Τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία έχει δείξει εξαιρετική ανθεκτικότητα, απέναντι σε πρωτόγνωρες διεθνείς κρίσεις.

Σύμφωνα και με σχετικές επισημάνσεις του ΕΒΕΑ, η χώρα κατάφερε να ανακάμψει δυναμικά από την πανδημία, να αντέξει στο σοκ των ενεργειακών ανατιμήσεων, να προωθήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις και να βελτιώσει αισθητά το επιχειρηματικό περιβάλλον της, να επιτύχει ρεκόρ αύξησης των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και των εξαγωγών της, να μειώσει την ανεργία.

Οι προοπτικές για το επόμενο διάστημα παραμένουν θετικές. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του ΔΝΤ, ο ρυθμός ανάπτυξης το 2023 αναμένεται να είναι διπλάσιος του μέσου όρου της ευρωζώνης. Το πρώτο εξάμηνο του έτους ο κρατικός προϋπολογισμός καταγράφει πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ συνεχίζεται η αποκλιμάκωση του χρέους.

Παρά την αύξηση των επιτοκίων, οι συνθήκες για την προώθηση νέων επενδύσεων είναι μεσοπρόθεσμα ευνοϊκές, καθώς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η υλοποίηση των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ 2021 – 2027. Το γεγονός αυτό, πέρα από την ποσοτική αύξηση των επενδύσεων, δημιουργεί όρους και για την ποιοτική τους αναβάθμιση, καθώς οι ενισχύσεις αφορούν επενδυτικά σχέδια με υψηλή προστιθέμενη αξία, τα οποία θα βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και θα δημιουργήσουν ποιοτικές θέσεις εργασίας.

Με αυτά τα δεδομένα, θεωρείται εφικτός ο στόχος για επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023. Πρόκειται για μια εξέλιξη – ορόσημο, η οποία θα διευρύνει την επενδυτική βάση της χώρας, θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων, τόσο για το κράτος όσο και για τις τράπεζες, θα επιτρέψει φθηνότερο δανεισμό και καλύτερες συνθήκες ρευστότητας για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Ωστόσο, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις και αβεβαιότητες.

Ο στόχος για ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 3% μετά το 2024 – ώστε η Ελλάδα να προσεγγίσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης – θα πρέπει να επιτευχθεί μέσα σε συνθήκες γεωπολιτικής ρευστότητας, νομισματικής σύσφιγξης και αυστηροποίησης της δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη. Σε εσωτερικό επίπεδο, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – το οποίο οφείλεται εν μέρει στις υψηλές τιμές της ενέργειας – αποτυπώνει την ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Κρίσιμη πρόκληση, τέλος, αποτελεί και η διαχείριση του επίμονου δομικού πληθωρισμού, με τρόπο ώστε να περιορίζονται οι πιέσεις στα νοικοκυριά, χωρίς να πλήττεται η ανταγωνιστική θέση της χώρας.

Μείζον ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, με ταυτόχρονη αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και σταθερότητας. Οι επιδόσεις στο δίπολο αυτό θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της οικονομίας και της χώρας στα επόμενα χρόνια.

Η επίτευξη των στόχων στα δύο αυτά μέτωπα, προϋποθέτει μια πολιτική η οποία υποστηρίζει πολύπλευρα και κατά προτεραιότητα την επιχειρηματικότητα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια, την επίσημη εργασία: μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις, αλλαγές στη λειτουργία του κράτους και των θεσμών, δημιουργία κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών.

Προϋποθέτει την έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, για την επιτάχυνση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες ενισχύουν την παραγωγικότητα και την ανθεκτικότητα της οικονομίας: με την υποστήριξη της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, με την ψηφιοποίηση και τον ριζικό εκσυγχρονισμό του κράτους, με την αναβάθμιση των δεξιοτήτων και την αύξηση της απασχόλησης, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών και των νέων, με την αναβάθμιση των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης, δημόσιας υγείας και παιδείας, με τη στενότερη σύνδεση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης με τις ανάγκες της οικονομίας.

Προϋποθέτει ιδιαίτερη έμφαση στη μεγέθυνση, στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και της καινοτομικής ικανότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις, να αναβαθμίσουν την ποιότητα της εγχώριας παραγωγής και να αντεπεξέλθουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Προϋποθέτει, σε δημοσιονομικό επίπεδο, την επίτευξη λογικών πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να μην υπονομευθεί η σταθερή πτωτική πορεία του δημοσίου χρέους. Η προσπάθεια για περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, αλλά και για μείωση της έμμεσης φορολογίας, θα πρέπει να συνδεθεί με την εντατικοποίηση της μάχης κατά της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

 

Διαβάστε ακόμη: