Μπορεί ο πόλεμος στην Ουκρανία να συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, αλλά οι δρόμοι για την εξαγωγή σιτηρών από την εν λόγω χώρα και τη Ρωσία ουσιαστικά έχουν ανοίξει, με αποτέλεσμα οι αγορές πλέον της Ευρώπης, να μην έχουν έλλειμμα τροφοδοσίας.
Οι τιμές πλέον στις περισσότερες αγορές έχουν σημειώσει κατακόρυφη πτώση από τα υψηλότερα επίπεδα στα οποία είχαν διαμορφωθεί πέρυσι, καθώς ο εφοδιασμός είναι ελεύθερος.
Από την ομαλοποίηση των εξαγωγών από τις δύο χώρες της εμπόλεμης ζώνης, ωφελήθηκε τα μέγιστα η Ελλάδα, συν το γεγονός ότι οι σοδειές σε Ρουμανία και Βουλγαρία ήταν πολύ καλές και διευκόλυναν σε μεγάλο βαθμό τις προμήθειες που ζητούσε η ελληνική αγορά.
Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι το γεγονός ότι οι τιμές των σιτηρών είχαν ήδη σημειώσει σημαντική άνοδο και πριν την έναρξη του πολέμου, ο οποίος εν συνεχεία, όταν ξέσπασε, οδήγησε σε ένα πρωτοφανές ράλι τιμών, που έφτασαν μέχρι και τα 450 δολάρια ανά τόνο!
Σήμερα, οι τιμές έχουν αποσυμπιεστεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς μιλάμε πλέον για τιμές 240-280 ανά τόνο για την παλιά σοδειά, καθώς αυτό το χρονικό διάστημα είναι ακριβώς το λεγόμενο “λευκό διάστημα’ για την Ευρώπη, καθώς αναμένεται η νέα συγκομιδή, από την ποσότητα και την ποιότητα της οποίας (υγρασία κλπ.) θα καθοριστούν και οι νέες τιμές, ανάλογα βέβαια με την γενικότερη διεθνή ζήτηση σιτηρών
Το θέμα είναι ότι, ενώ οι τιμές έχουν πέσει στα προαναφερόμενα επίπεδα, σε επίπεδο τιμών λιανικής των προϊόντων που παράγονται από άλευρα, όχι μόνο δεν υπήρξε μείωση μέχρι τώρα, αλλά, αντιστρόφως καταγράφονται συνεχείς αυξήσεις!
Δηλαδή, όχι μόνο δεν υπήρξε μείωση των τιμών στα προ του πολέμου επίπεδα, αλλά καταγράφονται σημαντικές και ανεξέλεγκτες αυξήσεις, ειδικά σε προϊόντα αρτοποιίας, όχι μόνο του ψωμιού και ειδικότερα αρτοσκευασμάτων κάθε είδους, τα οποία και έχουν ευρύτατη κατανάλωση – οικιακή, ξενοδοχείων.
Τα προϊόντα αυτά παράγονται από παραδοσιακούς φούρνους, ζαχαροπλαστεία, εργαστήρια και αλυσίδες αρτοποιημάτων και ζαχαροπλαστικής.
Πρόκειται όχι για δραστηριότητες που εύλογα χρειάζεται να έχουν ικανοποιητικά ποσοστά μικτού ή καθαρού κέρδους, αλλά εδώ μιλάμε για καραμπινάτη κερδοσκοπία, σε βάρος όλων των κοινωνικών στρωμάτων και ειδικότερα των πλέον αδύναμων οικονομικά.
Το άλλο μεγάλο μέτωπο προέρχεται από τις βιομηχανίες ζυμαρικών και εν γένει βιομηχανίες τροφίμων που χρησιμοποιούν είτε ως βάση είτε προσθετικά, αλεύρι ή υποπροϊόντα του στις δραστηριότητές τους και την παραγωγή τους.
Η πτώση των τιμών δεν πέρασε καν στις τελικές τους τιμές, με ελάχιστες περιορισμένου εύρους και αριθμού προϊόντων εξαιρέσεις και αυτές για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα λίγων ημερών ή εβδομαδιαίων προσφορών.
Ο μεγαλύτερος αριθμός κωδικών όμως παραμένει με υπολογισμένες τις ανώτερες τιμές του σιταριού ή των αλεύρων που προμηθεύονταν, αποφέροντας μεγάλα κέρδη, “ουρανοκατέβατα” και εδώ! Και αφορολόγητα, ως έκτακτα.
Παράγοντες της αγοράς αλεύρων, μιλούν για “ένα μεγάλο πάρτι κερδών”, το οποίο δεν υπάρχουν δυστυχώς μηχανισμοί, αλλά και βούληση να εντοπιστεί και να το περιοριστεί τουλάχιστον και το οποίο πλήττει ευθέως τα εισοδήματα και γιγαντώνει σε μεγάλο βαθμό τον πληθωρισμό στη χώρα μας.
Παράγοντες της βιομηχανίας αλεύρων, με τους οποίους μιλήσαμε, διατείνονται ότι οι ίδιοι έχουν περάσει την πτώση των τιμών στα τιμολόγια προς τους πελάτες τους, μεγάλους και μικρούς, αλλά διαπιστώνουν και οι ίδιοι ότι ελάχιστα έχει περάσει η μείωση αυτή και στο ράφι και στην τελική τιμή των προϊόντων.
Προειδοποιούν δε, ότι, ναι μεν σταδιακά θα φανεί περισσότερο στον καταναλωτή η όποια μεγαλύτερη μείωση περάσει για λόγους ανταγωνισμού στον τελικό καταναλωτή, αλλά οι τιμές προ του πολέμου, δεν πρόκειται να επανέλθουν.
Και αυτό γιατί το κόστος του χρήματος είναι απαγορευτικό πλέον, το ενεργειακό κόστος παραμένει υψηλό, παρά την πτώση του και τα μεταφορικά παραμένουν επίσης σε υψηλά επίπεδα.
Τέλος, τα μηνύματα που έρχονται από τις μεγάλες σιτοπαραγωγικές χώρες, συνηγορούν προς το παρόν ότι η νέα σοδειά θα είναι μεγαλύτερη εφέτος, γεγονός που αν επιβεβαιωθεί, θα επιφέρει περαιτέρω ομαλοποίηση των τιμών, σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα.