Η «αυγή» του 2023 βρίσκει την ελληνική οικονομία να πορεύεται μέσα σε ένα εξαιρετικά ασταθές διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Με την έξαρση του πληθωρισμού, λόγω της ενεργειακής κρίσης, και τον πόλεμο στην Ουκρανία, η παγκόσμια οικονομία έχει μπει και πάλι σε ένα φαύλο κύκλο. Για αυτόν τον λόγο, το 2023 χαρακτηρίζεται από σημαντικούς οικονομικούς κινδύνους.
Όπως επισημαίνει το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΟΕΕ), στην μελέτη του για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023, σε μια παγκόσμια οικονομία που έχει ήδη αποδυναμωθεί από την πανδημία, ο υψηλότερος από τον αναμενόμενο πληθωρισμός σε όλο τον κόσμο, έχει οδηγήσει σε πιο περιοριστικές χρηματοοικονομικές συνθήκες λόγω της πρόσφατης και συνεχιζόμενης ανόδου των επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών. Παράλληλα, οι γεωπολιτικές αναταράξεις έχουν επηρεάσει αρνητικά το το παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομική συνεργασία οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερη επιβράδυνση ή και ύφεση.
Από την πλευρά του, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), στην τελευταία του έκθεση επεσήμανε ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε μια ασταθή περίοδο και αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις, που επηρεάζουν την προοπτική ανάκαμψής της. Ο πληθωρισμός είναι ο υψηλότερος που έχει παρατηρηθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες, προκαλώντας ταχεία σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής ενώ παράλληλα συμπιέζονται οι προϋπολογισμοί των νοικοκυριών, καθώς η δημοσιονομική στήριξη που σχετίζεται με τη πανδημία φθίνει.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας έχει μετριαστεί στις περισσότερες χώρες, τα παρατεταμένα κύματά της συνεχίζουν να διαταράσσουν την οικονομική δραστηριότητα, ιδίως στην Κίνα. Ταυτόχρονα, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και οι περαιτέρω εντάσεις σε άλλα μέρη του πλανήτη έχουν αυξήσει την πιθανότητα σημαντικών γεωπολιτικών διαταραχών.
Αλλά και η ΓΣΕΒΕΕ στην ετήσια έκθεσή της σημειώνει ότι, στην παγκόσμια οικονομία έχει διαμορφωθεί ένα πρωτόγνωρο μίγμα αβεβαιότητας που εκκινεί από οικονομικούς παράγοντες, όπως η νομισματική πολιτική και ο πληθωρισμός αλλά και από παράγοντες που εκδηλώνονται εκτός του οικονομικού συστήματος αλλά το επηρεάζουν άμεσα. Η εκδήλωση της πανδημίας COVID-19 επηρέασε φυσικά την παγκόσμια οικονομία σφοδρά και ιδιαίτερα ξαφνικά.
Άφησε μάλιστα παρακαταθήκη το αρνητικό αποτύπωμα του υψηλότερου δημοσίου χρέους για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αλλά και τη διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας η οποία αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Παράλληλα, η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία αποτελεί ένα γεγονός με γεωπολιτική σημασία που επηρεάζει άμεσα τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Οι λόγοι σχετίζονται με την περαιτέρω διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας, την πρόκληση της συνεχιζόμενης αύξησης του ενεργειακού κόστους αλλά και το κόστος των κυρώσεων για τη Ρωσία και για τις χώρες που τις έχουν επιβάλει.
Δύσκολες συνθήκες για την ελληνική οικονομία
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον έντονης ρευστότητας, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει τις δικές της προκλήσεις σε αρκετούς τομείς. Σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΒΕΕ, οι πληθωριστικές πιέσεις ως συνέπεια του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους διαφαίνονται πιο έντονες στη χώρα μας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η πανδημία επηρέασε το ΑΕΠ και τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης το 2020 με την οικονομία να ανακάμπτει το 2021.
Η ανάκαμψη του 2021 και του 2022 επηρέασε θετικά τις προοπτικές του δημοσίου χρέους το οποίο όμως διατηρείται διαχρονικά υψηλά, αποτελώντας μια καίρια μακροοικονομική αδυναμία. Η πρόκληση του δημοσίου χρέους τροφοδοτείται επίσης από την αύξηση του κόστους δανεισμού και τις συνθήκες περιορισμού της ρευστότητας που διαμορφώνονται στην παγκόσμια οικονομία.
Ως εκ τούτου, η αύξηση του κόστους δανεισμού σε συνδυασμό με τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα καταδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει αρκετούς κινδύνους το άμεσο χρονικό διάστημα σε συνδυασμό με τις αρνητικές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Επίσης, η απασχόληση δείχνει να έχει αυξηθεί μέχρι στιγμής θετικά αλλά εξαρτάται διαχρονικά από τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Παράλληλα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δείχνει να είναι διαχρονικά ελλειμματικό αναδεικνύοντας το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου.
Σε συνθήκες αυξημένου ενεργειακού κόστους και πληθωριστικών πιέσεων το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επηρεάζει αρνητικά την κατανάλωση και την παραγωγή, με αυξημένο κίνδυνο ένταξης της ελληνικής οικονομίας σε φαύλο κύκλο υψηλών τιμών και χαμηλής οικονομικής μεγέθυνσης. Ο συνδυασμός των προαναφερθέντων παραγόντων θα εξαρτηθεί και από το ύψος της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής που θα ακολουθήσουν οι κεντρικές τράπεζες και ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Βεβαίως, η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνδυασμό με τις φορολογικές πρόνοιες για την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων αναμένεται να διατηρήσει και να ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο,όπως σημειώνει το ΟΕΕ, οι εξωγενείς παράγοντες όπως η αύξηση του κόστους ενεργείας λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές της Ελλάδας προς τους εμπορικούς εταίρους της Ε.Ε. στο δυσμενές σενάριο που οι ευρωπαϊκές οικονομίες βυθιστούν σε ύφεση.
Ένας πόλεμος, έστω και περιφερειακός, αλλά γειτνιάζοντος στα σύνορα της ΕΕ, αναπόφευκτα επηρεάζει το σύνολο των γεωγραφικά γειτονικών χωρών με την αβεβαιότητα που εμφιλοχωρεί σε μια εμπόλεμη κατάσταση τόσο ως προς την διάρκεια, την εξέλιξη όσο και ως προς τις οικονομικές επιπτώσεις της. Ήδη οι ευρωπαϊκές οικονομίες, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά διαπιστώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου μέσω: α) της μετακίνησης των προσφύγων πολέμου από την Ουκρανία στην Ε.Ε., β) της αύξησης του κόστους ζωής λόγω της αύξησης του πληθωρισμού και γ) της αύξησης του κόστους των ενεργειακών προϊόντων (δεδομένου ότι μία από τις εμπλεκόμενες χώρες, τροφοδοτεί με φυσικό αέριο την πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε.).
Οι πληθωριστικές πιέσεις
Αναμφίβολα,ο πληθωρισμός σήμερα αναδεικνύεται σε ιδιαίτερα σημαντικό μακροικονομικό πρόβλημα για τις Ευρωπαϊκές οικονομίες. Το πρόβλημα του εισαγόμενου πληθωρισμού στην ελληνική οικονομία και η αντιμετώπισή του μέσω συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχει σημαντικές παράπλευρες αρνητικές συνέπειες τόσο για την ιδιωτική κατανάλωση όσο και για τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Πιο συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός μειώνει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των περισσότερο οικονομικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, και κατά συνέπεια και την ιδιωτική κατανάλωση. Ταυτόχρονα, η αύξηση των επιτοκίων, αυξάνει το κόστος του χρήματος και κάνει ακριβότερο τον δανεισμό των επιχειρήσεων για την εξυπηρέτηση των επενδυτικών τους σχεδίων με αποτέλεσμα τη χρονική μετάθεση της υλοποίησης τους στο απώτερο μέλλον (στην καλύτερη των περιπτώσεων) ή και την εξολοκλήρου αναστολή τους (στη χειρότερη των περιπτώσεων).
Όπως σημειώνει το ΟΕΕ στην μελέτη του για τον προϋπολογισμό του 2023, η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, σταδιακά θα «περάσει» και στη λιανική τραπεζική (interest rate pass-through) των χωρών της Ευρωζώνης (αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος), με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων που έχουν συμβασιοποιηθεί σε μεταβλητά επιτόκια (δηλαδή οι τοκοχρεoλυτικές δόσεις των δανείων αυτών συνδέονται με τα επιτόκια της ΕΚΤ ή τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς).
Σε αυτή την περίπτωση, τα ελληνικά νοικοκυριά που έχουν ήδη κάποιο στεγαστικό δάνειο θα αντιμετωπίσουν διαρκώς αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων, για όσο χρονικό διάστημα διαρκέσει η φάση της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Αλλά και για όσους σχεδιάζουν να λάβουν κάποιο νέο στεγαστικό δάνειο για αγορά κατοικίας, αυτό θα γίνει με δυσμενέστερους χρηματοοικονομικούς όρους συγκριτικά με παλαιότερους δανειολήπτες.
Ειδικά τους τελευταίους, η σημερινή αύξηση των επιτοκίων δε θα τους επηρεάσει σημαντικά επειδή οι τοκοχρεωλυτικές δόσεις των στεγαστικών τους δανείων επιβαρύνονται κυρίως από την αποπληρωμή των χρεολυσίων και όχι τόσο των τόκων του δανείου (όταν απομένει μικρό χρονικό διάστημα έως την πλήρη αποπληρωμή του δανείου τους). Δεδομένης της έντονης αβεβαιότητας που υπάρχει, δεν είναι δυνατόν να προδιαγραφεί με ακρίβεια το πόσο χρονικό διάστημα θα διαρκέσει η φάση της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και ως εκ του δεν μπορεί με σαφήνεια να υπολογιστεί η αρνητική επίδραση στις ιδιωτικές επενδύσεις και στην οικονομική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας.
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί
Την ίδια ώρα, η ελληνική οικονομία, είναι ήδη ταλαιπωρημένη τόσο από τα συνεχή προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής (που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010-2018) όσο και από τις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού (Covid-19). Από τον Ιανουάριο του 2020, η πανδημία σάρωσε τα πάντα στο πέρασμα της, με μεγάλο αριθμό θανάτων συνάνθρωπών μας αλλά και με ολοκληρωτικό κλείσιμο – lockdown της οικονομικής δραστηριότητας, για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Σύμφωνα με το ΟΕΕ, η εφαρμογή χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής κατέστη αναγκαία και με την ανοχή των Ευρωπαϊκών θεσμών (προσωρινή άρση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης), οι οικονομικές χρήσεις του 2020 -2022 ήταν ελλειμματικές προκειμένου να μετριαστούν οι αρνητικές επιδράσεις του κορωνοϊού (Covid-19) στην οικονομική δραστηριότητα.
Τώρα που σταδιακά αποκαθίσταται κάποιου είδους κανονικότητα σχετικά με το πρόβλημα της πανδημίας, δέον είναι (όπως ορθώς προβλέπει ο Κρατικός Προϋπολογισμό του 2023) να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σταδιακά στο ενάρετο μονοπάτι της δημοσιονομικής πειθαρχίας ώστε να μην τεθούν σε κίνδυνο τα σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα που επιτευχθήκαν με τεράστιο κόστος σε όρους αύξησης της ανεργίας, μείωσης των εισοδημάτων των μισθωτών και συνταξιούχων (αυτοί κατά κανόνα σήκωσαν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής την περίοδο 2010-2018) και μείωσης του ΑΕΠ.
Αν υπάρχει επίσης κάτι θετικό στην αύξηση του πληθωρισμού αυτό είναι ότι μειώνει «τεχνικά» τον δείκτη Χρέους Γενικής Κυβέρνησης/ΑΕΠ, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές. Ωστόσο, η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αναμένεται σταδιακά να επηρεάσει αυξητικά το επιτοκιακό κόστος δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο για το επίπεδο του Δημοσίου Χρέους όσο και για τη διατηρησιμότητα και αναχρηματοδότησή του. Μένει να δούμε ποια τελικά θα είναι η καθαρή επίδραση (net effect) της αύξησης του πληθωρισμού και της παράλληλης αύξησης των επιτοκίων στο Δημόσιο Χρέος.
