Ενώπιον ενός διπλού και δυσεπίλυτου προβλήματος θα βρεθεί τις επόμενες μέρες η κυβέρνηση αφού η τραγωδία των Τεμπών εισάγει νέα στοιχεία στην αντιπαράθεση των κομμάτων και αλλάζει την μέχρι σήμερα δυναμική στην πολιτικό παιχνίδι.
Μέσα στις επόμενες μέρες ο πρωθυπουργός θα κληθεί να απαντήσει σε δύο μείζονα ζητήματα:
Πρώτον ως προς την ημερομηνία των εκλογών και δεύτερον σε σχέση με το πολιτικό αφήγημα της κυβέρνησης στην διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Πρόκειται για δύο αλληλεξαρτώμενους παράγοντες, αφού η ΝΔ δεν μπορεί να οδεύσει προς τις εκλογές χωρίς να έχει χαράξει το πλαίσιο γύρω από το οποίο θα κινηθεί η προεκλογική της τακτική.
Τα Τέμπη επιβεβαίωσαν με τον πλέον τραγικό τρόπο τη ρήση, «όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος».
Είναι δεδομένο ότι μετά την τραγωδία και τα όσα έχουν έκτοτε επακολουθήσει, το εμφανιζόμενο ως χθες ισχυρό πλεονέκτημα της κυβέρνησης για την ανασύνταξη του κράτους και της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πολίτες οδεύει προς κατάρρευση.
Για το λόγο αυτό και το κυβερνών κόμμα θα πρέπει να αναζητήσει και να βρει ένα νέο πειστικό αφήγημα προκειμένου να διεκδικήσει εκ νέου των πρωτιά στις εκλογές.
Το «χαρτί» του εκσυγχρονισμού και της χρηστής διακυβέρνησης μοιάζει να έχει εξαντλήσει τα όρια του.
Ριζική επαναδιατύπωση απαιτεί και το πρόσταγμα της αυτοδυναμίας.
Η ΝΔ θα πρέπει να επαναπρονατολίσει την τακτική της αφού η απαίτηση της αυτοδυναμίας και μάλιστα με δεύτερο ή τρίτο γύρο εκλογών εφόσον αυτή δεν επιτευχθεί, ενέχει το κίνδυνο να την οδηγήσει σε πολιτική απομόνωση.
Υπάρχει βεβαίως και το ενδεχόμενο κυβερνητικής σύμπραξης με το ΠΑΣΟΚ.
Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι πολύ εύκολο , αφού αφενός λόγω της προεκλογικής πόλωσης το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη ενδέχεται να πιεστεί περαιτέρω και αφετέρου η ανάγκη μετεκλογικής του επιβίωσης δύσκολα θα το στρέψει σε συνεργασία με την ΝΔ .
Η ανάγκη για αλλαγή στρατηγικής είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο όπως αποκαλύψαμε χθες οι καλοπληρωμένοι σύμβουλοι επικοινωνίας που έχουν εγκατασταθεί στο Μέγαρο Μαξίμου και χαράζουν ερήμην των ψηφοφόρων και της κοινωνίας την πολιτική του μεγάλου και ιστορικού κόμματος της ΝΔ βιάζονται για εκλογές και πιέζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μην παρεκκλίνει της αρχικής ημερομηνίας της 9ης Απριλίου.
Ένα τέτοιο σενάριο όμως δύσκολα «βγαίνει» , κυρίως για πρακτικούς λόγους.
Κυρίαρχος εξ αυτών είναι η διακοπή των κοινοβουλευτικών εργασιών εξ αιτίας του τριήμερου εθνικού πένθους , με αποτέλεσμα την αναστολή και του πυκνού νομοθετικού έργου.
Ωστόσο διατυπώνονται και απόψεις από κυβερνητικά στελέχη κατά τις οποίες η μετάθεση του χρόνου των εκλογών θα πρέπει να γίνει και για πολιτικούς λόγους.
Η κυρίαρχη αυτή τη στιγμή αίσθηση είναι ότι από την κυβέρνηση θα καταβληθούν όλες οι δυνατές προσπάθειες ώστε οι κάλπες να στηθούν στις 9 Απριλίου, με ό,τι όμως αυτό συνεπάγεται σε όρους σύντμησης όλων των προθεσμιών.
Εφόσον αυτή η άποψη επικρατήσει, η Βουλή αναμένεται ότι θα κλείσει το αργότερο στις 17 Μαρτίου.
Αυτό θα σημάνει την απολύτως οριακή τήρηση των συνταγματικών περιθωρίων για τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η οποία είναι κατ’ ελάχιστον 21 ημέρες.
Κάθε άλλο ενδεχόμενο κρίνεται προς το παρόν ως παράγων περιπλοκής.
Αν δηλαδή οι κάλπες στηθούν στο τέλος του Απριλίου (23 ή 30 του μηνός, δεδομένου ότι στις 16 είναι το Πάσχα), η προεξοφλούμενη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση θα πρέπει να γίνει στις αρχές Ιουνίου, μέσα δηλαδή στην περίοδο των Πανελλαδικών Εξετάσεων.
Διαφορετικά, θα πρέπει να μετατεθεί η δεύτερη αναμέτρηση για μετά τα μέσα Ιουνίου, κάτι που όμως θα συνεπάγεται μία πολύ μακρά ενδιάμεση, δεύτερη προεκλογική περίοδο και μία επίσης ασυνήθιστα μακρά θητεία της υπηρεσιακής κυβέρνησης.
Ένα άλλο και ακραίο σενάριο είναι αυτό της μετάθεσης ολόκληρου του εκλογικού προγραμματισμού για τα μέσα ή τα τέλη Μαΐου.
Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη διεξαγωγή των δεύτερων εκλογών στις αρχές Ιουλίου, σχεδόν ταυτόχρονα δηλαδή με τη συμπλήρωση των τεσσάρων ετών από τις εκλογές του 2019.