Τις «σάρκες» της υγιούς οικονομίας τρώνε χιλιάδες επιχειρήσεις που έχουν μετατραπεί σε «ζόμπι», λόγω βαριάς κληρονομιάς των κόκκινων δανείων.

Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, είτε βρίσκεται στις τράπεζες είτε σε servicers και funds, καθώς και η πυκνότητα των εταιρειών «ζόμπι» αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, επισημαίνει ανάλυση του ΙΟΒΕ.

Παρά τη μείωση που κατέγραψαν τα επιχειρηματικά Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (ΜΕΑ) μετά την κορύφωσή τους το 2013 και 2015, όπως και οι εταιρείες «ζόμπι» παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ειδικά σε επιμέρους τομείς δραστηριότητας.

Όπως τονίζουν οι αναλυτές του ΙΟΒΕ, η παρατεταμένη παρουσία κόκκινων επιχειρηματικών δανείων και εταιρειών «ζόμπι» αποτελούν εμπόδιο στις προοπτικές επενδύσεων και απασχόλησης, ενώ επιδρούν αρνητικά στην παραγωγικότητα και την αποτελεσματική κατανομή των πόρων.

Υποχώρησαν μεν αλλά…

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στους ισολογισμούς των τραπεζών έχουν υποχωρήσει κατά 85% την περίοδο 2016-2022, από 58 δισ. ευρώ (47,0% του συνόλου των δανείων προς ΜΧΕ) το 2015 στα 8,9 δισ. ευρώ (8,1%) το 2022.

Ωστόσο, η μεγάλη υποχώρηση των ΜΕΑ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε διαγραφές, πωλήσεις και τιτλοποιήσεις κατά την περίοδο 2016- 2022 και σε μικρότερο βαθμό σε οργανική βελτίωση.

Έτσι, το μεγαλύτερο απόθεμα από τα ΜΕΑ που μετακινήθηκε εκτός τραπεζικών ισολογισμών, βρίσκεται υπό τη διαχείριση των servicers, και ανερχόταν σε 33,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022.

Ως αποτέλεσμα, τα επιχειρηματικά ΜΕΑ στο σύνολο της οικονομίας έχουν υποχωρήσει μόνο κατά 28% την περίοδο 2016-2022, σε περίπου 42 δισ. ευρώ το 2022.

Τα ΜΕΑ απορροφούν ένα σημαντικό μερίδιο χρηματοοικονομικών και φυσικών πόρων στην οικονομία μέσω των εξασφαλίσεων.

Το ύψος των εξασφαλίσεων, που αφορά σε όρους αξίας κυρίως (κατά 85%) σε επαγγελματικά (53%) και οικιστικά ακίνητα (32%), και σχετίζεται στενά με το επίπεδο του ποσοστού ανάκτησης των ΜΕΑ, αγγίζει τα 19,8 δισ. ευρώ ή 47% των συνολικών ΜΕΑ, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται στο 9,5%.

Συνεπώς, αναφέρει το ΙΟΒΕ, η ταχύτερη διευθέτηση των προβληματικών δανείων, δύναται να αποδεσμεύσει σημαντικούς χρηματοοικονομικούς και φυσικούς πόρους και η ανακατανομή που θα προκύψει προς πιο παραγωγικές κατευθύνσεις, είναι δυνατό να συμβάλει σε ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση.

Πόσα και πού είναι τα «ζόμπι»

Το εκτιμώμενο ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» εμφάνισε αύξηση από το 10% έως το 18,6% στο χρονικό διάστημα 2005- 2013 και αποκλιμάκωση έκτοτε, έως και 8,9% το 2022.

Σε σχέση με την τάξη μεγέθους των επιχειρήσεων βάσει κύκλου εργασιών, παρατηρείται υψηλότερο ποσοστό «ζόμπι» επιχειρήσεων στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, με την τάση να είναι πτωτική μετά το 2013 σε όλες τις τάξεις μεγέθους.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην περίοδο 2005-2016, το ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» ήταν υψηλότερο στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους σε σχέση με τις μικρομεσαίες. Οι περισσότερες εταιρείες «ζόμπι» με ποσοστά άνω του μέσου όρου, βρίσκονται στους κλάδους:

  • Κατασκευές,
  • Καταλύματα
  • Εστίαση
  • Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας

Παράλληλα, ο βαθμός συγκέντρωσης παγίου κεφαλαίου σε εταιρείες «ζόμπι» ήταν υψηλότερος του μέσου όρου της οικονομίας σε τομείς όπως:

  • η Μεταποίηση,
  • η Ενέργεια
  • η Μεταφορά και Αποθήκευση
  • η Ενημέρωση και Επικοινωνία
  • η Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας
  • οι Επαγγελματικές και Τεχνικές Δραστηριότητες

Εξετάζοντας το ύψος των υποχρεώσεων προς τράπεζες των ΜΧΕ, ο τομέας των Κατασκευών εμφανίζει συστηματικά τις υψηλότερες υποχρεώσεις από επιχειρήσεις «ζόμπι», ειδικότερα από το 2008 και μετά οπότε ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση.

Επίσης, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις «ζόμπι» στους τομείς της Μεταποίησης και του Εμπορίου εμφάνιζαν συστηματικά αξιοσημείωτο ύψος υποχρεώσεων προς τις τράπεζες.

Διαπιστώσεις και συμπεράσματα

Η ποσοτική ανάλυση του ΙΟΒΕ αναδεικνύει πέντε βασικά ευρήματα:

  • Πρώτον, οι υγιείς επιχειρήσεις εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις από τις εταιρείες «ζόμπι», σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης, αλλά και επιπέδου παραγωγικότητας.
  • Δεύτερον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρείες «ζόμπι» επηρεάζει αρνητικά τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στις υγιείς επιχειρήσεις σε ορισμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
  • Τρίτον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρείες «ζόμπι» αναγκάζει τις υγιείς επιχειρήσεις να αυξήσουν το ελάχιστο επίπεδο παραγωγικότητας που απαιτείται για να επιβιώσουν.
  • Τέταρτον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε επιχειρήσεις «ζόμπι» εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου σε πιο παραγωγικές επενδύσεις μεταξύ των επιχειρήσεων και τομέων δραστηριότητας.
  • Πέμπτον, οι νεότερες σε ηλικία και μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις εμφανίζουν εν γένει καλύτερες επιδόσεις, σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης, αλλά και επιπέδου παραγωγικότητας.

Στο πλαίσιο αυτό, προτεραιότητες πολιτικής με σκοπό την ταχεία και αποτελεσματική μείωση των ΜΕΑ και του αριθμού των εταιρειών «ζόμπι» αναμένεται να βελτιώσουν την ταχύτητα και το εύρος κάλυψης του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, επισημαίνει το ΙΟΒΕ.

Διαβάστε ακόμη: