Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Leon Cooperman εμφανίζεται επιφυλακτικός όσον αφορά τις προοπτικές της χρηματιστηριακής αγοράς το τρέχον έτος.
Παρότι ο 77χρονος τιτάνας των hedge fund εξακολουθεί να “βλέπει” ευκαιρίες στην αγορά, προειδοποιεί για υπερβολική κερδοσκοπία και σημάδια “ευφορίας”. Ο Cooperman ανησυχεί ειδικότερα για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της αγοράς, λόγω του αυξανόμενου επιπέδου χρέους των ΗΠΑ και του ομοσπονδιακού ελλείμματος.
“Νομίζω ότι δανειζόμαστε από το μέλλον”, λέει. “Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ωθεί τους ανθρώπους πέρα από την καμπύλη κινδύνου και οδηγεί στις τιμές των μετοχών (υψηλότερα) δεν πρόκειται να τελειώσει καλά” όλο αυτό, προσθέτει.
Αν και ο Cooperman χαρακτηρίζει τη Federal Reserve ως “οδηγό” χάρη στα χαμηλά επιτόκια που υπόσχεται για το άμεσο μέλλον, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη και η οικονομική ανάπτυξη είναι απίθανο να βελτιωθούν μελλοντικά, υποστηρίζει. “Ο λόγος τιμή προς κέρδη είναι συνάρτηση αυτών των τριών παραγόντων – και κατά τη γνώμη μου, δύο από τους τρεις είναι αρνητικοί στην παρούσα φάση”, σημειώνει.
Ο θρυλικός επενδυτής, εργάστηκε για 25 χρόνια στη Goldman Sachs προτού ιδρύσει το hedge fund του, την Omega Advisors, το 1991. Η Omega Advisors απέκτησε καλή φήμη πολύ γρήγορα χάρη στις ισχυρές επιδόσεις της, επιτυγχάνοντας ετήσιες αποδόσεις της τάξης του 12% έως το 2018, οπότε ο Cooperman τη μετέτρεψε σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για την οικονομική ελιτ. Η περιουσία του, σύμφωνα με το Forbes, ανέρχεται σε 2,5 δισ. δολάρια.
Ο Cooperman θεωρεί ότι η αγορά σήμερα κατακλύζεται από “πάρα πολύ αισιοδοξία”, υποστηρίζοντας ότι ο δείκτης S&P 500 είναι πλήρως αποτιμημένος και αναμένει μικρές αποδόσεις μελλοντικά. “Κανείς δεν αναμένει πτώση του χρηματιστηρίου το 2021”, επισημαίνει ο Cooperman, προσθέτοντας ότι οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις για τον S&P 500 τοποθετούν τον δείκτη πάνω από τις 4.000 μονάδες (ο S&P 500 “αποχαιρέτησε” το 2020 ευρισκόμενος περίπου στις 3.700 μονάδες). “Όλοι βρίσκονται στην ίδια πλευρά του σκάφους – νομίζω ότι πρέπει να μας ανησυχεί αυτό”, σημειώνει.
Όπως αναφέρει, η υπόσχεση του προέδρου της Federal Reserve, Jerome Powell, για διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων τα επόμενα δύο ή τρία χρόνια, ενίσχυσε την “υπερβολική κερδοσκοπία” στην αγορά “μέσω του εξορθολογισμού του ύψους των αποτιμήσεων και σύνδεσής τους με τα επιτόκια”.
Όμως, προσθέτει ότι “τώρα είναι η ώρα να κινηθούμε συντηρητικά -δείτε απλώς την πορεία της μετοχής της Tesla, του Bitcoin, τους όγκους διαπραγμάτευσης και τη φρενίτιδα με τις αρχικές δημόσιες προσφορές (IPOs)- όλα αυτά αποτελούν σημάδια της υπερβολικής κερδοσκοπίας που επικρατεί στη Wall Street”.
Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής είναι επίσης ιδιαίτερα επιφυλακτικός και για την “έκρηξη” των SPAC (των εταιρειών εξαγοράς ειδικού σκοπού), φαινόμενο που χαρακτηρίζει “ένα ακόμη δείγμα της υπερβολής” που διέπει τη Wall Street. “Όλοι στρέφονται στην πρακτική των SPAC αυτό το διάστημα”, προειδοποιεί, προσθέτοντας ότι ο ίδιος απέρριψε την ευκαιρία να χρηματοδοτήσει μια εταιρεία “λευκής επιταγής” στα τέλη του 2020. “Ο κόσμος πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός”, σημειώνει.
Με βάση την οπτική του Cooperman, σήμερα υπάρχουν τρεις κατηγορίες στη χρηματιστηριακή αγορά.
Η πρώτη κατηγορία είναι η “αγορά των FAANG” που περιλαμβάνει τους τεχνολογικούς κολοσσούς, όπως το Facebook, η Amazon, η Apple, το Netflix και η μητρική της Google, Alphabet, οι οποίες όλες τους επωφελήθηκαν από τον “εγκλεισμό” στο σπίτι που “επέβαλε” η πανδημία του κορονοϊού. Παρότι αποτιμώνται σε πολύ υψηλά επίπεδα και διαπραγματεύονται με υψηλούς πολλαπλασιαστές κερδών, οι μετοχές των Big Tech κάνουν θραύση χάρη στην προσδοκώμενη ζήτηση των προϊόντων τους, σημειώνει ο Cooperman. “Αλλά με τα επιτόκια σε τόσο χαμηλά επίπεδα, οι FAANG δεν είναι υπερτιμημένες. Τίποτα δεν φαίνεται ακριβό”, προσθέτει.
Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που ο Cooperman χαρακτηρίζει ως “αγορά Robinhood”, η οποία αποτελείται από νέους, μικροεπενδυτές που επενδύουν μέσω χρηματιστηριακών εταιρειών που δεν χρεώνουν προμήθεια. Όπως εξηγεί, καθώς ο κόσμος έχει “εγκλωβιστεί” στα σπίτια του λόγω της πανδημίας, πολλοί από αυτούς τους νεόκοπους επενδυτές έχουν στραφεί σε πλατφόρμες όπως η Robinhood για να “τζογάρουν” στο χρηματιστήριο.
Αυτοί, όπως σημειώνει, “ποντάρουν” σε χρεοκοπημένες ή τριγκλίζουσες εταιρείες, όπως η Hertz, η Eastman Kodak και πολλοί μεγάλοι αερομεταφορείς, οι οποίες είδαν τις μετοχές τους να “βυθίζονται” εν μέσω της πανδημίας. “Πολλά πράγματα γίνονται σε αυτήν την αγορά που επιφανειακά δεν φαίνεται να έχουν και πολύ νόημα”, εξηγεί ο Cooperman και προσθέτει: “Σε αυτήν την αγορά θα πέσει κλάμα”.
Η τρίτη κατηγορία είναι αυτή που ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής αποκαλεί “υπόλοιπη αγορά, όπου μπορεί κάποιος ακόμη να εντοπίσει μετοχές με μεγάλη αξία”. Για κάποιον που μπορεί να διαχειριστεί τον κίνδυνο, εξακολουθούν να υπάρχουν ευκαιρίες, σημειώνει χαρακτηριστικά ο επενδυτής.
Οι επενδυτικές επιλογές του Cooperman
Παρά τις ανησυχίες που εκφράζει για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Wall Street, εξακολουθεί να πιστεύει σε ορισμένες μετοχές. Παρακάτω είναι οι πέντε κορυφαίες επιλογές του.
Alphabet Inc.
Μια από τις σημαντικότερες επενδύσεις του Cooperman είναι η Alphabet, μητρική εταιρεία της Google, στην οποία μάλιστα αύξησε τη θέση του το τελευταίο τρίμηνο. Θεωρεί ότι καθώς τα επιτόκια αναμένεται να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, η μετοχή της Google -η οποία είναι διαπραγματεύσιμη με τιμή 34 φορές τα επαναλαμβανόμενα κέρδη της- δεν είναι υπερτιμημένη, αντίθετα παραμένει ελκυστική. Οι μετοχές της Alphabet κατέγραψαν άνοδο 30% το προηγούμενο έτος παρά το πλήγμα που δέχθηκαν τα διαφημιστικά έσοδα της εταιρείας δεδομένου ότι καταβαραθρώθηκαν οι κλάδοι των ταξιδιών και του τουρισμού λόγω της πανδημίας. Οι αναλυτές αναμένουν, ωστόσο, ότι οι δύο αυτοί κλάδοι θα κινηθούν ανοδικά το 2021, καθώς οι επιχειρήσεις αρχίζουν να ανακάμπτουν από την πανδημία και οι διαφημίσεις το ίδιο. Παράλληλα, οι προοπτικές ανάπτυξης άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Alphabet, όπως είναι το YouTube και το Google Cloud, παραμένουν ισχυρές.
Ashland Global
Η βιομηχανία εξειδικευμένων χημικών προϊόντων είναι μία από τις προτιμώμενες επιλογές του Cooperman, με τον δισεκατομμυριούχο επενδυτή να διατηρεί θέση στην εταιρεία από το 2014. Παρότι η μετοχή της υποαπέδωσε το 2020 -σημειώνοντας άνοδο μόλις 3,2%-, ο Cooperman έχει λάβει αξιόλογα μερίσματα από την εταιρεία (η τρέχουσα μερισματικής της απόδοση κινείται στο 1,4%). Εκτιμά δε ότι η χημική εταιρεία θα έχει “σημαντικά περιθώρια επέκτασης” μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος αναδιάρθρωσης που υλοποιεί. Ο υφιστάμενος διευθύνων σύμβουλος της Ashland, Guillermo Novo, ανέλαβε το “τιμόνι” της εταιρείας στις αρχές του 2020, μετά από μια θητεία τριών ετών στην εταιρεία ημιαγωγών Versum Materials. Τα περιθώρια ανάπτυξης της Versum βελτιώθηκαν δραστικά με τον Novo στο “τιμόνι”, επισημαίνει ο Cooperman, προσθέτοντας: “Νομίζω ότι μπορεί να κάνει το ίδιο για την Ashland”.
Citigroup
Ο Cooperman είναι αισιόδοξος για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση της Federal Reserve τον Δεκέμβριο του 2020 ότι θα επιτρέψει στις τράπεζες να ξαναρχίσουν τις επαναγορές μετοχών το πρώτο τρίμηνο του 2021. Προτιμώμενη επιλογή του δισεκατομμυριούχου επενδυτή είναι η Citigroup, γιατί όπως σημειώνει έχει ισχυρή κεφαλαιακή θέση, ελκυστική μερισματική απόδοση (3,13% σήμερα) και οι μετοχές διαπραγματεύονται με discount σε σχέση με την ετήσια λογιστική της αξία. Παρότι η κάτω γραμμή των αποτελεσμάτων της Citi έχει πληγεί από τότε που ξεκίνησε η μείωση των επιτοκίων στα τέλη του 2019 και διαμορφώθηκαν εν τέλει στο 0,25% μετά την ύφεση που προκάλεσε ο κορονοϊός, ο Cooperman διαβλέπει άνοδο μετά τη λήξη της πανδημίας. “Δεδομένου ότι τελικά τα επιτόκια θα αυξηθούν, οι προοπτικές κερδοφορίας επίσης θα βελτιωθούν”, εκτιμά. Η μετοχή της Citi σημείωσε πτώση 24% εν μέσω της ύφεσης του κορονοϊού το 2020, αλλά έχει ανακάμψει πάνω από 10% από την αρχή του τρέχοντος έτους.
Largo Resources
Μία από τις μετοχές της Wall Street που σύμφωνα με τον Cooperman έχει διαφύγει της προσοχής των αναλυτών είναι η Largo Resources, από τους μεγαλύτερους παραγωγούς βαναδίου στον κόσμο, ένα κράμα του οποίου χρησιμοποιείται για την ενίσχυση του χάλυβα. Η μετοχή της εταιρείας, η οποία διαπραγματεύεται έναντι μόλις ενός δολαρίου και κάτι στις εξωχρηματιστηριακές αγορές και έχει τρέχουσα κεφαλαιοποίηση μόλις 630 εκατ. δολαρίων, είναι υποαποτιμημένη έναντι των κερδών της και δεν βαρύνεται με χρέος, εξηγεί ο Cooperman. [Η εταιρεία δεν είναι κερδοφόρα, αλλά διαπραγματεύεται με προσδοκώμενο p/e (τιμή προς κέρδη) 11 φορές]. Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής υποστηρίζει ότι η μελλοντική ζήτηση για κράμα βαναδίου θα είναι υψηλή, κυρίως λόγω της παραγωγής ρεκόρ χάλυβα στην Κίνα. Πιστεύει δε ότι η εν λόγω επένδυση ενέχει μικρό κίνδυνο σε σχέση με την υψηλή δυνητική της απόδοση.
Ligado Networks
Η μεγαλύτερη θέση του Cooperman σήμερα ωστόσο είναι σε ένα ομόλογο -και όχι σε μετοχή- το οποίο μάλιστα ο ίδιος χαρακτηρίζει “όχι συνετή επιλογή”. Τον Απρίλιο του 2020, η μη εισηγμένη εταιρεία ασύρματων επικοινωνιών Ligado Networks, έλαβε τελικά την έγκριση από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (Federal Communications Commission – FCC) των ΗΠΑ για την επαναχρησιμοποίηση των παλαιών αδειών δορυφορικού φάσματος που κατείχε για τη δημιουργία ενός νέου δικτύου 5G. (Η Ligado Networks έχει πολυτάραχη ιστορία: Παλαιότερα ονομαζόταν LightSquared και ιδρύθηκε από τον επενδυτή hedge fund -και πρώην δισεκατομμυριούχο- Phil Falcone. Κατέθεσε αίτηση πτώχευσης το 2012, όμως ανέκαμψε το 2015). Η FCC ενέκρινε ομόφωνα το σχέδιο ανάπτυξης δικτύου 5G της Ligado, παρά τις αντιρρήσεις αξιωματούχων του τομέα Άμυνας ότι το νέο δίκτυο θα εμπλέκεται με τα στρατιωτικά και εμπορικής χρήσης συστήματα GPS. Τον Οκτώβριο του 2020, η Ligado αναχρηματοδότησε χρέος ύψους 4 δισ. δολαρίων, μέσω έκδοσης δύο σειρών ομολογιών που προσέφεραν στους επενδυτές σημαντικές αποδόσεις έως και 17,5%. Ο Cooperman προτιμά ειδικά τις προνομιούχες ομολογίες που έχουν κουπόνι 15,5% και είναι τριετούς διάρκειας. “Υπάρχει πολύ μικρός κίνδυνος”, εξηγεί. Με τις ομολογίες να διαπραγματεύονται γύρω στα 100 δολάρια, ο Cooperman πιστεύει ότι θα μπορούσαν να φτάσουν τα 150 δολάρια μέσα στην επόμενη τριετία.