Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μέρα απόλυτου πένθους για όλη την Χριστιανοσύνη, απόλυτης αργίας και νηστείας, η μέρα που γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος, όπου κορυφώνονται τα Πάθη του Χριστού και γίνεται η σταύρωσή του.
Γιώργος Σεφέρης
«Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο. Ο χτεσινός πλούτισε τη συλλογή μου. Ηταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. Άσπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid.
Κι η απαραίτητη εγγλεζοχιώτικη προφορά: κατ (h) ετ (h) έθης Κριστ (h) έ. Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο…» ( Το κείμενο είναι απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή- αντιστοιχεί στον Απρίλιο του 1932 – περίοδο κατά την οποία εργαζόταν στο Λονδίνο ως διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου και εμπεριέχεται στο: «Μέρες Β΄» Γιώργος Σεφέρης – εκδόσεις Ίκαρος 1975)
Η Μεγάλη Παρασκευή του Αντώνη Σουρούνη
Βαθιά θρησκευόμενοι ή μή, παλαιότεροι και πλέον σύγχρονοι, οι λογοτέχνες εμπνέονται- συγκλονίζονται απο το Θείο Δράμα και την της φύσεως άνοιξη, τα αντιμετωπίζουν ως «θρησκεία» δημιουργίας , πλουτίζουν με τον ιερό λόγο τη λογοτεχνική φαρέτρα τους και τον αποτυπώνουν σε κείμενα προσωπικά , σε ημερολόγια ζωής και έμπνευσης , τον μεταπλάθουν σε λογοτεχνικά έργα.
Εξάλλου : -«Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες;/ τίποτα-: μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς» (Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα Β’)
ή και… «… Πάσχα στο χωριό δε σημαίνει αναγκαστικά άσπρες λαμπάδες, κόκκινα αβγά και σουβλιστό αρνί την εποχή που βγαίνουν οι παπαρούνες. Ούτε και σταυρωτά φιλιά. Παπαρούνες μπορούν ν’ ανθίσουν και τον Γενάρη, φτάνει να το θες. Ο καθένας μπορεί ν’ αναστηθεί, όπου θέλει κι όποτε θέλει. Θα το καταλάβει όταν ασπαστεί τον εαυτό του. Κι επειδή μόνοι μας ερχόμαστε στον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε, ε, πρέπει, αν θέλουμε ν’ αναστηθούμε, να είμαστε κι εκεί μόνοι, ολομόναχοι. (Αντώνης Σουρούνης «Πάσχα στο χωριό» – εκδόσεις Καστανιώτης).
Η Μεγάλη Παρασκευή του Οδυσσέα Ελύτη
– Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. (Απόσπασμα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», εκδόσεις Γνώση).
Η Μεγάλη Παρασκευή του Νίκου Καζαντζακη
Μια κάρτα με τη δυναμική μορφή του Ιησού που εκδιώκει τους εμπόρους από τον ναό, (εκφράζει, σαφώς, την έννοια της «κάθαρσης» της Εκκλησίας από κάθε «ξένο» προς αυτήν στοιχείο) στέλνει το Πάσχα του 1926 απο την Ιερουσαλήμ ο μέγας κοινωνικός αναμορφωτής Νίκος Καζαντζάκης στον Ρεθυμνιώτη φίλο του επίσκοπο Βασίλειο Μαρκάκη (επίσκοπο τότε Αρκαδίας, με έδρα τις Μοίρες της Μεσσαράς Κρήτης και υποστηρικτή αργότερα της Εθνικής Αντίστασης)
«Ιερουσαλήμ Πάσχα 1926
Από την Αγία Πόλη Σας στέλνω ένα
χαιρετισμό γεμάτο σεβασμό και αγάπη.
Ποτέ δε Σας ξεχνώ κι αλησμόνητες μένουν
στον νου και στην καρδιά μου οι θαυμάσιες (-αστές;)
ώρες που πέρασα στην επισκοπή Σας
Καλή Λαμπρή κι ο Χριστός Ανέστη!
Ν. Καζαντζάκης».