Τα καθαρά κέρδη ρεκόρ που καταγράφουν τον τελευταίο χρόνο οι ευρωπαϊκές τράπεζες φαίνεται πως έχουν ανοίξει «την όρεξη» αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να επιβάλουν έκτακτους φόρους προκειμένου να χρηματοδοτήσουν φοροελαφρύνσεις και να υποστηρίξουν στεγαστικά δάνεια για την αγορά πρώτης κατοικίας.

Μάλιστα οι αναλυτές εκτιμούν ότι αρκετές από τις μεγαλύτερες τράπεζες στην Ευρώπη θα δουν τους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης καθαρών εσόδων από τόκους να συνεχίσουν να αυξάνονται και το τρίτο τρίμηνο, με βάση τις εκτιμήσεις του Bloomberg.

Η έκτακτη φορολόγηση σε ποσοστό 40% που αποφάσισε η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι στα «έκτακτα κέρδη» των τραπεζών στις αρχές της εβδομάδας –η οποία τελικά δεν ευοδώθηκε λόγω της πιθανής κατάρρευσης της αξίας των μετοχών των ιταλικών τραπεζών– ήταν η τελευταία προτεινόμενη δράση προς αυτή την κατεύθυνση στην Γηραιά Ήπειρο.

Την ίδια στιγμή και στην Ισπανία, όπου οι τράπεζες υστερούν έναντι των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, όσον αφορά στη μετακύληση τόκων σε πελάτες, εντείνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των τραπεζών και του σοσιαλιστή ηγέτη της χώρας Πέδρο Σάντσεθ για την επιβολή έκτακτου φόρου σε τράπεζες και εταιρίες ενέργειας.

Ο φόρος θα μπορούσε να μειώσει τα προ φόρων κέρδη το 2023-2024 έως και κατά 10% για ορισμένες τράπεζες, σύμφωνα με το Bloomberg.

Στη Βρετανία η Αρχή Χρηματοοικονομικής Συμπεριφοράς προέτρεψε τις τράπεζες της χώρας τον περασμένο μήνα να «επιταχύνουν» τις προσπάθειές τους να μετακυλήσουν τα κέρδη από τις αυξήσεις των επιτοκίων στους καταθέτες και προειδοποίησε για «ισχυρή δράση» εάν αυτό δε γίνει.

Τέτοιες παρεμβάσεις ελάχιστα θα προσελκύσουν επενδυτές στον κλάδο, όπως εκτιμούν οι αναλυτές.

Τραπεζίτες: To «ζοφερό» οικονομικό περιβάλλον δεν αφήνει πολλά περιθώρια

Φρένο από την ελληνική κυβέρνηση

Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση βάζει «φρένο» στη συζήτηση περί έκτακτου φόρου στις τράπεζες, με αφορμή την απόφαση της Τζόρτζια Μελόνι, ξεκαθαρίζοντας πως το επίμαχο μοντέλο δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα.

Κύκλοι του οικονομικού επιτελείου σχολίαζαν με νόημα μέσα στην εβδομάδα ότι «οι ιταλικές τράπεζες έχουν το μισό ποσοστό ‘κόκκινων’ δανείων ως ποσοστό του ΑΕΠ, σχετικά υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και σίγουρα πολύ μικρό αναβαλλόμενο φόρο εν συγκρίσει με τις ελληνικές».

Μάλιστα οι ίδιες πηγές παρέπεμπαν σχετικά σε παλαιότερες δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννη Στουρνάρα, αναφορικά με το ενδεχόμενο επιβολής φόρου στα υπερκέρδη των τραπεζών.

«Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά επιζήμιο. Όχι ότι δεν μπορεί μία κυβέρνηση να το αποφασίσει. Μπορεί. Αλλά πού θα βάλει φόρο, ειδικά στην Ελλάδα; Σε τράπεζες όπου τα μισά τους κεφάλαια είναι αναβαλλόμενος φόρος;, τόνιζε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του, υπογραμμίζοντας πως «οι ελληνικές τράπεζες έχουν λιγότερα κέρδη από το επιθυμητό, σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης ενεργητικού ή τον δείκτη απόδοσης του κεφαλαίου, όταν συγκρίνεται με τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη».

Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή τραπεζική αρχή (ΕΒΑ), πάντως, ο δείκτης απόδοσης κεφαλαίων (RoE) των εγχώριων τραπεζών διαμορφώθηκε στο 11,6% τον περασμένο Μάρτιο, με αυτόν της Ιταλίας να «αγγίζει» το 13,2% και τον μέσο όρο της Ευρώπης το 10,4%.

Για το σύνολο του τρέχοντος έτους, δε, σύσσωμοι οι συστημικοί Όμιλοι προχώρησαν σε αναθεώρηση των στόχων κερδοφορίας (πάνω από 15% για Εθνική Τράπεζα και Eurobank, 14% για την Τράπεζα Πειραιώς και 11% για την Alpha Bank), λαμβάνοντας ώθηση κυρίως από τα αυξημένα έσοδα από τόκους, τα οποία το α’ εξάμηνο του 2023 «άγγιξαν» τα τρία δισ. ευρώ, ως απόρροια της ραγδαίας ανόδου των επιτοκίων που ξεκίνησε πέρυσι τον Ιούλιο και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Καλοδεχούμενες οι αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών από την S&P αλλά θα αξιοποιηθούν;

Ηχηρό «όχι» με επιχειρήματα από τις τράπεζες

Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η πλευρά των τραπεζών καθώς υψηλόβαθμα στελέχη χαρακτηρίζουν προφανή την στάση της κυβέρνησης και την αποδίδουν σε τρεις συγκεκριμένους λόγους.

Αρχικά τονίζουν ότι η κίνηση της Ιταλίας εντάσσεται στη δημοσιονομική στρατηγική της και άρα στο βαθμό που η απόδοση στο συγκεκριμένο μέτωπο είναι ισχυρή και υπάρχουν και περαιτέρω περιθώρια και πρωτοβουλίες για διεύρυνση της φορολογικής βάσης τέτοιο θέμα δεν τίθεται στην Ελλάδα».

Υπενθυμίζουν μάλιστα πως οι όποιες κινήσεις εντός των τειχών έχουν προληπτικό χαρακτήρα και επικεντρώνονται στην προσπάθεια να μην μετακυληστεί πλήρως το κόστος των επιτοκίων στους δανειζόμενους.

Την ίδια στιγμή, προσθέτουν οι ίδιες πηγές, η χώρα βρίσκεται ένα «σκαλοπάτι» πριν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Επομένως, μία τέτοια κίνηση θα έστελνε λάθος μήνυμα προς τους διεθνείς οίκους, αφού η «υγεία» του τραπεζικού συστήματος είναι ένα από τα κριτήρια που εξετάζουν πριν λάβουν τις όποιες αποφάσεις. Η χαμηλή κερδοφορία των εγχώριων τραπεζών δε, αποτελούσε ανέκαθεν ανασταλτικό παράγοντας στις αξιολογήσεις.

Αξίζει να αναφερθεί πως μετά τους R&I και Scope που προχώρησαν το αμέσως προηγούμενο διάστημα στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του ελληνικού δημοσίου, τη «σκυτάλη» παίρνουν οι DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου, Moody’s στα μέσα του ίδιου μήνα, Standard & Poor’s στις 20 Οκτωβρίου και Fitch στα τέλη του 2023.

Τέλος, το φθινόπωρο εκκινεί η διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις τράπεζες.

«Με ανοικτό το θέμα τις διάθεσης μετοχών το ελληνικό δημόσιο θα υφίστατο άμεσο κόστος από τη μείωση των τιμών», εξηγούν οι παραπάνω πηγές. Το πλάνο του Δημοσίου για την έξοδό του από τις τράπεζες εισέρχεται τον Σεπτέμβριο σε τροχιά υλοποίησης, με την Eurobank να ξεκινάει τις διαδικασίες της αποεπένδυσης, περνώντας τη «σκυτάλη» στις υπόλοιπες, με ορίζοντα ολοκλήρωσης της διαδικασίας το αργότερο έως τα τέλη του 2025.

Θέση άλλωστε στο θέμα που έχει προκύψει πήρε μέσα στην εβδομάδα και ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης.

Ερωτηθείς μέσα στην εβδομάδα από τους αναλυτές στο Conference Call για την πρόσφατη απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να επιβάλει εισφορά στα υπερκέρδη των τραπεζών και το ενδεχόμενο να ισχύσει κάτι τέτοιο και στην Ελλάδα, ο CEO της Alpha Bank σχολίασε πως δεν μπορεί να προβλέψει τις προθέσεις της κυβέρνησης, εστιάζοντας, ωστόσο, στις διαφορές των δύο χωρών.

«Η δημοσιονομική στρατηγική και επίδραση της Ιταλίας είναι διαφορετική, ενώ τα έσοδα που θα συλλέξει η ιταλική κυβέρνηση μέσω της φορολογίας αντιστοιχούν (με όρους ΑΕΠ) στα προγράμματα που έχουν ήδη ‘τρέξει’ οι ελληνικές τράπεζες, όπως το πρόγραμμα για τους ευάλωτους ή το ‘πάγωμα’ των επιτοκίων στα ενήμερα στεγαστικά δάνεια για ένα χρόνο, μειώνοντας τον αντίκτυπο από τις αυξήσεις των επιτοκίων στους δανειολήπτες», σημείωσε.

Διαβάστε ακόμη: