Μνήμες της χρηματοπιστωτικής κρίσης της περιόδου 2007-2008 έχουν ξυπνήσει παγκοσμίως, καθώς ενισχύεται ο προβληματισμός για τον βαθμό ανθεκτικότητας του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, εν μέσω μάλιστα ενός περιβάλλοντος νομισματικής σύσφιξης. Η αναταραχή που παρατηρείται στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές, δεν είναι τίποτα άλλο, από την αποτύπωση αυτών ακριβώς των ανησυχιών.

Η αρχή έγινε και αυτή τη φορά, όπως το 2007, στις ΗΠΑ. Η περίπτωση της Silicon Valley Bank (SVB), με τη μαζική απόσυρση καταθέσεων ύψους 42 δισ. δολαρίων σε μια μέρα και την ουσιαστική πτώχευσή της, προκάλεσε αναταραχή στις αγορές και στα διεθνή χρηματιστήρια. Εκτός από την SVB, άλλες δύο αμερικανικές τράπεζες κατέρρευσαν σε διάστημα μιας εβδομάδας, η Silvergate Bank και η Signature Bank. Οι ρυθμιστικές αρχές σχεδίασαν τη διάσωση των τραπεζών, ώστε να καθησυχάσουν τους καταθέτες και τους επενδυτές.

Υποτίμηση ενός σημαντικού κινδύνου

Σύμφωνα με αναλύσεις, η απότομη κατάρρευση της SVB αντανακλά την υποτίμηση από την τράπεζα της ύπαρξης ενός σημαντικού κινδύνου. Όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά και οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων υψηλές, η τράπεζα αγόρασε πολλά μακροπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Στη συνέχεια, η FED αύξησε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, με τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, οι τιμές των ομολόγων βυθίστηκαν και η τράπεζα σημείωσε τεράστιες απώλειες στο ενεργητικό της.

Η χρηματοοικονομική αναταραχή γρήγορα επεκτάθηκε και στην Ευρώπη. Είχαμε το ξέσπασμα τη κρίσης ρευστότητας της Credit Suisse που ακολούθησε την απόφαση της Σαουδαραβικής Εθνικής Τράπεζας να μην επενδύσει περαιτέρω στην ελβετική τράπεζα, δηλαδή να μην αυξήσει το μερίδιό της στο μετοχικό κεφάλαιο, πέραν του 10%, λόγω του κανονιστικού πλαισίου.

Η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας έχασε σχεδόν το ένα τέταρτο της κεφαλαιοποίησής της στις 15 Μαρτίου, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί στις 16 Μαρτίου να ζητήσει στήριξη ρευστότητας από την ελβετική κεντρική τράπεζα, σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητη. Βέβαια, εκτός από την κρίση ρευστότητας, η ελβετική τράπεζα είχε και άλλα, συσσωρευμένα προβλήματα τα τελευταία έτη, όπως καταδίκη για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, σκάνδαλο κατασκοπείας και διαρροή δεδομένων πελατών στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Σε αυτά προστέθηκε και η πρόσφατη ανακοίνωση της τράπεζας, ότι εντόπισε «ουσιώδεις αδυναμίες» στον έλεγχο των διαδικασιών υποβολής εκθέσεων για τα οικονομικά έτη 2021 και 2022. Τελικά, η λύση που δόθηκε στην κρίση της Credit Suisse, δηλαδή η εξαγορά της από την UBS, εκτιμάται ότι θα διασφαλίσει κάπως την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Μέχρι την κρίση ρευστότητας της Credit Suisse, οι ελβετικές τράπεζες θεωρούνταν υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης από τους διεθνείς επενδυτές. Ωστόσο, οι δυσκολίες της Credit Suisse φαίνεται ότι αποδεικνύουν ότι αυτή η άποψη πιθανόν δεν ισχύει, πλέον για κανένα τραπεζικό ίδρυμα, παγκοσμίως.

Οι επιπτώσεις από την παγκόσμια χρηματοοικονομική αναταραχή

Άμεσα οι αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές έσπευσαν να διαβεβαιώσουν για την ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Συγκεκριμένα, ο εποπτικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, SSM σε κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν με το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (Single Resolution Board), μετά τις αποφάσεις που ελήφθησαν για τη διάσωση της Credit Suisse, υποστήριξαν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν αντοχές καθώς και ισχυρή κεφαλαιακή βάση και ρευστότητα.

Πράγματι, όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση και η τράπεζα Alpha Bank, παρά τους φόβους για μια νέα παγκόσμια τραπεζική κρίση, εκτιμάται ότι οι ανησυχίες για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο είναι υπερβολικές και αδικαιολόγητες, αφού η προσωρινή αναταραχή που προκλήθηκε στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, μετά την είδηση για την Credit Suisse, αντανακλά ως έναν βαθμό μια συμπεριφορά «αγέλης» (herding behaviour).

Οι διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αξίας της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν αντανακλούν πλήρως την ισχύ του ισολογισμού τους, τα επίπεδα ρευστότητάς τους, καθώς και τους δείκτες φερεγγυότητάς τους, που είναι υψηλότεροι από τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εποπτικές αρχές.

Επιπλέον, σήμερα οι εποπτικοί μηχανισμοί είναι καλύτερα προετοιμασμένοι και έτοιμοι να αντιδράσουν έγκαιρα, στέλνοντας ένα μήνυμα σταθερότητας στις αγορές, έχοντας την εμπειρία της προηγούμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Παράλληλα, παρατηρείται, κυρίως στις ΗΠΑ, μαζική μετακίνηση καταθέσεων, προς τα μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα ως ασφαλέστερα καταφύγια, που μπορεί να αλλάξει, ως έναν βαθμό, το τραπεζικό σύστημα.

Επιπλέον, οι δύο τραπεζικές κρίσεις, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δυνητικά θα μπορούσαν να κατευθύνουν τις τράπεζες να επικεντρωθούν, στο άμεσο μέλλον, περισσότερο στην εξυγίανση των ισολογισμών τους, παρά στην αύξηση του δανεισμού.

Όμως, μια επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης θα μείωνε τη ζήτηση και τις επενδύσεις κεφαλαίου, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας. Η αυστηροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και η επιβράδυνση της οικονομίας, όμως, είναι ένα σενάριο που εξυπηρετεί και τη στρατηγική των κεντρικών τραπεζών.

Οι κλυδωνισμοί στο τραπεζικό σκηνικό αναπόφευκτα προκαλούν αμφιβολίες ως προς την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και αφήνουν λιγότερα περιθώρια ελιγμών. Οι εντολές των κεντρικών τραπεζών, ακόμη και η ανεξαρτησία τους, δέχονται αυξανόμενη πίεση.

Οι τελευταίες εξελίξεις, σε συνδυασμό και με άλλους σημαντικούς παράγοντες (ενεργειακή κρίση, κίνδυνος χρηματοοικονομικού κατακερματισμού κ.ά.), εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το πως μπορεί να αλλάξει η νομισματική πολιτική στο μέλλον. Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες, θέτοντας ως προτεραιότητα την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, πιθανώς να συνεχίσουν τις αυξήσεις των βασικών τους επιτοκίων.

Η πρόσφατη κίνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στις 16 Μαρτίου, να αυξήσει το βασικό επιτόκιο κατά 50 μονάδες βάσης επιβεβαιώνει αυτή τη στάση. Άλλωστε, όπως είχε πει και η Alice Rivlin, η Αντιπρόεδρος της FED στη δεκαετία του 1990, «η δουλειά της κεντρικής τράπεζας είναι να ανησυχεί», περιγράφοντας εύστοχα το κύριο μέλημα των υπευθύνων χάραξης της νομισματικής πολιτικής: να διατηρήσουν τον πληθωρισμό υπό έλεγχο.

Το κόστος της αύξησης των επιτοκίων

Οι αγορές πάντως διερωτώνται αν η ΕΚΤ θα μπορεί να συνεχίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού παρά την αναταραχή στον τραπεζικό τομέα που εκδηλώθηκε με τη χρεοκοπία δύο αμερικανικών τραπεζών και τη διάσωση της Credit Suisse την τελευταία στιγμή.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ παραδέχθηκε ότι, οι αυξήσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν μόλις αρχίσει να επηρεάζουν την οικονομία, αλλά ο αντίκτυπός τους μπορεί να γίνει ισχυρότερος ως αποτέλεσμα της τραπεζικής αναταραχής.

Οι κινήσεις της ΕΚΤ, είπε η Λαγκάρντ, για την αύξηση των επιτοκίων μπορεί να έχουν μεγαλύτερο αποτέλεσμα, αν οι τράπεζες γίνουν πιο επιφυλακτικές στην ανάληψη κινδύνων και αρχίσουν να ζητούν υψηλότερα επιτόκια για τα δάνεια που δίνουν, κάτι που πιθανόν υπονοεί ότι η ΕΚΤ θα χρειαστεί να αυξήσει λιγότερο τα επιτόκιά της.

Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, επίμονα υψηλού πληθωρισμού και αυξανόμενων επιτοκίων αναμένεται να επηρεάσει την ικανότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να εξυπηρετούν το χρέος τους, ιδίως σε περιπτώσεις υψηλής δανειακής επιβάρυνσης.

Επιπλέον, τα αυξανόμενα επιτόκια εντείνουν τις πιέσεις στον τομέα των ακινήτων, όπου συσσωρεύονται ευπάθειες, όπως φανερώνουν οι επίμονες ενδείξεις υπερτίμησης των κατοικιών, το αυξανόμενο κόστος κατασκευής και η στροφή προς την τηλεργασία, η οποία επηρεάζει αρνητικά κυρίως τον τομέα των επαγγελματικών ακινήτων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν άμεσα και να περιορίζουν τη συσσώρευση κινδύνων στα πιστωτικά τους ανοίγματα προς τομείς που είναι πιο ευαίσθητοι στο τρέχον μακροοικονομικό περιβάλλον. Ενώ οι τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει κάποια πρόοδο τα τελευταία χρόνια, οι αδυναμίες στους ελέγχους κινδύνων παραμένουν, ιδίως σε σχέση με τη χορήγηση και παρακολούθηση των δανείων, την κατηγοριοποίηση των δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες και τα πλαίσια σχηματισμού προβλέψεων.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η άνοδος των επιτοκίων επηρέασε τις επιδόσεις των εποπτευόμενων τραπεζών το 2022. Η κερδοφορία, που είναι η πρώτη γραμμή άμυνας των τραπεζών έναντι διαταραχών, υποστηρίχθηκε από τα καθαρά έσοδα από τόκους, τα οποία αυξήθηκαν για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού –καθώς τα ΜΕΔ διαμορφώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδό τους αφότου άρχισαν να καταγράφονται συναφή στοιχεία για την τραπεζική ένωση το 201 – διασφαλίζει την ομαλή μετάδοση των μέτρων νομισματικής πολιτικής μας μέσω των τραπεζών στην οικονομία της ζώνης του ευρώ.

Οι προκλήσεις για τις τράπεζες

Σε ένα περιβάλλον όπου οι συνθήκες χρηματοδότησής του γίνονται δυσχερέστερες, οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν την προσπάθειά τους να διορθώσουν τις αδυναμίες που εντοπίστηκαν στη διακυβέρνησή τους και στα πλαίσια εσωτερικού ελέγχου κινδύνων τους. Αναλυτικότερα, τα έκτακτα μέτρα νομισματικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας παρείχαν στις τράπεζες άφθονη ρευστότητα με μειωμένο κόστος.

Αυτή την περίοδο οι τράπεζες βασίστηκαν σε σχετικά μεγαλύτερο βαθμό στη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα και λιγότερο στη χρηματοδότηση από την αγορά. Η απότομη αύξηση του πληθωρισμού που παρατηρήθηκε από την έναρξη του ρωσοουκρανικού πολέμου και η επακόλουθη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες σήμαναν τη λήξη των συνθηκών παρατεταμένης διατήρησης χαμηλών επιτοκίων (lower for longer).

Η άμεση συνέπεια για τις τράπεζες ήταν η άνοδος του κόστους χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα και των προσφερόμενων ζητούμενων τιμών στις αγορές χονδρικής. Όσον αφορά το μέλλον, οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν ενδεχομένως δυσχέρειες στη χρηματοδότησή τους εάν στραφούν στη χρηματοδότηση μέσω της αγοράς χονδρικής, σε μια περίοδο κατά την οποία αυτή καθίσταται πιο δαπανηρή και η διάθεση των επενδυτών για ανάληψη κινδύνου μειώνεται.

Το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την κερδοφορία των τραπεζών και την ικανότητά τους να διατηρήσουν τους τρέχοντες δείκτες ρευστότητας και χρηματοδότησης. Οι κίνδυνοι που οφείλονται στην υψηλή εξάρτηση των τραπεζών από τη ρευστότητα που αντλούν μέσω των TLTRO III και οι συναφείς στρατηγικές εξόδου τους απαιτούν συνεχή εποπτικό έλεγχο.

Η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών

Μόλις πριν από λίγα χρόνια, στα μέσα του 2015, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όπως επεσήμανε σε σχετικό άρθρο η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt. Σήμερα, οι εντάσεις στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα γεννούν εκ νέου ανησυχίες ότι τα ελληνικά ιδρύματα θα αντιμετωπίσουν και πάλι σοβαρά προβλήματα.

Ωστόσο, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας δεν βλέπει τέτοιο κίνδυνο. «Οι ελληνικές τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές από ό,τι πριν από μερικά χρόνια και διαθέτουν μεγαλύτερα αποθέματα ασφαλείας για να απορροφήσουν τις επιπτώσεις μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας στην Handelsblatt. Οι τράπεζες έχουν σημειώσει «σημαντική πρόοδο στην εξυγίανση των ισολογισμών τους και διαθέτουν άφθονη ρευστότητα χάρη στην αύξηση των καταθέσεων, καθώς και στην πρόσβαση στις αγορές χονδρικής» τονίζει ο κ. Στουρνάρας.

Και προσθέτει: «Επίσης, επέστρεψαν στην κερδοφορία το 2022 και έχουν βελτιώσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε επίπεδο πάνω από τις εποπτικές απαιτήσεις. Η έκθεσή τους είναι «σχεδόν μηδενική», σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα. Τα ιδρύματα επίσης δεν έχουν έκθεση σε πρόσθετα μέσα κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 (Additional Tier 1) της Credit Suisse.

Πράγματι, τα τέσσερα συστημικά ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα έχουν ανακάμψει σε μεγάλο βαθμό από την κρίση της περιόδου 2010-2018. Έχουν μειώσει το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο είχε φθάσει σχεδόν στο 50% του συνόλου των δανείων το Μάρτιο του 2016, σε 8,7% στο τέλος Δεκεμβρίου του 2022, και οι καταθέσεις τους έχουν αυξηθεί κατά 30% την τελευταία τετραετία.

Σήμερα, το υπόλοιπο των δανείων ανέρχεται σε 123 δισ. ευρώ και αντικρίζεται με καταθέσεις ύψους 201,2 δισεκ. ευρώ. Οι εισροές από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα ενισχύσουν περαιτέρω τη ρευστότητα των τραπεζών και θα δώσουν ώθηση στην πιστωτική επέκταση τα επόμενα χρόνια.

Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της κρίσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, ο τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα διαρθρωτικό πρόβλημα. Οι διαγραφές επισφαλών δανείων έχουν απορροφήσει μεγάλο μέρος των ιδίων κεφαλαίων τους τα τελευταία χρόνια.

Έχοντας δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET 1) 13,2%, οι ελληνικές τράπεζες καλύπτουν τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις. Όμως το 63% των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους αποτελείται από οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credit – DTC). Με αυτό τον τρόπο το κράτος αποζημίωσε τις τράπεζες το 2012 για τις απώλειες που υπέστησαν από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (haircut).

Προκειμένου να αυξήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, οι τράπεζες δεν θα διανείμουν μερίσματα για το 2022, παρά τα κέρδη χρήσης τους που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια. Στην τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η Τράπεζα της Ελλάδος χαρακτηρίζει το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως «πρόκληση».

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρας, ωστόσο, θεωρεί ότι οι τράπεζες βρίσκονται σε καλό δρόμο όσον αφορά την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης: Στο μέλλον, η σύγκλιση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού με το μέσο όρο της ΕΕ, η βελτίωση της ποιότητας και της προσφοράς κεφαλαίου και η διατήρηση της κερδοφορίας χάρη στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων θα ενισχύσουν περαιτέρω τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

Διαβάστε περισσότερα