Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αισθανόταν δικαιωμένο την περασμένη εβδομάδα από τον καταιγισμό εγκωμιαστικών δημοσιευμάτων έγκυρων διεθνών εντύπων (Financial Times, Economist και Die Zeit) για την ελληνική οικονομία. Ετσι, στον προϋπολογισμό του 2025, που ψηφίζεται στη Βουλή, δεν αμφιβάλλει για την ορθότητα της συνταγής συνέχισης της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων: 2,5% του ΑΕΠ φέτος και 2,4% του ΑΕΠ το 2025.

«Οχι» σε πρόσθετες παροχές

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, χωρίς επιπλέον παροχές, πέραν όσων έχουν ήδη ανακοινωθεί, στο επίκεντρο της σημερινής συζήτησης θα είναι ασφαλώς οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τις τράπεζες. Σύμφωνα με όσα έχουν προαναγγελθεί από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, επίκειται μείωση των τραπεζικών προμηθειών, ενώ θα γίνουν παρεμβάσεις με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού και το κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων (που είναι τα χαμηλότερα στην Ευρώπη) και χορηγήσεων. Επίσης προβλέπεται αύξηση του ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα των τραπεζών ως κίνητρο για την αύξηση της προσφοράς κατοικιών στην αγορά.

Τα στελέχη του επιτελείου αντικρούουν την άποψη που διατυπώνεται ότι τα πλεονάσματα θα μπορούσαν να χαμηλώσουν, προκειμένου να ενισχυθούν π.χ. οι επενδύσεις. Σημειώνουν ότι οι πρώην μνημονιακές χώρες Κύπρος, Ιρλανδία και Πορτογαλία, αν και με πολύ χαμηλότερο χρέος από την Ελλάδα, έχουν πλεονάσματα ακόμη και στο ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης, όπου η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει έλλειμμα (0,7% του ΑΕΠ φέτος και 0,6% του ΑΕΠ το 2025). Μάλιστα αναφέρουν ότι οι Βρυξέλλες ενθαρρύνουν την Ελλάδα να περάσει κι αυτή σε πλεονάσματα στο ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης.

Στο πλαίσιο αυτής της πορείας δημοσιονομικής εξυγίανσης, η κυβέρνηση προεξόφλησε την Παρασκευή χρέος 7,935 δισ. ευρώ του πρώτου μνημονίου, παραμένοντας ωστόσο με ένα μαξιλάρι διαθεσίμων 32 δισ. ευρώ.

Το έλλειμμα επενδύσεων

Στις επενδύσεις, πάντως, η ανάγκη είναι αναμφισβήτητη και οι προβλέψεις των προϋπολογισμών τα τελευταία χρόνια διαψεύδονται προς το χειρότερο συστηματικά. Φέτος ο προϋπολογισμός προβλέπει ότι θα αυξηθούν κατά 6,7%, ενώ πριν από ένα χρόνο ο προϋπολογισμός του 2024 προέβλεπε αύξηση κατά 15,1%. Για το 2025 προβλέπεται αύξηση κατά 8,4%.

Το χαμήλωμα του πήχυ των επενδύσεων και των εξαγωγών, λόγω και των εξωγενών συνθηκών, χαμήλωσε και τον ρυθμό ανάπτυξης, που προβλέπεται ότι θα κλείσει φέτος στο 2,2%, αντί του 2,9% που προβλεπόταν πριν από ένα χρόνο. Ωστόσο παραμένει σε ένα επίπεδο πολύ υψηλότερο από της Ευρωζώνης, για την οποία η ΕΚΤ την περασμένη Πέμπτη προέβλεπε ότι θα περιοριστεί στο ασθενικό 0,5%.

Ανάπτυξη και δημοσιονομικές επιδόσεις είναι οι δύο βασικοί λόγοι για τους οποίους οι οικονομικοί αναλυτές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μιλούν για την «εκδίκηση» της Νότιας Ευρώπης, έναντι των μέχρι πρότινος τιμητών του Βορρά, με την Ελλάδα να πρωταγωνιστεί. Ο Economist της απένειμε το χάλκινο μετάλλιο μεταξύ των οικονομιών με τις καλύτερες επιδόσεις το 2024, μετά την Ισπανία και την Ιρλανδία και μαζί με τη Δανία. Οι Financial Times χαρακτήριζαν την ελληνική περίπτωση success story, επικαλούμενοι το γεγονός ότι η χώρα έφθασε να δανείζεται φθηνότερα από τη Γαλλία. Αντί να βασανίζεται στη «φυλακή του χρέους», όπως είχε εκτιμήσει ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, η Ελλάδα κατάφερε να αναπτύσσεται γρηγορότερα από την Ευρωζώνη και να πετυχαίνει τα πρωτογενή πλεονάσματα που της ζητήθηκαν από τους δανειστές της, έγραφε η εφημερίδα.

Ομως, αν ο προϋπολογισμός έχει κάποια σημασία ως κορυφαία στιγμή συζήτησης για την οικονομία κάθε χρόνο, αυτή δεν αφορά μόνο το δημοσιονομικό ισοζύγιο και το ΑΕΠ.

Τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ακόμη απόσταση να καλυφθεί σε ό,τι αφορά τη σύγκλιση και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, επισημαίνοντας ότι στην κατεύθυνση αυτή ο προϋπολογισμός προβλέπει μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και άλλα μέτρα στήριξης του εισοδήματος.

Οπως μεταδίδουν τα ίδια στελέχη, η μείωση της φορολογίας και κυρίως των ασφαλιστικών εισφορών, με επίκεντρο τη μεσαία τάξη, θα είναι η κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί και τα επόμενα χρόνια η κυβέρνηση, ανάλογα με τα περιθώρια του προϋπολογισμού. Μάλιστα προκρίνουν τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς επωφελούνται από αυτές τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες.

Μείωση ασφαλιστικών εισφορών, αλλά μόνο για τα χαμηλά εισοδήματα, είχε προτείνει πρόσφατα και ο ΟΟΣΑ στην έρευνά του για την ελληνική οικονομία. Τις άλλες προτάσεις του, για μείωση του αφορολογήτου, καθώς και για μετάταξη προϊόντων που δεν έχουν σχέση με τη λαϊκή κατανάλωση από τον συντελεστή 13% στο 24%, διαβεβαιώνουν ότι δεν προτίθεται να τις υιοθετήσει η κυβέρνηση. Σπεύδουν να σημειώσουν, βεβαίως, ότι αυτή η συνταγή του ΟΟΣΑ είναι αντίθετη με τις προτάσεις της αντιπολίτευσης για μείωση του ΦΠΑ.

Διαβάστε ακόμη