Υπό ευνοϊκή συγκυρία για τις εγχώριες εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο αλλά με πλήθος ερωτημάτων για τις συνθήκες στην ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία ο Δεκέμβριος ο οποίος εισέρχεται την προσεχή εβδομάδα, φαίνεται ότι θα είναι ένας σύνθετος ή και περίεργος μήνας, που θα κλείσει ένα αν μη τι άλλο δύσκολο 2023.

Η Fitch την προσεχή Παρασκευή πρόκειται να ανακοινώσει την κρίσιμη όπως αναγνωρίζεται από πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες ετυμηγορία της για την ελληνική οικονομία.

Με αυτή θα κριθεί εάν η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους βασικούς διεθνείς δείκτες θα γίνει άμεσα, δηλαδή στις αρχές του 2024, ή θα μετατεθεί για αργότερα. Αυτό γιατί ενώ η χώρα έχει εξασφαλίσει επενδυτική βαθμίδα από τρεις αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης –S&P, DBRS και Scope Ratings–, μόνο η βαθμολογία που δίνει η S&P έχει ουσιαστικά σημασία για τις αγορές και τις εισροές των ελληνικών ομολόγων.

Στο πλαίσιο της σύνταξης των τελευταίων λεπτομερειών της έκθεσης του διεθνούς οίκου, στελέχη της Fitch και ο επικεφαλής αναλυτής του οίκου για την Ελλάδα, Φεντερίκο Μπαρίγκα, βρέθηκαν στην Αθήνα σε μία ιδιαίτερα θετική συγκυρία, αφού τις μέρες αυτές ολοκληρώθηκαν η συμφωνία Alpha Bank – UniCredit και η διάθεση του 22% της Εθνικής από το ΤΧΣ.

Όπως είναι ευρύτερα γνωστό η περαιτέρω βελτίωση στον τραπεζικό κλάδο αποτελεί έναν από τους παράγοντες που μπορεί να συμβάλουν στην αναβάθμιση της αξιολόγησης της χώρας.

Μία άλλη ευνοϊκή συγκυρία ήταν τα νέα στοιχεία για την υπεραπόδοση προϋπολογισμού στο δεκάμηνο, που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα, καθώς και οι νέες πολύ θετικές προβλέψεις της Κομισιόν, με την Επιτροπή να «βλέπει» ανάπτυξη υψηλών ταχυτήτων στην Ελλάδα (2,3% το 2024 από 2,4% φέτος και 2,2% το 2025), υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (1,1% του ΑΕΠ για φέτος, 2,5% το 2024 και 2,6% το 2025), και σημαντική μείωση του δείκτη χρέους από το 160,9% φέτος, στο 151,9% το 2024 και στο 147,9% το 2025 – δηλαδή μείωση 60 ποσοστιαίων μονάδων από την κορυφή του 2020 και το 207%.

Υπάρχει ακόμη ένα θετικό στοιχείο: Η πολύ θετική πορεία των ελληνικών ομολόγων με το κόστος δανεισμού της Ελλάδας να έχει κάνει βουτιά της τάξης του 18% από τις αρχές του έτους, καθώς η απόδοση του 10ετούς διαμορφώνεται στο 3,76% από 4,6% τον Ιανουάριο, ενώ το spread έχει καταγράψει μείωση 110 μονάδων βάσης και διαμορφώνεται πλέον στις 123 μ.β.

Άνω κάτω η Ευρωζώνη

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι παρά το θετικό αυτό δημοσιονομικό πλαίσιο το ελληνικό χρηματιστήριο μοιάζει αδύναμο να αξιοποιήσει περαιτέρω τη συγκυρία και να «ξεκολλήσει» εμφανώς από τα σημερινά επίπεδα, τη στιγμή μάλιστα που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δείχνει να διατηρεί την πολιτική κυριαρχία τουλάχιστον ως τις ευρωεκλογές.

