Aνεπίδεκτα είσπραξης θα χαρακτηρίζονται χρέη προς την εφορία που έχουν δυσκολίες στην είσπραξή τους, ακόμα και αν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία, ορισμένης αξίας στο όνομα του οφειλέτη, σύμφωνα με την νέα απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή.

Με τον τρόπο αυτό, θα αυξηθεί το τμήμα των ληξιπρόθεσμων χρεών προς την Εφορία, το οποίο δεν αποπληρώνεται και έχει χαρακτηριστεί ως «ανεπίδεκτο είσπραξης» και το οποίο σήμερα ανέρχεται σε 26,3 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με την απόφαση, η οποία ισχύει από τις 5 Ιουνίου 2024, τίθεται όριο περιουσιακών στοιχείων, μέχρι το οποίο, μπορεί μια οφειλή να χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτη και να μπει στο «αρχείο», ακόμα και αν ο οφειλέτης έχει κάποια περιουσιακά στοιχεία.

Μέχρι τώρα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο χαρακτηρίζονταν ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

  1. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες από την ΑΑΔΕ και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων.
  2. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης.
  3. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της ΑΑΔΕ, ο οποίος πιστοποιεί, ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.

Λίγη περιουσία δεν βλάπτει

Με τη νέα απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ προστίθενται και νέα κριτήρια, για τον χαρακτηρισμό μιας οφειλής ως «ανεπίδεκτης είσπραξης», όπως είναι η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων.

Έτσι,, ακόμη κι αν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία στο όνομα του οφειλέτη ή των συνυπόχρεων προσώπων θα χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης οι οφειλές, εφόσον σύμφωνα με την απόφαση, για τα περιουσιακά αυτά στοιχεία συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  1. Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων «είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ». Ως αξία λαμβάνεται υπόψη αυτή που προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ, όπως αυτό προκύπτει από την τελευταία συντεθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, ή από την έκθεση κατάσχεσης. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων.
  2. Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης.
  3. Αν πρόκειται για οφειλές επιχειρήσεων, ως ανεπίδεκτες είσπραξης θα μπορούν να χαρακτηρίζονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, όταν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον 10 ετών από την υπαγωγή της επιχείρησης του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, η οποία δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ.
  4. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι άλλες προϋποθέσεις, αλλά η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης θα χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών.
  5. Ο υπολογισμός της αξίας του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας γίνεται με βάση βεβαίωση του εκκαθαριστή και οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται μόνο για οφειλές που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο έως την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους, και έχουν αναγγελθεί σε αυτή.
  6. Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεο πρόσωπο απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του οφειλέτη καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά, στην περίπτωση αυτή, για το χαρακτηρισμό οφειλής ως «ανεπίδεκτης είσπραξης», δεν απαιτείται έρευνα και επίσπευση της διαδικασίας είσπραξης σε βάρος των λοιπών κληρονόμων του αποβιώσαντος.