Κρίσιμες επισημάνσεις για την οικονομία
Την ίδια ώρα, το ΟΕΕ στην μελέτη του προχωρά και σε μια σειρά εοισημάνσεων, που αφορούν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Πιο αναλυτικά:
Το αυξημένο ενεργειακό κόστος το οποίο έχει μετακυλιστεί στις τιμές των τροφίμων και δη στα βασικά είδη διατροφής, πλήττει κυρίως τα χαμηλότερα εισοδήματα. Οι προβλέψεις για πληθωρισμό της τάξης του 5% το 2023 σημαίνει περαιτέρω αύξηση των τιμών, προσθετικά στο 9,7% που εκτιμάται για το 2022. Αυτό σημαίνει περαιτέρω επιβάρυνση των νοικοκυριών. Αν δεν μπορέσουμε να συγκρατήσουμε τις τιμές στα βασικά είδη διατροφής, αντιλαμβάνεται κάποιος τη δυσανάλογη επιβάρυνση των χαμηλότερων εισοδημάτων.
Οι εκτιμήσεις του προϋπολογισμού βασίζονται σε κάποιες συγκεκριμένες παραδοχές που αφορούν στις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου αλλά και σε βασικές εκτιμήσεις για την εξέλιξη των επενδύσεων και του τουρισμού σε ένα κλίμα σοβαρών κινδύνων που ενέχει μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Επί παραδείγματι, εκτιμάται ότι οι επενδύσεις θα ανέλθουν από το 10% το 2022 στο 15,5%, κάτι το οποίο είναι εφικτό αλλά εξαρτάται, εν πολλοίς, από τη διεθνή συγκυρία που δεν είναι σημαντικά προβλέψιμη αυτή τη στιγμή.
Επίσης, οι εκτιμήσεις αφορούν σε τιμή 120 ευρώ τη μεγαβατώρα για το φυσικό αέριο και 85 δολάρια το βαρέλι Brent. Ουδείς μπορεί να εκτιμήσει με ασφάλεια την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, ή την απρόσκοπτη παροχή φυσικού αερίου παρά τα μέτρα πρόληψης που όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες λαμβάνουν.
Η εξίσωση της διατήρησης μιας σχετικά καλής εικόνας του προϋπολογισμού που δε διογκώνει τα ελλείμματα καθώς η Ελλάδα δεν έχει πάρει ακόμα, λόγω ακριβώς της ενεργειακής κρίσης, επενδυτική βαθμίδα, με ταυτόχρονη στήριξη των οικονομικών μονάδων εν μέσω οικονομικής τρικυμίας, είναι υπόθεση για δύσκολους λύτες.
Η άνοδος των επιτοκίων διεθνώς αλλά και στην Ευρώπη αναμένεται να συνεχιστεί για τη συγκράτηση του πληθωρισμού,περιορίζοντας ωστόσο την ανάπτυξη καθιστώντας τις επενδύσεις ακριβότερες και αυξάνοντας το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος διεθνώς. Στην Ελλάδα, ευτυχώς, το χρέος μας προς τους θεσμούς επιβαρύνεται με επιτόκιο περίπου 1,5%, αλλά ως προς το ιδιωτικό χρέος τα πράγματα είναι δύσκολα. Ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κάποιος τα δάνεια των τραπεζών.
Τα φορολογικά έσοδα του προϋπολογισμού, συνεχίζουν να δεικνύουν έμφαση στους έμμεσους φόρους, οι οποίοι είναι και οι πιο «άδικοι» κοινωνικά, καθώς επιβαρύνουν τα χαμηλότερα εισοδήματα. Η έμφαση στους έμμεσους φόρους, δεν είναι καινούρια, τη βλέπουμε ήδη από τα μνημονιακά χρόνια, καθώς είναι και οι πιο ‘σίγουροι’, φτάνοντας πάνω από 47% των συνολικών εσόδων ενώ οι φόροι εισοδήματος μένουν σχεδόν στάσιμοι, δείχνοντας ότι υπάρχει υστέρηση ως προς τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης η οποία είναι το ζητούμενο επί δεκαετίες.
Πρόσφατα στοιχεία δεικνύουν την κόπωση της οικονομίας. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) υποχώρησε τον Οκτώβριο, καθώς παρατηρείται μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και των νέων παραγγελιών από την εγχώρια και διεθνή αγορά. Ο Δείκτης Οικονομικής Συγκυρίας (ΙΟΒΕ) εμφανίζει σημαντική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, των επιχειρηματικών προσδοκιών και της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, με εξαίρεση τις κατασκευές και το λιανικό εμπόριο.
Διαβάστε ακόμη: