Καταδικασμένες να φυτοζωούν είναι οι επιχειρήσεις που έχουν καταφέρει να εξυγιανθούν και να εξυπηρετούν με συνέπεια τα ρυθμισμένα δάνειά τους, καθώς μετά την εξυγίανση βρίσκονται πλήρως αποκομμένες από κάθε παροχή χρηματοδότησης, αφού οι τράπεζες δεν μπορούν και οι servicers δεν θέλουν να τις δανείσουν!

Έτσι, ακόμη και επιχειρήσεις με ισχυρό brand και πολυετή επιτυχημένη διαδρομή, όπως πρόσφατα η Αλουμύλ Μυλωνάς αναφέρουν ότι χάνουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους.

Παρά τις προσπάθειες να διαμορφωθεί κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, που θα διασφαλίζει ότι μετά τη ρύθμιση των δανείων της μια επιχείρηση θα μπορεί να αντλεί κεφάλαια κίνησης και επενδυτικά για τις δραστηριότητές της, ώστε να μην αποδεικνύεται η εξυγίανση δώρον άδωρον, το πρόβλημα παραμένει άλυτο και έχει προσλάβει δυναμική επικίνδυνης διόγκωσης, καθώς είναι τεράστια τα δάνεια επιχειρήσεων και επαγγελματιών που έχουν περάσει στους servicers και αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των ρυθμίσεων.

Οι χρηματοπιστωτικοί φορείς -τράπεζες και servicers- διαχειρίζονται το πρόβλημα των κόκκινων δανείων με μυωπικό τρόπο και με γνώμονα τη στενή αντίληψη για τα συμφέροντά τους: οι τράπεζες βιάζονται να «ξεφορτωθούν» προβληματικά δάνεια και τα μεταφέρουν στους servicers, τα δάνεια μπορεί να ρυθμίζονται, οι επιχειρήσεις να τα εξυπηρετούν, αλλά να μένουν επ’ αόριστον αποκομμένες από κάθε χρηματοδότηση, αφού βρίσκονται προ πολλού στη «μαύρη λίστα» των τραπεζών, ενώ οι servicers θα μπορούσαν να αναλαμβάνουν τη χρηματοδότηση μετά την εξυγίανση, αλλά απλώς… αρνούνται να το κάνουν, θέλοντας να μείνουν προσηλωμένοι στη διαχείριση των παλαιών δανείων, που είναι επικερδέστερη και πολύ πιο ασφαλής.

Το νομοθετικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια επιτρέπει μεν στους servicers να αναλάβουν το ρόλο του τραπεζίτη για τις προβληματικές επιχειρήσεις που ρύθμισαν τις οφειλές τους, όμως αφήνει στη δική τους διακριτική ευχέρεια αν θα αναλάβουν και αυτή τη λειτουργία και δεν εξαρτάται η χορήγηση άδειας από το αν θα δεχθούν να χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις. Ο νόμος επιτρέπει στις εταιρείες διαχείρισης να λαμβάνουν ειδική άδεια χρηματοδοτικού φορέα ακριβώς για το σκοπό αυτό, αλλά όλες οι αδειοδοτημένες εταιρείες διαχείρισης, συνολικά 23, έχουν αποφύγει να μπουν σε αυτή τη δραστηριότητα.

Πολλά επιχειρήματα ακούγονται για να δικαιολογηθεί αυτή η άρνηση: ότι οι εταιρείες διαχείρισης δεν έχουν υποδομή τράπεζας και δεν έχουν ή δεν θέλουν να δεσμεύσουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να χορηγούν δάνεια, ότι υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργούν νέα προβληματικά δάνεια, αυτή τη φορά σε χαρτοφυλάκια των servicers κ.ο.κ. Ή, απλούστερα, όπως λένε οι επικριτές των servicers, οι εταιρείες διαχείρισης προτιμούν την ασφαλή και πολύ προσοδοφόρα διαχείριση δανείων, αδιαφορώντας για την επιχειρηματική πορεία ακόμη και των εταιρειών που αποδεικνύονται απόλυτα συνεπείς στην εξυπηρέτηση των δανείων τους.

Σε αυτή τη συζήτηση, που έχει ανοίξει εδώ και αρκετό καιρό, πριν αρχίσουν να εμφανίζονται τα πρώτα προβλήματα χρηματοδοτικής ασφυξίας σε επιχειρήσεις που εξυγιάνθηκαν, έχει παρέμβει ήδη από τον Νοέμβριο του 2021 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αποδίδοντας εμμέσως πλην σαφώς ευθύνες στις εταιρείες διαχείρισης για την άρνησή τους να αξιοποιήσουν τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Μιλώντας στη γενική συνέλευση της Ένωσης των servicers, ο διοικητής της ΤτΕ είχε τονίσει ότι:

  • Είναι σημαντικό οι Εταιρείες Διαχείρισης να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης σε πιστούχους, ή σε πιο αποτελεσματική διαχείριση του ενεχύρου -όπου αυτό είναι απαραίτητο- ώστε να διευκολυνθούν οι πιστούχοι αυτοί να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ότι, έως τώρα, καμία από τις εταιρείες διαχείρισης δεν έχει κάνει αίτημα για λήψης άδειας –κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 4354/2015- που θα επιτρέπει την αναχρηματοδότηση επιχειρήσεων. Διότι σε αρκετές περιπτώσεις βιώσιμων επιχειρήσεων, η παροχή ρευστότητας στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης οφειλών είναι απαραίτητη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι δεκάδες τα δισεκατομμύρια των επιχειρηματικών δανείων, πάνω από 33 δισ., που έχουν περάσει στους servicers και όσο προχωρά η ρύθμισή τους όλο και περισσότερες εταιρείες ή επαγγελματίες θα βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια νέα κατάσταση, όπου ακόμη και αν πληρώνουν με ευλάβεια όλες τις δόσεις τους για τα παλιά δάνεια δεν θα μπορούν να λάβουν νέα για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ,

  • Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση επιχειρηματικών δανείων αυξήθηκε σε 23.921 εκατ. ευρώ στο τέλος του β΄ τριμήνου του 2023, από 23.530 εκατ. ευρώ στο τέλος του προηγούμενου τριμήνου. Ποσό 12.264 εκατ. ευρώ αφορά δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ).
  • Η ονομαστική αξία των υπό διαχείριση δανείων προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 25 εκατ. ευρώ έναντι του προηγούμενου τριμήνου και διαμορφώθηκε σε 9.581 εκατ. ευρώ στο τέλος του β΄ τριμήνου του 2023.

Η κυβέρνηση τώρα μόλις εξετάζει πιθανές λύσεις για αυτό το πρόβλημα και έχει στραφεί στις χρηματοδοτικές εταιρείες εκτός τραπεζικού τομέα (μη τράπεζες – non banks), στις οποίες με νομοθετική ρύθμιση που θα κατατεθεί σχεδιάζει να δώσει τη δυνατότητα να παρέχουν χρηματοδότηση σε εταιρείες υπό εξυγίανση. Υπάρχουν πολλές αμφιβολίες, πάντως, αν οι εξωτραπεζικοί οργανισμοί θα κατορθώσουν να εισέλθουν αποτελεσματικά και γρήγορα σε αυτό τον νέο χώρο δραστηριοτήτων, δεσμεύοντας μάλιστα αρκετά κεφάλαια για να ασκήσουν αυτή τη δανειοδοτική δραστηριότητα.

Alumil: Εξαιρετική διατήρηση της κερδοφορίας - Ο κύκλος εργασιών ανέρχεται σε 196,6 εκατ. ευρώ

Η «ασφυξία» της ΑΛΟΥΜΥΛ Μυλωνάς

Το πιο προβεβλημένο θύμα της άρνησης των εταιρειών διαχείρισης δανείων να προσφέρουν χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις που εξυπηρετούν κανονικά τα δάνειά τους μετά από ρύθμιση είναι, έως τώρα, η γνωστή και εισηγμένη στο ΧΑ βιομηχανία προϊόντων αλουμινίου, ΑΛΟΥΜΥΛ Μυλωνάς.

Το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, Γιώργος Μυλωνάς, αναφέρθηκε σε αυτές τις δυσκολίες σε συνέντευξή του. Αυτές οι αναφορές προκάλεσαν έντονες ανησυχίες στους επενδυτές, που προχώρησαν σε βεβιασμένες ρευστοποιήσεις μετοχών της εταιρείες, οδηγώντας σε απώλειες σχεδόν του 1/3 της αξίας της μέσα σε δύο συνεδριάσεις, τη Δευτέρα και την Τρίτη. Σήμερα, η μετοχή ανέκαμψε (+4,44%) μετά από διευκρινιστική ανακοίνωση όπου τονιζόταν ότι η εταιρεία εξυπηρετεί κανονικά όλες τις υποχρεώσεις της.

Ειδικότερα, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση:

  • Η ΑΛΟΥΜΥΛ δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα στην εξυπηρέτηση των δανειακών και των λοιπών υποχρεώσεων της. Επιπλέον, αναφέρουμε ότι η ΑΛΟΥΜΥΛ πάντοτε ήταν και είναι φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερη, ενώ δεν έχει καμία ληξιπρόθεσμη οφειλή είτε προς το Δημόσιο είτε προς τρίτους.
  • Τα αποτελέσματα, που πρόσφατα δημοσιεύθηκαν, αναδεικνύουν μια υγιή και αναπτυσσόμενη εταιρεία, ενώ τα οικονομικά μεγέθη της ΑΛΟΥΜΥΛ αναμένεται να αυξηθούν κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.

Αναφερόμενη στην εμπλοκή εισπρακτικών εταιρειών, η ανακοίνωση περιγράφει το πρόβλημα της χρηματοδοτικής ασφυξίας, που εμποδίζει την ανάπτυξή της:

  • Υπογραμμίζουμε ότι η εμπλοκή των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων δανείων (“servicers”) στον τραπεζικό δανεισμό της ΑΛΟΥΜΥΛ, ουδέν πρόβλημα δημιουργεί στην βιωσιμότητα, την ήπια ανάπτυξη και την βελτίωση των μεγεθών αυτής, όπως άλλωστε συντελείται τα τελευταία έτη, καθόσον οι αποπληρωμές των δανειακών συμβάσεων εξυπηρετούνται άψογα.
  • Δυστυχώς, όμως, δυσχεραίνει την αλματώδη ανάπτυξη της ΑΛΟΥΜΥΛ, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί αν διέθετε πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία, καθώς μέχρι σήμερα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από ίδιους πόρους.

Σημειώνεται ότι ο κύκλος εργασιών του ομίλου της ΑΛΟΥΜΥΛ το α’ εξάμηνο μειώθηκε κατά 4,5%, στα 196,6 εκατ. ευρώ, ενώ κατά 23% μειώθηκαν τα μεικτά κέρδη, στα 46,1 εκατ. ευρώ. Πολύ μεγαλύτερη, κατά 83,6%, ήταν η μείωση των κερδών προ φόρων, τα οποία περιορίσθηκαν σε 5 εκατ. ευρώ. προ φόρων €5 εκατ., έναντι κερδών 30,4 εκατ. της αντίστοιχης περσινής περιόδου, μειωμένα κατά 83,6%. Τα οικονομικά αποτελέσματα επηρεάσθηκαν δυσμενώς από τη σημαντική μείωση της τιμής του αλουμινίου και τις αυξημένες χρεωστικές συναλλαγματικές διαφορές.

Μεσοπρόθεσμα, πάντως, το κύριο πρόβλημα, όπως τονίζει και η διοίκηση, είναι ότι στερείται χρηματοδοτικών πόρων για να αναπτύξει (με άλματα, κατά τη διοίκηση) τις δραστηριότητές της και αυτό είναι συνέπεια τις ιδιότυπης χρηματοδοτικής ασφυξίας την οποία αντιμετωπίζει η εταιρεία μετά τη ρύθμιση των δανείων της.

Διαβάστε ακόμη: