Οι τρεις άνδρες που στέκονται έξω από το μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι, εκείνο το πρωινό Δευτέρας, περνούν απαρατήρητοι. Κανείς δεν γνωρίζει ότι πέρασαν την προηγούμενη νύχτα κρυμμένοι μέσα σε μία ντουλάπα. Νωρίς το πρωί, με το μουσείο ακόμα κλειστό, βγήκαν από τη ντουλάπα, σήκωσαν από τον τοίχο έναν πίνακα, τον κάλυψαν με μία κουβέρτα και κατευθύνθηκαν προς τον σταθμό Quai d’Orsay, όπου επιβιβάστηκαν στο τρένο εξπρές των 7:47, που φεύγει από την πόλη.
Είχαν μόλις κλέψει τη Μόνα Λίζα.
Μοιάζει δύσκολο να το πιστέψει κανείς σήμερα, όμως πριν από αυτή την κλοπή, η Μόνα Λίζα δεν ήταν γνωστή παρά μόνο στους μυημένους στην τέχνη. Ο Leonardo da Vinci την είχε ζωγραφίσει το 1507, αλλά μόνο τη δεκαετία του 1860 οι κριτικοί τέχνης άρχισαν να την βλέπουν σαν ένα αριστούργημα της αναγεννησιακής ζωγραφικής. Όμως ακόμα και έτσι, τις επόμενες δεκαετίες, το ευρύ κοινό απλά αγνοούσε την ύπαρξή της.
Την εποχή εκείνη, δεν ήταν ακόμα το διασημότερο έργο του Λούβρου. Δεν ήταν καν το «αστέρι» της αίθουσας στην οποία ήταν κρεμασμένη.
Για αυτό και όταν εξαφανίστηκε από τον τοίχο, χρειάστηκε να περάσουν 28 ώρες για να διαπιστώσει ο οποιοσδήποτε ότι έλειπε.
Αυτός που το παρατήρησε ήταν ένας καλλιτέχνης, που είχε στήσει το τρίποδό του, για να ζωγραφίσει σε εκείνη την αίθουσα του Λούβρου. Ενώ ένιωθε ότι δεν μπορούσε να δουλέψει χωρίς τη Μόνα Λίζα, εντούτοις η απουσία της δεν σήμανε συναγερμό. Τον καιρό εκείνο, βρισκόταν σε εξέλιξη μία προσπάθεια να φωτογραφηθούν τα έργα του Λούβρου. Αυτό σήμαινε ότι κάθε κομμάτι μεταφερόταν στην ταράτσα. Και όταν ο καλλιτέχνης έπεισε έναν φρουρό του μουσείου να πάει να ρωτήσει τους φωτογράφους πότε θα επέστρεφαν τη Μόνα Λίζα, εκείνος επέστρεψε λέγοντας: «Ξέρεις κάτι; Οι φωτογράφοι λένε ότι δεν την έχουν!».
Αυτό ήταν. Η Μόνα Λίζα έγινε διάσημη μέσα σε ένα βράδυ. Όταν το Λούβρο ανακοίνωσε την κλοπή, οι εφημερίδες από όλο τον κόσμο έγραψαν μεγάλους τίτλους για το αριστούργημα που χάθηκε. Η κλοπή έγινε εθνικό σκάνδαλο για τη Γαλλία.
Ειδικά καθώς υπήρχε η εντύπωση ότι Αμερικανοί εκατομμυριούχοι αγόραζαν την κληρονομιά της Γαλλίας, παίρνοντας στα χέρια τους τους καλύτερους πίνακες. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, υπήρχε η υποψία ότι ο Αμερικανός τραπεζίτης JP Morgan βρισκόταν πίσω από την κλοπή της Μόνα Λίζα. Ύποπτος θεωρήθηκε και ο Pablo Picasso, με αποτέλεσμα η αστυνομία να ανακρίνει τον καλλιτέχνη. Σενάρια ενέπλεκαν και τη Γερμανία, καθώς η Ευρώπη βρισκόταν στα πρόθυρα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι εντάσεις με τη Γαλλία κλιμακώνονταν, όπως γράφει το NPR.
Το Λούβρο έκλεισε τις πόρτες του για μία εβδομάδα και όταν άνοιξε και πάλι, ορδές ανθρώπων συνέρρευσαν για να δουν το άδειο σημείο του τοίχου, που είχε γίνει η ντροπή των Παριζιάνων.
Οι τρεις κλέφτες είχαν διαφύγει για τα καλά. Ήταν τρεις Ιταλοί: Τα αδέρφια Vincenzo και Michele Lancelotti και ο επικεφαλής της συμμορίας, Vincenzo Perugia, ένας τεχνίτης που δούλευε στο Λούβρο και μάλιστα είχε τοποθετήσει την γυάλινη προστατευτική προθήκη της Μόνα Λίζα.
Ο Perugia ήλπιζε να πουλήσει τον πίνακα. Όμως με την κλοπή της να κάνει τη Μόνα Λίζα διάσημη σε όλο τον κόσμο, ήταν αδύνατο. Οι εφημερίδες άρχισαν να υπόσχονται αμοιβές για όποιον επιστρέψει τον καμβά, όμως ο κλέφτης δεν πίστευε ότι θα γλίτωνε τη σύλληψη. Έτσι, έκρυψε τον πίνακα στον διπλό πάτο ενός μπαούλου, στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, όπου και θα παρέμενε για τα επόμενα δύο και πλέον χρόνια.
Τελικά, ο Perugia έκανε μια προσπάθεια να πουλήσει τη Μόνα Λίζα σε έναν έμπορο τέχνης στη Φλωρεντία. Όμως εκείνος ήταν καχύποπτος και ζήτησε από τον επικεφαλής μιας ιταλικής γκαλερί να εξετάσει τον πίνακα. Μόλις ο Perugia επέστρεψε σπίτι του, η αστυνομία του χτύπησε την πόρτα. Ο κλέφτης ισχυρίστηκε ότι ήθελε μόνο να επιστρέψει τη Μόνα Λίζα στην πατρίδα της, την Ιταλία. Ήταν πεπεισμένος ότι θα τον υποδέχονταν σαν εθνικό ήρωα. Αντ΄ αυτού, καταδικάστηκε σε επτά μήνες φυλακής.