Η εφαρμογή της -προαναγγελθείσας πρακτικά- αύξησης των επιτοκίων κατά 0,25%-0,5% αναμένεται από την σημερινή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παράλληλα, αναμένεται να αποσαφηνιστούν οι λεπτομέρειες ενός νέου μηχανισμού για τον περιορισμό της διεύρυνσης των spreads μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, γνωστού και ως «εργαλείο κατά του κατακερματισμού» στις αγορές ομολόγων.
Οι οικονομολόγοι της Moody’s αναμένουν ότι οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης θα είναι οι κύριοι ωφελούμενοι και από τις δύο παραπάνω αυριανές ανακοινώσεις.
Ακόμη, εκφράζουν την εκτίμηση ότι της αυριανής αύξησης των επιτοκίων, που είναι η πρώτη στην ευρωζώνη μετά από 11 χρόνια, θα ακολουθήσει και άλλη στον Σεπτέμβριο.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, «τα υψηλότερα επιτόκια θα ωφελήσουν σημαντικά τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια και τη συνολική κερδοφορία όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών, αλλά το αποτέλεσμα θα είναι σταδιακό και θα ποικίλλει μεταξύ των χωρών».
Διευκρινίζουν πως: «Αναμένουμε ότι οι τράπεζες στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία θα αποκομίσουν μεγαλύτερα οφέλη σε σχέση με τις αντίστοιχες τράπεζες της Βόρειας Ευρώπης. Δεδομένου ότι ένα υψηλότερο ποσοστό τραπεζικών δανείων σε αυτές τις χώρες έχει κυμαινόμενα επιτόκια, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη και πιο αισθητή αύξηση των τραπεζικών εσόδων».
Από την άλλη, η Moody’s προβλέπει ότι η θετική επίδραση στα έσοδα θα είναι πιο σταδιακή και μέτρια στα τραπεζικά συστήματα με δάνεια κυρίως σταθερού επιτοκίου όπως η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία.
Οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης έχουν επίσης γενικά χαμηλότερους δείκτες δανείων προς καταθέσεις και υψηλότερα αποθέματα ρευστότητας από τις αντίστοιχες στη Βόρεια Ευρώπη. Συνεπώς, θα έχουν μεγαλύτερο όφελος όσον αφορά τα έσοδα από υψηλότερες αποδόσεις στα ρευστά περιουσιακά τους στοιχεία και δεν θα παρουσιάσουν σημαντικές αυξήσεις στο κόστος χρηματοδότησης χάρη στις μεγάλων καταθετικών βάσεων που διαθέτουν, οι οποίες δεν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στις κινήσεις των επιτοκίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του οίκου, οι ελληνικές τράπεζες έχουν το υψηλότερο “μαξιλάρι ρευστότητας” (μετρητά και ταμειακά υπόλοιπα), στο 19% των συνολικών assets, ενώ ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις είναι στο 61%, ο χαμηλότερος στην περιφέρεια αλλά και σε σχέση με τις τράπεζες του Βορρά.
Ο νέος μηχανισμός
Στις 21 Ιουλίου, η ΕΚΤ θα κοινοποιήσει επίσης λεπτομέρειες για το νέο εργαλείο «κατά του κατακερματισμού» που έχει σχεδιαστεί για να περιορίσει τη διεύρυνση της ψαλίδας των επιτοκίων αποδόσεων μεταξύ των κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη.
Η απόδοση των κρατικών ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών της ζώνης του ευρώ, όπως η Ιταλία, έχει αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα αναφοράς, προκαλώντας ανησυχίες για τις οικονομικές επιπτώσεις της επιβράδυνσης της ανάπτυξης και της αύξησης του πληθωρισμού, επισημαίνεται.
Ο μηχανισμός κατά του κατακερματισμού θα ωφελήσει επίσης κατά κύριο λόγο τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, οι οποίες κατέχουν μεγάλους όγκους κρατικών ομολόγων που είναι ιδιαίτερα επιρρεπή στη μεταβλητότητα των spread.
Στο τέλος του 2021 οι ιταλικές τράπεζες κατείχαν λίγο κάτω από τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ εγχώρια κρατικά ομόλογα, ενώ οι ισπανικές τράπεζες κατείχαν 246 δισ. ευρώ, οι πορτογαλικές τράπεζες 42 δισ. ευρώ και οι ελληνικές τράπεζες 30 δισ. ευρώ.
Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι τα μέτρα για τον περιορισμό των αυξανόμενων spread -τα οποία πιθανότατα θα περιλαμβάνουν την αγορά κρατικών τίτλων- δικαιολογούνται από την ανάγκη προστασίας της αποτελεσματικής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Αυτό συμβαίνει γιατί χωρίς έναν τέτοιο «μηχανισμό προστασίας της μετάδοσης» (“transmission protection mechanism”) η άνοδος των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων πέρα από το επίπεδο που δικαιολογείται από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια για εταιρείες και νοικοκυριά.
Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει στρεβλώσεις που θα εμπόδιζαν την κεντρική τράπεζα να εκπληρώσει την εντολή της για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και θα τροφοδοτούσε ανησυχία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ευρωζώνης.
Η ΕΚΤ ανησυχεί επίσης ότι η υψηλή έκθεση των τραπεζών σε ορισμένες χώρες σε ασταθή κρατικά ομόλογα μπορεί δυνητικά να περιορίσει την ικανότητά τους να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία.