Βραδυφλεγής βόμβα για το μελλοντικό εισόδημα εκατοντάδων χιλιάδων αυτοαπασχολουμένων αλλά και μισθωτών. Οι μεν επιλέγουν συστηματικά και με συντριπτικά ποσοστά πλειοψηφίας να πληρώνουν το λιγότερο δυνατό για την ασφάλισή τους, αλλά έτσι περικόπτουν τη μελλοντική τους σύνταξη. Και οι δε, συμβιβάζονται με το να εισπράττουν ένα τμήμα του πραγματικού μισθού τους «κάτω από το τραπέζι» ώστε να διευκολύνουν τον εργοδότη να πληρώνει λιγότερες εισφορές, με αντάλλαγμα τις υψηλότερες καθαρές αποδοχές. Οι συνέπειες αποτυπώνονται στο ύψος της σύνταξης: Ο… επιμένων στις ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπει ο νόμος για τους αυτοαπασχολούμενους δεν μπορεί να προσβλέπει σε τετραψήφια σύνταξη, όσα χρόνια και αν ασφαλιστεί. Τα 30 χρόνια ασφάλισης, με σημερινά δεδομένα, «βγάζουν» σύνταξη 623 ευρώ, ενώ χρειάζεται κανείς να ανέβει στα 40 χρόνια για να πάρει σύνταξη 837 ευρώ, πάντοτε μεικτά.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του e-ΕΦΚΑ –τα τελευταία αφορούν τον Μάρτιο του 2025– αποδεικνύουν ότι, τουλάχιστον στις τάξεις των αυτοαπασχολουμένων, η επιλογή της ασφαλιστικής κατηγορίας γίνεται με κριτήριο τις σημερινές και όχι τις μελλοντικές ανάγκες. Σε σύνολο 1,4 εκατ. αυτοαπασχολούμενων, οι 164.530 επιλέγουν την ειδική (είναι η χαμηλότερη) κατηγορία, ενώ οι 972.436 προτιμούν την 1η, που περιορίζει τη μηνιαία επιβάρυνση περίπου στα 250 ευρώ. Δηλαδή, οι 8 στους 10 επιλέγουν το «φθηνότερο δυνατό». Πώς λειτουργεί στην πράξη αυτή η επιλογή; Από τα 244,65 ευρώ που πληρώνουν κάθε μήνα όσοι εγγράφονται στην 1η κατηγορία, μόλις τα 180,65 ευρώ πηγαίνουν για τη σύνταξη και τα υπόλοιπα 64 ευρώ για τις εισφορές υγείας. Αυτό το ποσό των 180,65 ευρώ πολλαπλασιάζεται επί πέντε και βγάζει τον συντάξιμο μισθό των 905 ευρώ. Με τόσο χαμηλό συντάξιμο μισθό είναι πολύ δύσκολο να ανέβει η σύνταξη ψηλά. Ενα παράδειγμα: Με 30 χρόνια ασφάλισης, ο συντελεστής αναπλήρωσης (είναι αυτό που πολλαπλασιάζεται με τον συντάξιμο μισθό για να βγει το αναλογικό κομμάτι της σύνταξης) δεν ξεπερνά το 26,5%. Ετσι, ακόμη και αν συνυπολογιστεί η εθνική σύνταξη, το ποσό που θα απομείνει στην τσέπη του επαγγελματία όταν θα συνταξιοδοτηθεί δεν θα υπερβαίνει τα 600 ευρώ καθαρά.
Κάθε χρόνο οι ασφαλιστικές εισφορές αναπροσαρμόζονται με βάση τον πληθωρισμό. Ετσι, αυξάνεται και ο συντάξιμος μισθός και η ονομαστική σύνταξη. Ομως αυτό δεν έχει πρακτικό αποτέλεσμα για την αγοραστική δύναμη του ασφαλισμένου, καθώς ανάλογα αυξάνεται και το κόστος ζωής. Αντίστοιχη είναι η «μοίρα» και αυτών που επιλέγουν να αμείβονται φανερά με τον κατώτατο μισθό και να εισπράττουν τα υπόλοιπα με «μαύρα».
Το γεγονός ότι οι νέες συντάξεις που εκδίδονται είναι χαμηλότερες από τις υφιστάμενες οφείλεται ακριβώς στον νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη ότι λαμβάνεται υπόψη όλος ο ασφαλιστικός βίος τους για τον υπολογισμό της σύνταξης και αυτό οδηγεί στο φαινόμενο οι χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές να επιλέγονται επί μακρόν. Η βελτίωση της κατάστασης απαιτεί χρόνο, όποια και αν είναι η απόφαση. Μπορεί να είναι η επιλογή υψηλότερης ασφαλιστικής κατηγορίας, μπορεί να είναι η σύναψη μιας ιδιωτικής ασφάλισης για να συμπληρωθεί το εισόδημα ή το εφάπαξ κατά την ώρα της συνταξιοδότησης, μπορεί επίσης να είναι η συμπληρωματική ασφάλιση σε ένα επαγγελματικό ταμείο, θεσμός όμως ο οποίος δεν είναι διαδεδομένος στην Ελλάδα.