Το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων παρουσίασε σοβαρή αύξηση κυρίως λόγω των υπέρμετρων ανατιμήσεων ενέργεια. Η εμφάνιση του πληθωρισμού έχει δημιουργήσει νέες δυσκολίες, αβεβαιότητες και προκλήσεις.

Για τις επιχειρήσεις οι ανατιμήσεις, ιδίως στις τιμές ενέργειας, προκάλεσαν σοβαρή άνοδο του κόστους λειτουργίας τους. Σύμφωνα με τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος και Ιούλιος 2022) κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 το 61,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψαν αύξηση του κόστους ενέργειας, το 26,9% αύξηση του κόστους προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων, το 4,7% αύξηση του κόστους καυσίμων και το 0,6% αύξηση του κόστους προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων. Για τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 89,8%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 48,2%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 70,3% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 35%.

Το πρώτο εξάμηνο του 2022 η κατάσταση ως προς το κόστους λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων επιδεινώθηκε. Ο αριθμός των επιχειρήσεων οι οποίες κατέγραψε άνοδο στα επιμέρους λειτουργικά τους έξοδα πολλαπλασιάστηκε. Συγκεκριμένα, το 88,4% κατέγραψε αύξηση στο κόστος ενέργειας, το 86% αύξηση στο κόστος προμήθειας πρώτων υλών/εμπορευμάτων, το 60,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αύξηση στο κόστος καυσίμων οχημάτων και το 19,7% αύξηση στο κόστος αγοράς εξοπλισμού και μηχανημάτων. Για τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.

Τα ευρήματα των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συμβάδιζαν και με εκείνα της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς τον Ιούνιο του 2020, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος είχε αυξηθεί σε ετήσια βάση κατά 70,4%, η τιμή του φυσικού αερίου κατά 117,7%, η τιμή της βενζίνης κατά 46,8% και η τιμή του πετρελαίου κίνησης κατά 51,2%. Επιπλέον, το Ιούνιο του 2020 ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία είχε αυξηθεί σε ετήσια βάση κατά 39,9% και ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία κατά 32,8%.

Τιμές αγαθών/υπηρεσιών

Ω ς αποτέλεσμα των παραπάνω, ο αριθμός των επιχειρήσεων που αυξήσαν τις τιμές των αγαθών/ υπηρεσιών τους εκτινάχθηκε ακολουθώντας αυξητική τάση μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2022.Η πληθωριστική κρίση προκλήθηκε αρχικά από την κρίση προσφοράς που επέφερε η διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων λόγω της πανδημίας, εντάθηκε στη συνέχεια με την εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης και συνεχίστηκε με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Η εν λόγω κρίση είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση την αύξηση των τιμών στα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Με βάση τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους διαρκώς αυξάνονται καθώς από 6,6% που ήταν το 2ο εξάμηνο του 2020, ανήλθαν στο 23,6% το 1ο εξάμηνο του 2021, στο 34,8% το 2ο εξάμηνο του 2021 και στο 59,2% το 1ο εξάμηνο του 2022.Αντίστοιχα την ίδια περίοδο βλέπουμε να μειώνονται σημαντικά οι επιχειρήσεις οι οποίες δήλωσαν ότι μείωσαν τις τιμές τους καθώς και όσες τις διατήρησαν σταθερές.

Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων οι οποίες αύξησαν τις τιμές τους κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 παρατηρήθηκαν στις εμπορικές επιχειρήσεις (43,8%) και τις μεταποιητικές επιχειρήσεις (50%). Από την άλλη μεριά, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών φαίνεται ότι, σε γενικές γραμμές, συγκράτησαν τις τιμές τους, καθώς το 16,7% αυτών προχώρησε σε αυξήσεις τιμών, έναντι του 10,9% που μείωσε τις τιμές του και του 72% που τις διατήρησε σταθερές.

Το πρώτο εξάμηνο του 2022, σε κλαδικό επίπεδο, οι επιχειρήσεις στο εμπόριο και στη μεταποίηση δήλωσαν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι αύξησαν τις τιμές τους (66,2% και 66,3% αντίστοιχα) σε σχέση με τις επιχειρήσεις στον ευρύτερο τομέα των υπηρεσιών (47,9%).

Τέλος, με βάση τα ευρήματα της έρευνας οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιούλιος 2022) η ανοδική τάση των τιμών είχε διαφανεί πως θα συνεχιζόταν και το δεύτερο εξάμηνο του 2022, καθώς οι επιχειρήσεις οι οποίες δήλωσαν ότι θα αυξήσουν τις τιμές τους αντιστοιχούσαν στο 38,7% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, έναντι μόλις του 6,7% που δήλωσε ότι θα τις μειώσει. Θα πρέπει ωστόσο, να σημειωθεί ότι καταγράφεται μια αποκλιμάκωση στις προαναφερθείσες προβλέψεις σε σύγκριση με τις δυο προηγούμενες έρευνες. Σε κάθε όμως περίπτωση φαίνεται πως ακόμα και εάν η κατάσταση εξομαλυνθεί οι τιμές θα παραμείνουν σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι βρίσκονταν πριν την εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης.

Σε κλαδικό επίπεδο συναντούμε τις περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες προτίθενται να προχωρήσουν σε αύξηση τιμών στο εμπόριο (49,5%), ακολουθούν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις (39,4%) και τέλος οι επιχειρήσεις του ευρύτερου τομέα των υπηρεσιών (27,8%). Οι εντονότερες τάσεις ανατιμήσεων στο εμπόριο και την μεταποίηση είναι αναμενόμενες καθώς οι τομείς αυτοί εξαρτώνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από εισροές σε εμπορεύματα και βασικά αγαθά τα οποία ανατιμώνται διεθνώς σε σχέση με τον τομέα των υπηρεσιών. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις σε όρους κύκλου εργασιών και αριθμού εργαζομένων εμφανίζουν μεγαλύτερη ροπή για ανατιμήσεις σε σχέση με τις μικρότερες ενώ η γεωγραφική κατανομή των επιχειρήσεων δεν φαίνεται να επηρεάζει τη συγκεκριμένη μεταβλητή.

Διαβάστε ακόμη: