Οι επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος από το Δημόσιο, είναι αυτές που κρατούν σε ανεκτά επίπεδα τους λογαριασμούς ρεύματος.

Βεβαίως η κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής ωφέλησε τους καταναλωτές αφού είχε καταλήξει «εφιάλτης» στις αρχές του 2022, αλλά οι αρχικές ονομαστικές χρεώσεις των λογαριασμών παραμένουν υψηλές.

Αυτό επειδή οι προμηθευτές τιμολογούν πλέον δίκην …Πυθίας αφού (πρέπει να) προβλέπουν ένα 10ήμερο νωρίτερα τα επίπεδα των χονδρεμπορικών τιμών του επόμενου μήνα συνυπολογίζοντας το ρίσκο που χρειάζεται να πάρουν, όχι πάντοτε με επιτυχία.

Παράλληλα το συμπέρασμα που βγαίνει από ένα εξάμηνο νέων συνθηκών στην αγορά είναι πως οι λεγόμενοι «τουρίστες καταναλωτές» δηλαδή όσοι αλλάζουν συνεχώς πάροχο συμπεριφερόμενοι ως γυρολόγοι, μάλλον ευνοήθηκαν!

«Τι κάνουν λοιπόν οι γυρολόγοι; Επιλέγουν τη φθηνότερη τιμή ανά μήνα και συνυπολογίζοντας την κρατική επιδότηση και τις εκπτώσεις των εταιρειών, πληρώνουν τελικά πολύ μικρά ποσά στους λογαριασμούς» μας λέει στέλεχος της ΡΑΕ.

Ένας καταναλωτής που κάθε μήνα, ψάχνει και βρίσκει τον οικονομικότερο πάροχο, τότε στο εξάμηνο θα πλήρωνε μέση τελική τιμή 7,76 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Πιο χαμηλά δηλαδή και από τα επίπεδα των τιμολογίων πριν εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης.

«Άρα τον Σεπτέμβριο θα είχε μηδενική τιμή, τον Ιανουάριο 3 λεπτά ανά κιλοβατώρα και τον Δεκέμβριο 6,5 λεπτά, αντισταθμίζοντας έτσι τις αυξημένες τιμές του φθηνότερου προμηθευτή τον Αύγουστο (14,2 λεπτά), τον Οκτώβριο (12,8 λεπτά) και τον Νοέμβριο (11,5 λεπτά)» λένε από τη ΡΑΕ.

Για πόσο θα συνεχιστεί η «αιμορραγία» με τις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος;

Οι πάροχοι κάνουν αναγκαστικά παιχνίδι με παράγωγα

Λόγω των κρατικών επιδοτήσεων, οι υψηλές χρεώσεις δεν μετακυλίστηκαν στις τελικές τιμές ρεύματος για τα νοικοκυριά.

Ωστόσο, η αλλαγή του μοντέλου αποδείχτηκε τσουχτερή για τις επιχειρήσεις μέσης τάσης, όπου η κρατική ενίσχυση είναι μικρότερη από ό,τι στους οικιακούς καταναλωτές.

«Με το νέο μοντέλο, η ανάγκη πρόβλεψης οδήγησε σε υψηλότερες χρεώσεις ειδικά στην ρευστή σημερινή συγκυρία σκαμπανεβάσματος των τιμών. Είχαμε προτείνει η κατάργηση των ρητρών να γίνει με μία ειδική συνθήκη η οποία να μην αναγκάζει τις εταιρείες να προβλέπουν τη χονδρεμπορική τιμή του επόμενου μήνα. Εναλλακτικά προτείναμε τον καθορισμό ενός πλαφόν στο ποσοστό κέρδους των εταιρειών, δεν εισακουστήκαμε και έχουμε αυτά τα αποτελέσματα» μας λέει μάνατζερ της αγοράς.

Πάντως στο τελευταίο εξάμηνο οι τιμές με τη ρήτρα θα ήταν έως και 27 λεπτά ανά κιλοβατώρα χαμηλότερες από τις χρεώσεις που επέλεξαν οι εταιρίες κάτι που έγινε το Σεπτέμβριο. Τον Αύγουστο, όμως η αναστολή της ρήτρας προκάλεσε ένα τεχνητή 6 λεπτών ανά κιλοβατώρα υπενθυμίζει στέλεχος της ΔΕΗ.

Αν συνέχιζε να ισχύει η ρήτρα, ο μέσος όρος των τιμών 6μηνου της ΔΕΗ θα ήταν 42 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Η ΔΕΗ όμως προβλέποντας την εξέλιξη της χονδρεμπορικής τον επόμενο μήνα, ανακοίνωσε μεσοσταθμικά τιμή στα 52,25 λεπτά ανά κιλοβατώρα.

Για να λέμε την αλήθεια οι πιο πολλές εταιρείες, το γύρισαν στο hedging, ώστε μέσων χρηματοπιστωτικών παραγώγων να αμυνθούν έναντι του κινδύνου μιας απρόβλεπτης εκτίναξης της αγοράς Επόμενης Ημέρας. Αυτό είχε ως συνέπεια στο νέο μοντέλο λιανικής οι προσφορές των προμηθευτών να είναι πάνω από 20% μεγαλύτερες κατά μέσο όρο, σε σχέση με τις χρεώσεις τους αν συνέχιζαν να ισχύουν τα κυμαινόμενα τιμολόγια με τις ρήτρες μας λέει αναλυτής της ΡΑΕ.

Αυτό άλλωστε φαίνεται ξεκάθαρα στην επεξεργασία των τιμοκαταλόγων της ΔΕΗ με βάση τους οποίους το ΥΠΕΝ βγάζει την απαιτούμενη κάθε μήνα επιδότηση, για το 6μηνο Αύγουστος 2022 -Ιανουάριος 2023 που εφαρμόζεται το νέο μοντέλο λιανικής.

«Εάν συνέχιζε να ισχύει η ρήτρα που είχε εισαγάγει η ΔΕΗ στο οικιακό τιμολόγιο, οι χρεώσεις κάθε μήνα θα ήταν μικρότερες από τις χρεώσεις που πραγματικά ανακοίνωσε» λένε στο ΥΠΕΝ.

Ρεύμα: Που θα βρεθούν 8.000 «νέα» μεγαβάτ που μας χρειάζονται με δεδομένη την έλλειψη ρωσικού αεριού;

Αξίζει να ψάχνετε φθηνότερο πάροχο;

Σχεδόν επτά μήνες μετά την εφαρμογή του νέου μοντέλου τιμολόγησης στην λιανική ρεύματος, η εικόνα της αγοράς προμήθειας έχει αλλάξει ριζικά.

Οι καταναλωτές προσπαθούν να πληρώσουν φθηνότερο ρεύμα με κάθε τρόπο και οι «γυρολόγοι» το πέτυχαν.

Λιγότερο από 8 λεπτά την κιλοβατώρα πλήρωσαν το ρεύμα οι καταναλωτές που άλλαξαν 4-5 φορές πάροχο στο εξάμηνο.

Με την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο, οι προμηθευτές είναι πλέον υποχρεωμένοι να ανακοινώνουν στις 20 του κάθε μήνα τις χρεώσεις που θα ισχύουν για τον επόμενο μήνα, προβλέποντας το κόστος που διαμορφώνεται από τη χονδρεμπορική τιμή. Με βάση το νέο μηχανισμό στη λιανική, οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν πάροχο χωρίς κάποιο περιορισμό, ακόμα και κάθε μήνα. Ένας καταναλωτής μπορεί αλλάζει πάροχο σε μηνιαίο επίπεδο, με βάση τη χρέωση του κάθε παρόχου στην κιλοβατώρα, την κάθε φορά πιο ανταγωνιστική επιλογή. Αυτό το σκεπτικό ωφέλησε όσους γυρίζουν και αλλάζουν συνεχώς πάροχο τελικά. Όμως οι πολλοί δεν το ψάχνουν και λίγα νοικοκυριά μπαίνουν στη διαδικασία να αλλάζουν εταιρεία ρεύματος συνεχίζει ο ίδιος αναλυτής της ΡΑΕ.

Γι αυτό άλλωστε τον Οκτώβριο καταγράφεται μείωση στις «μετακινήσεις» κατά 20% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2021.

«Τελικά το νέο μοντέλο προκαλεί μάλλον σύγχυση στους καταναλωτές, κάνοντάς τους διστακτικούς να αλλάξουν εταιρεία, καθώς τίποτα δεν μπορεί να προεξοφλήσει πως ο φθηνός σήμερα προμηθευτής, δεν θα γίνει ακριβότερος τον επόμενο μήνα» λέει ο μάνατζερ της αγοράς και συνεχίζει: «εμείς πάντως οι εταιρείες ακολουθούμε σταθερή τιμολογιακή πολιτική από μήνα σε μήνα, κινούμενοι είτε σε πιο ανταγωνιστικές τιμές κάτω του μέσου όρου, είτε σε υψηλότερες, ανάλογα με το περιβάλλον».

Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ για την Παγκόσμια οικονομία

Απευθείας επιδοτήσεις και όχι κοινωνικό τιμολόγιο προτείνει ο ΟΟΣΑ

Δεν θέλει κοινωνικό τιμολόγιο σε ρεύμα-αέριο και προτείνει απευθείας επιδοτήσεις στα ευάλωτα νοικοκυριά ο ΟΟΣΑ.

Ο Οργανισμός στην έκθεση του προτείνει τη συνταγή του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας ώστε η Ελλάδα να επιταχύνει την επίτευξη των στόχων για μείωση των εκπομπών αέριων ρύπων.

Προκρίνει τελικά την οριζόντια επιβολή φόρου άνθρακα με τιμή κατώφλι στα 120 ευρώ ανά τόνο CO2 σε όλα τα ορυκτά καύσιμα. Με τον τρόπο αυτό σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η Ελλάδα θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές CO2 κατά 16% σε σχέση με το 2021 και να αντλήσει έσοδα 1,8 δις. ευρώ τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν για προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας.

Ο φόρος δε, θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο για την κατανάλωση των ορυκτών καυσίμων και τον περιορισμό των εκπομπών CO2.Στο πλαίσιο αυτό ο Οργανισμός υποδεικνύει και ως πολιτική την κατάργηση του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου (ΚΟΤ) στο ρεύμα για τα ευάλωτα νοικοκυριά.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση: «Η Ελλάδα υποστηρίζει την κατανάλωση ενέργειας των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος κυρίως επιδοτώντας τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας και παρέχοντας ένα επίδομα υπό τον όρο θέρμανσης με ορυκτά καύσιμα. Για την αντιμετώπιση της πρόσφατης αύξησης των τιμών της ενέργειας, η Ελλάδα επέκτεινε τα υφιστάμενα μέτρα και παρείχε αρκετές πρόσθετες επιδοτήσεις, κυρίως οριζόντιες επιδοτήσεις που καθιστούν φθηνότερη την ενέργεια που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα», περιγράφει και αντιπροτείνει τις απευθείας επιδοτήσεις των νοικοκυριών.

Η αντικατάσταση των επιδοτήσεων τιμών με άμεση ενίσχυση του εισοδήματος που δεν συνδέεται με την ποσότητα ή το είδος του καυσίμου που χρησιμοποιείται θα ενθαρρύνει καλύτερα την εξοικονόμηση ενέργειας και τη στροφή σε καθαρότερους τύπους καυσίμων.

Για παράδειγμα, λέει ο ΟΟΣΑ, η μετατροπή της επιδότησης που λαμβάνουν τα νοικοκυριά μέσω των κοινωνικών τιμολογίων σε άμεση επιδότηση του εισοδήματος σημαίνει ότι θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά την υπάρχουσα ενεργειακή τους κατανάλωση, ενώ η εξοικονόμηση ενέργειας θα απέφερε μεγαλύτερα κέρδη στο διαθέσιμο εισόδημα.

Μόνο περίπου το ένα τρίτο των αποδεκτών ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος το 2018 έλαβαν κοινωνικά τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, θυμίζει ο ΟΟΣΑ.

Οι στοχευμένες μεταφορές εισοδήματος μπορούν να διασφαλίσουν ότι η υποστήριξη φτάνει στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Η αναδιανομή των εσόδων από τις υψηλότερες τιμές του άνθρακα θα προστατεύσει τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα από την αύξηση του κόστους ζωής.

Τα σενάρια του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η εναρμόνιση και η αύξηση των τιμών για τις εκπομπές CO2 που σχετίζονται με την ενέργεια σε τουλάχιστον 120 ευρώ ανά τόνο θα αύξανε τα μηνιαία έξοδα των νοικοκυριών κατά 68 ευρώ κατά μέσο όρο. Τα ευάλωτα νοικοκυριά θα επηρεαστούν δυσανάλογα καθώς δαπανούν μεγαλύτερο μερίδιο του προϋπολογισμού τους στην ενέργεια.

Για παράδειγμα, ενώ το κόστος για τα νοικοκυριά του 20% με τα υψηλότερα εισοδήματα θα αυξηθεί κατά περίπου 3%, τα φτωχά νοικοκυριά θα πρέπει να πληρώσουν περίπου 11% περισσότερα για να διατηρήσουν την κατανάλωση.

«Τα πρόσθετα έσοδα από την εφαρμογή μιας ελάχιστης τιμής άνθρακα θα ήταν αρχικά υπεραρκετά για να αντισταθμίσουν το υψηλότερο κόστος ζωής των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα μέσω μεταβιβάσεων εισοδήματος. Με την πάροδο του χρόνου, τόσο οι δυσμενείς επιπτώσεις στο εισόδημα όσο και τα πρόσθετα έσοδα θα μειωνόταν καθώς η κατανάλωση γίνεται λιγότερο έντονη σε εκπομπές CO2», καταλήγει η έκθεση.

Διαβάστε ακόμη: