Η παραλλαγή Όμικρον μπορεί να αποτελέσει απειλή για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας προειδοποιεί ΟΟΣΑ, τη στιγμή που αυτό το νέο εν δυνάμει πιο μεταδοτικό και θανατηφόρο στέλεχος του κορωνοϊού εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο. Ο διεθνής οργανισμός ανησυχεί για το γεγονός ότι η νέα μετάλλαξη, το στέλεχος Όμικρον, προσθέτει περισσότερη αβεβαιότητα σε αυτή που ήδη υπάρχει, πράγμα που μπορεί να αποτελέσει απειλή για την οικονομική ανάκαμψη.
Οι οικονομικές προοπτικές και η μετάλλαξη Όμικρον – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Ο ΟΟΣΑ εκφράζει μάλιστα την ανησυχία του για τα πολύ χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού σε πολλές χώρες που έχουν αρνητικές συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με τον οργανισμό, το ότι δεν κατέστη δυνατόν να εξασφαλιστεί γρήγορος και αποτελεσματικός εμβολιασμός του πληθυσμού σε όλον τον κόσμο έχει μεγάλο κόστος. Και συνιστά στα μέλη του να μην αγνοήσουν σημαντικά διδάγματα από την πανδημία.
Η μεταρρύθμιση των εθνικών συστημάτων υγείας
Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνεται η μεταρρύθμιση των εθνικών συστημάτων υγείας και ο καλύτερος συντονισμός στη διανομή των φαρμάκων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα κράτη κάνουν επίσης πολύ λίγα για να βοηθήσουν τους νέους που λόγω του κλεισίματος των σχολείων βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση κατά την εκπαίδευσή τους και την είσοδό τους στην επαγγελματική ζωή.
Τέλος, τα δημόσια οικονομικά πρέπει επίσης να επανεξεταστούν. Τα προγράμματα βοήθειας και οικονομικής τόνωσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν σωστά. Τώρα ωστόσο πρέπει να εστιαστούν πλέον στο μέλλον. Από τώρα και στο εξής, σημειώνει ο ΟΟΣΑ, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να υποστηρίζει παραγωγικές επενδύσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στην εκπαίδευση και τις υποδομές.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, ο ΟΟΣΑ μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι η εξελισσόμενη δημοσιονομική στήριξη λόγω της πανδημίας μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της ανάκαμψης εν όψει των συνεχιζόμενων μετωπικών ανέμων και της αβεβαιότητας. Οι δημόσιες επενδύσεις αναμένεται να ενισχυθούν για να στηρίξουν την ανάπτυξη. Αυτό, μαζί με ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο, θα συνέβαλε στη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Πάντως κατά τον ΟΟΣΑ, η καλύτερη στόχευση των μέτρων στήριξης, όπως των μειώσεων των συντελεστών ΦΠΑ για τομείς, όπως η διασκέδαση, θα ενίσχυαν τον αντίκτυπό τους. Επιπλέον, συνιστά την εστίαση σε ενεργητικά προγράμματα στην αγορά εργασίας και στην εκπαίδευση, την εφαρμογή μέτρων για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, όπως την περαιτέρω πρόοδο στην ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και την ολοκλήρωση των προσπαθειών για την αποκατάσταση της ευρωστίας των τραπεζών.
Τα “στοιχήματα” για την ελληνική οικονομία
Και από την δική του την πλευρά το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), στην φθινοπωρινή του έκθεση, επισημαίνει ότι τα στοιχεία που αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες στις μακροοικονομικές προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2022 συνοψίζονται στα εξής:
Πρώτον, προβλέπεται ότι οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης θα συνεχίσουν να υποχωρούν κατά το έτος 2022. Επομένως, η επανεκκίνηση της οικονομίας, που θα προκαλέσει μια ιδιαίτερα ισχυρή θετική μεταβολή του ΑΕΠ κατά το 2021, θα συνεχιστεί κατά το επόμενο έτος. Ενδεχόμενες αναζωπυρώσεις τις πανδημίας στην Ελλάδα και πιθανά περιοριστικά μέτρα που αυτές θα επιφέρουν, θα επιβραδύνουν την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Περίπου το ήμισυ της προβλεπόμενης μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 2022 οφείλεται στην ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης η οποία, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,9% σε σχέση με το 2021. Ενδεχόμενα περιοριστικά μέτρα θα θίξουν ευθέως την ιδιωτική κατανάλωση.
Η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται να στηριχτεί εν μέρει στην θετική μεταβολή των αμοιβών της μισθωτής εργασίας (3,0%) η οποία θα προέλθει κυρίως από την αύξηση του συνολικού όγκου της μισθωτής απασχόλησης και δευτερευόντως από την αύξηση της μέσης κατά κεφαλής αμοιβής της μισθωτής εργασίας. Βάσει των παραπάνω, η ενδεχόμενη επιβράδυνση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης λόγω περιοριστικών μέτρων θα έχει αρνητικές συνέπειες στον όγκο της απασχόλησης δημιουργώντας ένα αρνητικό καθοδικό σπιράλ με αποτέλεσμα τον περιορισμό της μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Δεύτερον, η εκτίμηση πως η συνολική επενδυτική δαπάνη της οικονομίας κατά το 2022 θα ενισχυθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα, αφενός της γενικότερης επανεκκίνησης της οικονομίας, και αφετέρου των πρόσθετων θετικών επιπτώσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η κρίσιμη παραδοχή του Υπουργείου Οικονομικών είναι πως το σύνολο των πληρωμών που θα πραγματοποιηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα μετατραπεί αυτομάτως σε επενδυτική δαπάνη.
Ο σημαντικός ρόλος των δημόσιων επενδύσεων (περίπου 60% του συνόλου) μειώνει τις αβεβαιότητες που σχετίζονται με το ύψος των ιδιωτικών επενδύσεων, ωστόσο, είναι καίριας σημασίας η διασφάλιση ότι τα κανάλια διοχέτευσης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην ιδιωτική οικονομία θα λειτουργήσουν ομαλά και γρήγορα. Συνεπώς η ομαλή και γρήγορη ενεργοποίηση των σχημάτων στήριξης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι κρίσιμης σημασίας για την πορεία της οικονομίας το 2022.
Οι εξελίξεις στο πεδίο του πληθωρισμού
Τρίτον, οι εξελίξεις στο πεδίο του πληθωρισμού, οι οποίες ενδεχομένως να σηματοδοτήσουν μεταβολές στη νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τις μακροοικονομικές εξελίξεις το 2022. Επί του παρόντος οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη θεωρούνται από τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μάλλον πρόσκαιρο φαινόμενο.
Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρείται ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα περιοριστούν στο άμεσο μέλλον στο βαθμό που θα υπάρξει αποσυμφόρηση στην εφοδιαστική αλυσίδα (αποφυγή bottlenecks) και οι τιμές της ενέργειας θα μειωθούν ή έστω θα σταθεροποιηθούν, συνεπώς επί του παρόντος δεν τίθεται θέμα περιορισμού της νομισματικής επέκτασης.
Παρόλα αυτά, δεν λείπουν οι πιέσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για περιορισμό της χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Αν επικρατήσει το δεύτερο σενάριο, το θετικό σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών για αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,5% το 2022 θα δοκιμαστεί.
Σε ό,τι αφορά τους δημοσιονομικούς κινδύνους, αυτοί σύμφωνα με το ΕΔΣ, μπορεί να προκύψουν από τυχόν αναζωπύρωση της πανδημίας που θα απαιτήσει νέα μέτρα στήριξης της οικονομίας και ενίσχυσης του συστήματος υγείας, τυχόν καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων και έκδοση δικαστικών αποφάσεων με αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο. Τέλος ενδεχόμενες παρατεταμένες πληθωριστικές πιέσεις -ιδίως στην ενέργεια- πιθανώς να απαιτήσουν ενδεχομένως τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων. Σε ένα τέτοιο δυσμενές σενάριο, αναφορικά με την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας, τίθεται συνολικά κίνδυνος όσον αφορά στις δημοσιονομικές προβλέψεις οι οποίες μπορεί να διαψευσθούν στο βαθμό που η επιβάρυνση των ενεργειακών τιμών θα είναι σημαντική.
Αισιοδοξία, προς το παρόν, για την ανάπτυξη
Όπως και να ’χει, το ΕΔΣ στην φθινοπωρινή του έκθεση τονίζει ότι η εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών για μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2021 κατά 6,1% είναι επιτεύξιμη και μάλιστα σχετικά συντηρητική, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι οι οικονομετρικές εκτιμήσεις του προσδιορίζουν την αύξηση περί το 7,2%. Επιπλέον, καταγράφει την αναθεώρηση από το ΥΠΟΙΚ, της πρόβλεψής του για μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2022 στο 4,5%, μειώνοντας την κατά 1,7% σε σχέση με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Σταθερότητας (ΜΠΔΣ) 2022-2025.
