Σε ΙΚΕ η οποία ανήκει σε εταιρεία που εδρεύει στη Βουλγαρία, πέρασε έναντι τιμήματος άνω των 4 εκατ. ευρώ, το 50% του πρώην βιομηχανικού συγκροτήματος των Μύλων Αλλατίνη στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Το συγκεκριμένο μερίδιο κατακυρώθηκε στη βουλγαρική εταιρεία, έπειτα από τον ανοιχτό πλειοδοτικό διαγωνισμό, που πραγματοποιήθηκε σήμερα, στον οποίο συμμετείχε και ο όμιλος Φάις, κάτοχος του υπόλοιπου 50% του εμβληματικού ακινήτου στην περιοχή της Σοφούλη, κοντά στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Η διαδικασία του πλειοδοτικού διαγωνισμού, στον οποίο η τιμή εκκίνησης είχε οριστεί σε 3,2 εκατ. ευρώ, άρχισε, σύμφωνα με πληροφορίες, στις 10 το πρωί και ολοκληρώθηκε ώρες αργότερα, καθώς οι δύο συμμετέχοντες έκαναν αλλεπάλληλες προσφορές, όπως επισημαίνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Συνεπεία του αποτελέσματος του διαγωνισμού, ο οποίος μετατέθηκε για τη σημερινή ημέρα κατόπιν αναβολής του στις 16 Νοεμβρίου, λόγω τεχνικού λάθους, το ιστορικό ακίνητο της Θεσσαλονίκης, σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα, ανήκει πλέον ισομερώς σε δύο ιδιοκτήτες, γεγονός που -όπως σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς- περιπλέκει την πολυαναμενόμενη αξιοποίηση του εξαιρετικού -αλλά παραδομένου στη φθορά επί δεκαετίες- βιομηχανικού κτηριακού συνόλου με τη μεγάλη ιστορία και τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική.

Ο πρώτος ατμοκίνητος αλευρόμυλος του συγκροτήματος ανεγέρθη το 1854, ενώ περίπου 30 χρόνια μετά, το 1882, ο χώρος πέρασε στα «χέρια» της οικογένειας Αλλατίνη, το όνομα της οποίας διατήρησε έκτοτε, παρότι στην πορεία άλλαξε ιδιοκτήτες. Ο πρώτος ατμόμυλος κάηκε το 1889 και στη θέση του ανεγέρθη νέος και μεγαλύτερος, τα σχέδια του οποίου έφεραν την υπογραφή του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Το συγκεκριμένο βιομηχανικό συγκρότημα θεωρείτο στις αρχές του 20ου αιώνα ως ένα από τα μεγαλύτερα της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η χαρακτηριστική καμινάδα, ύψους 35 μέτρων, που δεσπόζει στην «καρδιά» του συγκροτήματος και αποτελεί μάρτυρα της βιομηχανικής εποχής του ατμού στη Θεσσαλονίκη, χτίστηκε λίγο πριν την ανατολή του 20ού αιώνα. Γύρω στο 1900 χτίστηκαν επίσης σιλό σιταριού, εργαστήρια και βιομηχανικοί φούρνοι και το συγκρότημα απέκτησε σταδιακά την πλήρη μορφή του ώς το τέλος της δεκαετίας του 1920.