Χαμόγελα στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έφεραν τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο του Ιανουαρίου – Μαρτίου 2023, καθώς κινείται πολύ καλύτερα από τους αρχικούς στόχους. Ιδίως στο “μέτωπο” των κρατικών εσόδων, καταγράφεται σημαντική υπεραπόδοση, ως αποτέλεσμα της υψηλότερης οικονομικής ανάπτυξης, των υψηλότερων εσόδων από έμμεσους φόρους λόγω πληθωρισμού, αλλά και υψηλότερων εσόδων από φόρους εισοδήματος.

Αναλυτικότερα, σημαντική αύξηση έναντι του στόχου, παρατηρείται στα φορολογικά έσοδα του πρώτου 3μηνου του 2023.Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 13,682 δισ. ευρώ αυξημένα κατά 1,508 δισ. ευρώ ή 12,4% έναντι του στόχου. Παράλληλα η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την γενικότερη δημοσιονομική εικόνα, έφερε πρωτογενές πλεόνασμα 3 δισ. ευρώ, έναντι στόχου για μόλις 28 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών, όπως προκύπτει από τα προσωρινά στοιχεία για την περίοδο του Ιανουαρίου – Μαρτίου 2023, παρουσιάζεται πλεόνασμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 211 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 2.602 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2023 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023 και ελλείμματος 3.884 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022.

Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 3.070 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 28 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 1.650 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2022.

Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 16.830 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2.268 εκατ. ευρώ ή 15,6% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023.

Η υπερεκτέλεση αυτή οφείλεται κυρίως:

(α) στα αυξημένα φορολογικά έσοδα του τριμήνου,

(β) στην είσπραξη ποσού 603 εκατ. ευρώ από ANFAs, που δεν είχε προβλεφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023 και

(γ) στα αυξημένα έσοδα του ΠΔΕ.

Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 13.682 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 1.508 εκατ. ευρώ ή 12,4% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023. Τμήμα της αύξησης αυτής, ποσού 470 εκατ. ευρώ περίπου, αφορά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των τελών κυκλοφορίας μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2023, ενώ είχε εκτιμηθεί ότι το ποσό αυτό θα εισπραττόταν κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2022.

Το υπόλοιπο ποσό της υπερεκτέλεσης προέρχεται από την καλύτερη απόδοση των φόρων εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων του προηγούμενου έτους που εισπράχθηκαν σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2023, όσο και από την καλύτερη απόδοση του ΦΠΑ τρέχοντος έτους.

Τέλος, οι επιστροφές εσόδων ανήλθαν σε 1.721 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 368 εκατ. ευρώ από τον στόχο (1.354 εκατ. ευρώ), ενώ τα έσοδα του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) ανήλθαν σε 1.679 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 334 εκατ. ευρώ από τον στόχο (1.345 εκατ. ευρώ).

Υψηλές επιδόσεις σε περιβάλλον αβεβαιότητας

Τα ιδιαιτέρως θετικά αποτελέσματα σε ότι αφορά την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2023, έρχονται στην ουσία ως συνέχεια των δημοσιονομικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας την περυσινή χρονιά, οι οποίες ήταν πολύ καλύτερες του αναμενόμενου. Και μάλιστα εν μέσω πρωτοφανών εξωγενών διαταραχών και διάχυτης αβεβαιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Όπως σημειώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2022, η κλιμάκωση της αύξησης των τιμών της ενέργειας εξαιτίας της στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία κατέστησε αναγκαία τη διεύρυνση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είχαν ξεκινήσει από το 2021.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των παρεμβάσεων αυτών χρηματοδοτήθηκε από έκτακτα έσοδα, καθώς και από την αξιοποίηση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου που δημιουργήθηκε χάρη στην καλύτερη της αναμενόμενης πορεία της ελληνικής οικονομίας και στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων, και δεν επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε συνδυασμό με την απόσυρση του μεγαλύτερου μέρους των παρεμβάσεων για την πανδημία, το πρωτογενές αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται σημαντικά βελτιωμένο έναντι του 2021.

Κατά συνέπεια, μετά την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόστηκε το 2020 και το 2021 για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας στην πραγματική οικονομία, το 2022 η δημοσιονομική πολιτική εκτιμάται ότι έχει μεταστραφεί σε περιοριστική. Ομοίως, το δημόσιο χρέος το 2022 εκτιμάται ότι θα έχει αποκλιμακωθεί περαιτέρω ως ποσοστό του ΑΕΠ, χάρη στη σημαντική αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των χωρών-μελών της ευρωζώνης.

Στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2023, που κατατέθηκε το Νοέμβριο, με βάση την εκτιμώμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,6%, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2022 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 1,6% του ΑΕΠ (έναντι πρόβλεψης για 2% του ΑΕΠ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2022).

Ωστόσο, η ΤτΕ σημειώνει ότι, με βάση τα διαθέσιμα δημοσιονομικά στοιχεία, το πρωτογενές έλλειμμα το 2022 θα μπορούσε να διαμορφωθεί μικρότερο από την παραπάνω πρόβλεψη, κυρίως λόγω της υποεκτέλεσης των πρωτογενών δαπανών και δευτερευόντως λόγω της ακόμη καλύτερης απόδοσης των φορολογικών εσόδων έναντι των αναθεωρημένων στόχων.

Μια καλύτερη της εκτιμώμενης δημοσιονομική επίδοση θα ενίσχυε τη δημοσιονομική αξιοπιστία και θα συνέβαλλε επιπρόσθετα στην ταχύτερη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ παράλληλα θα καθιστούσε ασφαλέστερη την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας και σημαντικής επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης.

Σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη της ΤτΕ, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα 1,0% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 171,4% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, παρά τη διάχυτη αβεβαιότητα και τη λήψη πρόσθετων μέτρων δημοσιονομικής στήριξης, οι δημοσιονομικοί στόχοι του Προϋπολογισμού 2022 εκτιμάται ότι έχουν επιτευχθεί με ασφαλές περιθώριο, χάρη στον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης έναντι των αρχικών εκτιμήσεων.

Όσον αφορά στο 2023, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, το πρωτογενές αποτέλεσμα προβλέπεται να μεταστραφεί σε πλεονασματικό, ύψους 0,7% του ΑΕΠ, και το δημόσιο χρέος να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 162,5% του ΑΕΠ.

Ποιοι παράγοντες θα κρίνουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας

Οι επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού

Στην έκθεσή της η ΤτΕ επισημαίνει ότι, η άνοδος του πληθωρισμού, που ξεκίνησε το τελευταίο τετράμηνο του 2021 εξαιτίας διαταράξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και της αυξημένης ζήτησης λόγω επανεκκίνησης των οικονομιών, εντάθηκε σημαντικά το 2022 μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και επέτεινε τις πιέσεις για τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων το 2022 με στόχο το μετριασμό των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και την περαιτέρω ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της λειτουργίας των επιχειρήσεων.

Ειδικότερα, το 2022 το σύνολο των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης ανήλθε σε 10,7 δισ. ευρώ, έναντι 1 δισ. ευρώ το 2021. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των παρεμβάσεων δεν επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Το δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων εκτιμάται σε 4,8 δισ. ευρώ (έναντι 242 εκατ. ευρώ το 2021), το οποίο καλύφθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από το δημοσιονομικό χώρο που προέκυψε χάρη στην καλύτερη πορεία της οικονομίας έναντι των προβλέψεων του Προϋπολογισμού του 2022.

Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της αύξησης του ενεργειακού κόστους ξεκίνησαν το τελευταίο τετράμηνο του 2021 και αφορούσαν κυρίως επιδοτήσεις της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου προς το σύνολο των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, την αναστολή των τελών χρήσης δικτύου για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο για τους καταναλωτές φυσικού αερίου, καθώς και εφάπαξ οικονομικές ενισχύσεις προς τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως η καταβολή το Δεκέμβριο διπλής δόσης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η αύξηση του επιδόματος θέρμανσης και η εφάπαξ οικονομική ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων, των ατόμων με αναπηρία και των ανασφάλιστων υπερηλίκων.

Το 2022, καθώς οι τιμές της ενέργειας κλιμακώθηκαν, διευρύνθηκαν οι επιδοτήσεις της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, έγιναν όμως περισσότερο στοχευμένες όσον αφορά στο ύψος της κατανάλωσης και συνοδεύθηκαν από κίνητρα μείωσης της κατανάλωσης.

Επιπλέον παρεμβάσεις αφορούσαν στην αύξηση του επιδόματος θέρμανσης και διεύρυνση των δικαιούχων του, την επιδότηση του πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης που διατίθεται στην εσωτερική αγορά από τα διυλιστήρια και τους εισαγωγείς καυσίμων (“στην αντλία”), την επιστροφή του 60% της αύξησης του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακά τιμολόγια, τη διάθεση προπληρωμένης κάρτας καυσίμων, τη στήριξη των χαμηλοσυνταξιούχων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων μέσω επιδοματικών ενισχύσεων (τον Απρίλιο και το Δεκέμβριο) και τη στήριξη των αγροτών μέσω φοροαπαλλαγών και επιδοτήσεων.

Ειδικότερα, από το σύνολο των παρεμβάσεων, εκτιμάται ότι περίπου το 85% αφορούσε επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά , 9% κοινωνικές μεταβιβάσεις,5 5% αυξημένο λειτουργικό κόστος των φορέων γενικής κυβέρνησης και μόλις 1% φοροελαφρύνσεις.

Οφειλές προς το Δημόσιο - Πόσοι χρωστούν και πόσα

Οι προκλήσεις για την δημοσιονομική πολιτική

Από κει και πέρα, η ΤτΕ σημειώνει ότι το σημερινό διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από διάχυτη αβεβαιότητα, εξαιτίας της επιμονής του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, της παράτασης του πολέμου στην Ουκρανία, της εξέλιξης των διεθνών τιμών ενέργειας και τροφίμων και του κινδύνου οπισθοδρόμησης της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Επιπρόσθετα, οι αυξημένες δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες υποδηλώνουν ότι δεν θα πρέπει να υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους, ώστε να αποφευχθεί μια νέα κρίση δανεισμού.

Σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων, η προσήλωση στη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος εξακολουθεί να είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης, αποδυναμώνοντας σταδιακά την αρχικά ευεργετική επίδραση του πληθωρισμού στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ.

Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση. Αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από την αξιοποίηση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδος, είναι σημαντικό να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική αξιοπιστία η οποία επιτεύχθηκε την περίοδο πριν από την πανδημία.

Μετά τη μεγάλη δημοσιονομική επέκταση του 2020, η Ελλάδα εκτιμάται ότι τη διετία 2021-22 θα καταγράψει μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές στην Ευρώπη, καθώς θα έχει μειώσει σημαντικά το πρωτογενές έλλειμμα (περίπου 5,3 ποσ. μον. του ΑΕΠ, έναντι 3,6 ποσ. μον. του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη) και θα έχει σημειώσει σωρευτικά τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, με το λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ να βρίσκεται χαμηλότερα από το επίπεδο του 2019, δηλαδή πριν από την πανδημία.

Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδος και η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης, πολύ περισσότερο από ό,τι για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει τον υψηλότερο λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ στην ΕΕ και υπολείπεται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας.

Ο οίκος Fitch αναβάθμισε την Ελλάδα σε «BB+»- Μια ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα

Απαραίτητη η δημοσιονομική σταθερότητα

Η τρέχουσα οικονομική συγκυρία, σύμφωνα με την ΤτΕ, απαιτεί τον αποτελεσματικότερο συντονισμό της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, παράλληλα με τη διαμόρφωση της κατάλληλης ευελιξίας ώστε η οικονομική πολιτική να προσαρμόζεται άμεσα στις ταχέως εξελισσόμενες συνθήκες.

Τόσο οι νομισματικές όσο και οι δημοσιονομικές αρχές βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές προκλήσεις σχετικά με την ανάσχεση των πληθωριστικών πιέσεων και την ταυτόχρονη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Αν η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική δράσουν ανεξάρτητα μεταξύ τους, υπάρχει ο κίνδυνος να λειτουργήσουν προς την αντίθετη κατεύθυνση η καθεμία, δημιουργώντας αντίρροπες δυνάμεις στην προσπάθεια σταθεροποίησης των τιμών.

Κάτι τέτοιο θα έβλαπτε κατ’ επέκταση την προσπάθεια διατήρησης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και στήριξης των επενδύσεων, καθώς θα ενίσχυε την αβεβαιότητα. Η εμπειρία της πανδημίας δείχνει ότι η συμπληρωματικότητα των δύο πολιτικών είναι αναγκαία τόσο για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα όσο και για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής.

Για την ΤτΕ, ο σχεδιασμός ενός συνεκτικού μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου κρίνεται απαραίτητος σε ένα περιβάλλον αυξημένης οικονομικής αβεβαιότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η εισαγωγή νέων αναθεωρημένων δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ θα δώσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ευθυγράμμισης των οικονομικών πολιτικών με σαφείς στόχους δημοσιονομικής βιωσιμότητας, ενώ οι αξιόπιστες δεσμεύσεις δημοσιονομικής υπευθυνότητας θα συμβάλουν στη σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών, υποστηρίζοντας τη νομισματική πολιτική προς το σκοπό αυτό.

Η βιωσιμότητα των επιλογών της οικονομικής πολιτικής εξαρτάται από την αντιμετώπιση των προκλήσεων σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Βραχυπρόθεσμα θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση των επενδύσεων που στοχεύουν στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας.

Τέτοιες είναι μεταξύ άλλων οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και γενικότερα αυτές που συνδέονται με την πράσινη ανάπτυξη. Σε συνδυασμό με πολιτικές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και με τις υπόλοιπες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων και τη βελτίωση του δυνητικού προϊόντος σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Θα πρέπει δηλαδή να δοθεί έμφαση στην υλοποίηση των δράσεων που προβλέπονται στο σχέδιο “Ελλάδα 2.0” μέσω της αξιοποίησης των πόρων του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Η υλοποίηση των έργων του σχεδίου θα θέσει την οικονομία σε στέρεη τροχιά ισχυρής και διαρκούς ανάπτυξης. Η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση θα πρέπει να παραμείνουν βασικές προτεραιότητες πολιτικής, λαμβάνοντας υπόψη την πρωτοβουλία REPower EU και με αποτελεσματική χρήση των πόρων του RRF και άλλων κονδυλίων της ΕΕ.

Διαβάστε περισσότερα