H αναθεώρηση αυτή προς τα κάτω ουσιαστικά επηρεάζεται από το αποτέλεσμα βάσης, αφού η ανάκαμψη του ΑΕΠ για το 2021 φαίνεται ότι θα είναι τελικά ισχυρότερη του αναμενόμενου. Κοντινές στις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών εμφανίζονται να είναι οι προβλέψεις των εγχώριων και διεθνών φορέων.
Οικονομικές προοπτικές – Τι προβλέπει το ΔΝΤ
Συγκεκριμένα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει για το 2022 αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 4,6%, με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ να επεκτείνουν την αύξηση στο 5,0%. Η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης είναι πιο συντηρητική (στο 3,9%) όπως και εκείνη του ΙΟΒΕ (4,0%). Σε κάθε περίπτωση η βασική υπόθεση είναι ότι οι υγειονομικές συνθήκες θα είναι σταθερές και θα υπάρξει ώθηση των επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ελαφρώς πιο αισιόδοξες προβλέψεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ το 2022 κάνουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες προβλέπουν μεγέθυνση 5,2% και 5,3%, αντίστοιχα.
Από την πλευρά της η τράπεζα Alpha Bank σε σχετική ανάλυση σημειώνει ότι, η σημαντική βελτίωση της αναπτυξιακής προοπτικής της Ελλάδας στο μεταπανδημικό τοπίο, επηρεάζει ευνοϊκά την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών της χώρας, αυξάνοντας τους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα έτη.
Το μίγμα της οικονομικής μεγέθυνσης του 2022 θα είναι σημαντικά διαφοροποιημένο σε σχέση με αυτό της τρέχουσας χρονιάς, καθώς αναμένεται να στηριχτεί σε μεγαλύτερο βαθμό στην επενδυτική δαπάνη, μέσω της υλοποίησης των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, λόγω της βελτιούμενης βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους και της μείωσης του κινδύνου χώρας, καθώς η πιστοληπτική επιφάνεια της Ελλάδας προσεγγίζει την επενδυτική βαθμίδα.
Η χρηματοδότηση
Ειδικότερα, η υλοποίηση των έργων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να συμβάλει στον ρυθμό μεγέθυνσης του 2022 κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες, με το 88% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος να κατευθύνεται σε επενδύσεις και το 41,6% εξ αυτού σε δημόσιες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στις δημόσιες επενδύσεις γίνεται ορατή το 2022, όπου οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να αυξήσουν κατά 3,2 δισ. ευρώ το ΠΔΕ, από 7,8 δισ. ευρώ σε 11 δισ. ευρώ, πετυχαίνοντας την υψηλότερη εισροή επενδυτικών πόρων από το εν λόγω πρόγραμμα την τελευταία δεκαετία, συμβάλλοντας στην επιτάχυνση της ανόδου των επενδύσεων.
Το δημοσιονομικό “αποτύπωμα” της υγειονομικής κρίσης
Επιστρέφοντας στην έκθεση του ΕΔΣ, επισημαίνεται ότι η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών το 2021, αντανακλά τις οικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας. Η επάνοδος στη δημοσιονομική κανονικότητα θα είναι συνάρτηση της επαλήθευσης της πρόβλεψης για επάνοδο του ΑΕΠ στα προ της πανδημίας επίπεδα και κυρίως ως προς τις συνιστώσες οι οποίες έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω στα δημόσια έσοδα.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντική η όσο το δυνατόν ακριβέστερη αποτύπωση της εξέλιξης των μη κυκλικών δημοσιονομικών στοιχείων (για παράδειγμα, το μισθολογικό κόστος) καθώς το διαρθρωτικό αποτέλεσμα συνιστά τον κρίσιμο παράγοντα βάσει του οποίου πραγματοποιείται η αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα έτη 2020 και 2021 λοιπόν, ήταν σημαντική η δημοσιονομική απόκλιση σε σχέση με το 2019. Πιο συγκεκριμένα, τα φορολογικά έσοδα απομειώθηκαν κατά 6,7 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020, ενώ η αντίστοιχη μείωση το 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί στα 5,7 δισ. ευρώ.
Οι δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού το 2020 αυξήθηκαν κατά 14,3 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2019, ενώ η αντίστοιχη αύξηση για το 2021 αναμένεται να φτάσει τα 14,7 δισ. ευρώ. Η μεγάλη αυτή αύξηση των δαπανών αφορά κατά κύριο λόγο δαπάνες που σχετίζονται άμεσα με την πανδημία, αλλά και δαπάνες για αγορά εξοπλιστικών προγραμμάτων, μισθολογικές ωριμάνσεις κλπ καθώς και δαπάνες που αφορούν στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών διαρθρωτικών πόρων, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι δημοσιονομικά ουδέτερες. Σε αυτό το πλαίσιο, η επίπτωση της πανδημίας στις δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού υπολογίζεται ότι προσεγγίζει τα 22 δισ. ευρώ.
Τα φορολογικά έσοδα
Σημαντικό μέρος της απώλειας των φορολογικών εσόδων οφείλεται στην έμμεση φορολογία. Οι απώλειες από φόρους κατανάλωσης ανήλθαν το 2020 στα 3,65 δισ. ευρώ, ενώ η καλύτερη μακροοικονομική επίδοση το 2021, που σχετίζεται και με την αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και τον υψηλότερο αριθμό τουριστικών αφίξεων, οδηγεί σε υψηλότερα έσοδα από φόρους κατανάλωσης σε σχέση με 2020 κατά περίπου 2 δισ. ευρώ. Οι φόροι περιουσίας παρουσιάζουν διαχρονικά σταθερότητα καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστοι από την οικονομική ύφεση. Οι φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων μειώθηκαν κατά 686 εκ. ευρώ το 2020, ενώ το 2021 αναμένεται μια περαιτέρω επιδείνωση κατά 774 εκ. ευρώ. παρά την προσδοκώμενη θετική μεταβολή του ΑΕΠ.
Επίσης, μειωμένα σε σχέση με το 2020 θα είναι το 2021 και τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων. Οι υπόλοιπες κατηγορίες φορολογικών εσόδων δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερη μεταβλητότητα. Παρά την αναμενόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων το 2021 κατά 929 εκ. ευρώ σε σχέση με το 2020, γεγονός που, όπως προαναφέρθηκε, αποδίδεται κατά κύριο λόγο στους φόρους κατανάλωσης, τα συνολικά έσοδα του ΚΠ παρουσιάζονται μειωμένα το 2021 συγκρινόμενα με το 2020 παρά την αύξηση του ΑΕΠ.
Αυτό οφείλεται στα μειωμένα έσοδα από τις άλλες πηγές και κυρίως από τα διαρθρωτικά ταμεία τα οποία ναι μεν στήριξαν σε μεγάλο βαθμό τον κρατικό προϋπολογισμό το 2020 αντισταθμίζοντας έτσι και την μεγάλη μείωση των φορολογικών εσόδων, το 2021 όμως περιορίστηκαν σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από το ΠΔΕ ανήλθαν το 2020 στα 6,8 δισ. ενώ αναμένεται να διαμορφωθούν στα 4,8 δισ. το 2021.
Οικονομικές προοπτικές – Οι εξελίξεις στο δημόσιο χρέος
Επιπλέον, η επιδημική κρίση δημιούργησε πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες για την κάλυψη του υψηλού ελλείμματος που προκλήθηκε τόσο από τις αυξημένες δαπάνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας όσο και από την μείωση των εσόδων, λόγω σημαντικής κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας. Συνέπεια αυτών ήταν η αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ κατά 25 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το 2020, φτάνοντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα (205,6%). Το τρέχον έτος αναμένεται η αποκλιμάκωσή του, η οποία προβλέπεται να ενταθεί μεσοπρόθεσμα, στη βάση των προβλέψεων για ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2022-2025.
Η αποδοχή των ομολόγων
Τα τελευταία χρόνια η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους συνοδεύτηκε από ένα ευνοϊκό περιβάλλον σταθερών χαμηλών επιτοκίων και πληθωρισμού στην Ευρωπαϊκή οικονομία. Η αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης, διαμόρφωσε εκ’ νέου ευνοϊκές συνθήκες διαχείρισης του ελληνικού Δημοσίου χρέους, παρά την σημαντική αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ το 2020.
Ωστόσο, παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, η επίτευξη βιώσιμης και υψηλής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της διατηρησιμότητάς του, σε μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι εξακολουθούν να υφίστανται και αυτό συναρτάται σημαντικά αλλά όχι αποκλειστικά με την εξέλιξη της πανδημίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα θα διαδραματίσουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που θα ισχύσουν μετά την λήξη ισχύος της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), καθώς και η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), μετά την λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP).