεια ύψους 6,5 δισ. ευρώ, από έναν συνολικό όγκο 69,5 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων που έχουν τιτλοποιηθεί ή πωληθεί τα τελευταία χρόνια από τις τράπεζες, εκτιμάται ότι έχουν μέχρι σήμερα εξυγιανθεί από τις εταιρείες διαχείρισης και βρίσκονται στον προθάλαμο για να χαρακτηριστούν πράσινα. Πρόκειται για το 10% του στοκ των κόκκινων δανείων που διαχειρίζονται σήμερα οι servicers, τα οποία τέσσερα χρόνια μετά τη δημιουργία του μηχανισμού κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής» αναζητούν διέξοδο και τρόπο επιστροφής στο τραπεζικό σύστημα.
Με δεδομένο ότι τα περισσότερα δάνεια που θεωρείται ότι έχουν «θεραπευθεί» είναι δάνεια επιχειρήσεων, η επιστροφή τους στις τράπεζες θα ωφελούσε όχι μόνο τις ίδιες, αλλά και τις επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να ενταχθούν στον οικονομικό κύκλο και, γιατί όχι, να διεκδικήσουν εκ νέου χρηματοδότηση. Αυτό ήταν άλλωστε και το ζητούμενο της ανάθεσης της διαχείρισης αυτών των δανείων στις εξειδικευμένες εταιρείες που συστήθηκαν κατ’ εντολήν των funds όταν αγόρασαν τα τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Η πρώτη τιτλοποίηση κόκκινων δανείων στο πλαίσιο του «Ηρακλή» υλοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2020 και το επιχειρησιακό της σχέδιο προεξοφλούσε έσοδα από την επιστροφή μέρους αυτών των δανείων πίσω στις τράπεζες, χωρίς ωστόσο αυτή η πρόβλεψη να έχει επαληθευθεί προς το παρόν. Οπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή της η JPMorgan, «οι εκτιμήσεις για τους δυνητικούς όγκους δανείων που θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις τράπεζες κυμαίνονται μεταξύ ενός ευρέος φάσματος από 10-15 δισ. ευρώ έως 30-40 δισ. ευρώ», αλλά με βάση την άσκηση που πραγματοποιήθηκε «σε ένα χαρτοφυλάκιο 300 εκατ. ευρώ που αξιολογήθηκε, μόνο 26 εκατ. ευρώ θα πληρούσαν τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί πράσινο». Δεν είναι τυχαίο ότι οι λίγες συναλλαγές επιστροφής κάποιων δανείων στο τραπεζικό σύστημα αφορά μεμονωμένα χαρτοφυλάκια επιχειρήσεων (π.χ. Αλουμύλ), ενώ ένα άλλο χαρτοφυλάκιο έχει αγοραστεί από την Optima bank, που είναι μη συστημική τράπεζα και δεν έχει βάρη στον ισολογισμό της από κόκκινα δάνεια του παρελθόντος.
Δύσπιστος ο SSM
Στελέχη από την πλευρά των servicers υποστηρίζουν ότι, από τη μεγάλη δεξαμενή των κόκκινων δανείων, ένα τμήμα εξυπηρετείται πλέον κανονικά από τους οφειλέτες, αλλά η επιστροφή τους στο τραπεζικό σύστημα προσκρούει στις επιφυλάξεις των εποπτικών αρχών, δηλαδή του SSM, ο οποίος έχοντας καεί και στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι, κατά τη λαϊκή ρήση, διστάζοντας να δώσει την έγκρισή του για την πώλησή τους ξανά στις τράπεζες. Να σημειωθεί ότι ο SSM απαγορεύει σε μια συστημική τράπεζα να εξαγοράσει τα δάνεια που η ίδια πώλησε πριν από μερικά χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι π.χ. η Eurobank δεν μπορεί να επαναγοράσει δάνεια π.χ. της τιτλοποίησης Cairo ή η Αlpha Bank δεν μπορεί να επαναγοράσει δάνεια της τιτλοποίησης Galaxy, τα οποία μπορούν να αγοραστούν μόνο από την Εθνική ή την Πειραιώς και αντιστρόφως. Η αιτία είναι ότι με τον τρόπο αυτό ο επόπτης θέλει να κλείσει τον κύκλο της αθέτησης και ο ίδιος κίνδυνος να μην επανέλθει στην τράπεζα από την «πίσω πόρτα». Ο κανόνας είναι αυστηρός και έχει να κάνει και με το γεγονός ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα καταρριπτόταν η κεφαλαιακή ελάφρυνση (Significant Risk Transfer) που πέτυχαν οι τράπεζες όταν η ελληνική πολιτεία διαπραγματεύτηκε τον μηχανισμό του «Ηρακλή» και το λεγόμενο μηδενικό risk weight assets, δηλαδή την πλήρη αποαναγνώριση από τον ισολογισμό της τράπεζας των δανείων που τιτλοποιούσε.
Η δυσπιστία του επόπτη δεν είναι χωρίς έρεισμα αφού, όπως αναφέρει η JPMorgan, ο ορισμός τού τι θεωρούν οι servicers ως εξυπηρετούμενο διαφέρει από τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (European Banking Authority – EBA), με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις για την ποιότητα των δανείων. Πρόκειται για κανόνες που εξαντλούν την αυστηρότητά τους ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες παρά τη διαδρομή που έχουν διανύσει εξακολουθούν να έχουν διπλάσιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς τους από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Οι κανόνες αυτοί ορίζουν ότι:
Ενα δάνειο για να γίνει οριστικά πράσινο πρέπει να έχει ρυθμιστεί και ο οφειλέτης να τηρεί τη ρύθμιση για 1+2 χρόνια.
Να μην έχει σημειωθεί καμία καθυστέρηση άνω των 3 μηνών σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης.
Το επιτόκιο της ρύθμισης να ανταποκρίνεται στα μέσα επίπεδα της αγοράς, δηλαδή να μην είναι εξαιρετικά χαμηλό.
Η ρύθμιση να μην έχει χαρακτηριστικά τύπου balloon, όπου το δάνειο στα πρώτα χρόνια έχει χαμηλή δόση και στη συνέχεια η δόση αυξάνεται υπέρογκα μέσω του μηχανισμού της κεφαλαιοποίησης των τόκων κατά την τελευταία περίοδο αποπληρωμής.
Να μην έχουν ρυθμιστεί στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη.
Η ηλικία του οφειλέτη να μην υπερβαίνει το όριο των 70 ετών στο τέλος της ρύθμισης.
Πρόκειται, όπως εξηγούν πηγές από τον χώρο των εταιρειών διαχείρισης, για ένα μείγμα προϋποθέσεων και κριτηρίων που είναι δύσκολο να συντρέξουν όλα μαζί προκειμένου τα δάνεια αυτά να αποχαρακτηριστούν οριστικά και από κόκκινα ή πορτοκαλί να επαναταξινομηθούν στην κατηγορία των πράσινων δανείων.
Οι τράπεζες θέλουν
Οι τράπεζες από την πλευρά τους, αν και δεν παίρνουν επισήμως θέση, έχουν κάθε λόγο να επιδιώκουν να επιστρέψουν αυτά τα δάνεια στους ισολογισμούς τους, αφού με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να ενισχύσουν το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο, το οποίο αυξάνεται με ρυθμούς χελώνας παρά τις σημαντικές εκταμιεύσεις δανείων που προεξοφλεί η επιτάχυνση των χρηματοδοτήσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Αιτία είναι οι μεγάλες αποπληρωμές που συνεχίζουν να γίνονται από επιχειρήσεις με υψηλή ρευστότητα και οι οποίες τείνουν να ισοφαρίσουν τις νέες εκταμιεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα στοιχεία της ΤτΕ για το πρώτο τρίμηνο του έτους δείχνουν ότι η καθαρή ροή χρηματοδότησης, που αποτυπώνει τις νέες εκταμιεύσεις δανείων μετά τις αποπληρωμές υφιστάμενων οφειλών, πέρασε μόλις σε θετικό έδαφος της τάξεως των 333 εκατ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου. Με δεδομένο το ανεκτέλεστο τμήμα των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι τράπεζες προβλέπουν ετήσια αύξηση της πιστωτικής επέκτασης μεταξύ 4%-6% για τα επόμενα χρόνια.
Οπως παρατηρεί η JPMorgan, αν και η εκτίμηση αυτή ευθυγραμμίζεται με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, η διείσδυση δεν είναι ακόμη εμφανής, κυρίως λόγω της στασιμότητας των στεγαστικών δανείων, με ετήσιες εκταμιεύσεις 1-1,2 δισ. ευρώ που εξακολουθούν να αντιστοιχούν στο 10% των επιπέδων πριν από την κρίση και δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις αποσβέσεις παλαιότερων.
Τα στοιχεία της ΤτΕ επιβεβαιώνουν ότι ο «μεγάλος ασθενής» είναι τα στεγαστικά δάνεια, τα υπόλοιπα των οποίων συρρικνώνονται σταθερά, καθώς οι αποπληρωμές υπερβαίνουν τις νέες εκταμιεύσεις με αποτέλεσμα η ροή χρηματοδότησης να είναι αρνητική κατά 292 εκατ. ευρώ στο τέλος του α΄ τριμήνου. Το σύνολο των στεγαστικών δανείων αγγίζει μόλις τα 27,6 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 8,6 δισ. ευρώ είναι τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων που παρουσιάζουν μικρή ανάκαμψη με καθαρές εκταμιεύσεις 100 εκατ. ευρώ σε επίπεδο τριμήνου.