Αυτό συμβαίνει γιατί το κλίμα που διαμορφώνεται διεθνώς τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, μοιάζει να κινείται μεταξύ καύσωνα και… παγετού. Δεν είναι μόνο οι ανοικτές πληγές του ουκρανικού και της κρίσης στη Μέση Ανατολή.

Η οικονομία στην ευρωζώνη βρίσκεται ενώπιον σύνθετων προβλημάτων ενώ στις προβλέψεις για τις αγορές πρωταγωνιστούν έντονες αναταράξεις.

Τα νέα από την Γερμανία δεν είναι καλά. Η χώρα βασικός πυλώνας της οικονομίας της ευρωζώνης κινείται σε αχαρτογράφητα νερά και βυθίζεται σε δημοσιονομική κρίση και προφανές ερώτημα το εάν αυτό θα προκαλέσει και πολιτική κρίση.

Μετά την πρωτοφανή απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που έκρινε την περασμένη εβδομάδα ως παράνομη και καταχρηστική τη μεταφορά αναξιοποίητων κεφαλαίων από την εποχή της πανδημίας στο νέο ταμείο πράσινης μετάβασης, ο προϋπολογισμός της χώρας τινάχθηκε στον αέρα καταγράφοντας μια «τρύπα» 60 δισ. ευρώ.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Christian Lindner, θα προτείνει συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το 2024, ο οποίος θα περιλαμβάνει την αναστολή των ορίων για νέο δανεισμό, καθώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη δημοσιονομική κρίση που προκλήθηκε από την απόφαση της ανώτατου συνταγματικού δικαστηρίου.

Παράλληλα, στην ευρωζώνη ολοένα και πιο πιθανό φαίνεται το σενάριο της ύφεσης έπειτα και από τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα για τις επιδόσεις του ιδιωτικού τομέα.

Σήμα, άλλωστε, για την κατάσταση που διαμορφώνεται έδωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς Ντε Γκίντος κάνοντας λόγο χθες για «ευσεβείς πόθους» των αγορών αναφορικά με τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Bloomberg: H EKT εξετάζει νέο εργαλείο αντιμετώπισης κρίσεων

Σκαμπανεβάσματα και στις ΗΠΑ

Παρότι στην ευρωζώνη οι συνθήκες δεν φαίνεται να είναι και τόσο ευνοϊκές, οι εκτιμήσεις για τις αγορές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι σχετικά πιο αισιόδοξες αλλά και από εκεί δεν λείπουν οι αβεβαιότητες.

Η Société Générale ορίζει στόχο τις 4.750 μονάδες για τον S&P 500 κατά τους πρώτους τρεις μήνες του έτους, γεγονός που θα τον φέρει σε κοντινή απόσταση από το ιστορικό υψηλό των 4.796 που έφτασε τον Ιανουάριο του 2022.

Όμως στη συνέχεια ο δείκτης των τιμών των αμερικανικών μετοχών μεγάλης κεφαλαιοποίησης θα μειωθεί κατά 12% στις 4.200 στα μέσα του 2024, καθώς μια ήπια ύφεση θα πλήξει τις ΗΠΑ προτού ανέλθει και πάλι προς τις 4.750 μονάδες το τέταρτο τρίμηνο καθώς η Federal Reserve αρχίζει να μειώνει τα επιτόκια, προσθέτει η SocGen.

«Μέχρι το τέλος του έτους αναμένουμε να δούμε μειώσεις επιτοκίων από τη Fed κατά 150 μονάδες βάσης, μια κάμψη στην αύξηση του ΑΕΠ και σαφήνεια στον κύκλο των πολιτικών εκλογών», έγραψε ο επικεφαλής της στρατηγικής μετοχών των ΗΠΑ, Manish Kabra.

Ο αναλυτής της γαλλικής τράπεζας δεν είναι ο μόνος κορυφαίος στρατηγός της Wall Street που προέβλεψε ότι ο δείκτης θα μπορούσε να φλερτάρει με υψηλά ρεκόρ το επόμενο έτος.

Ο David Kostin της Goldman Sachs δήλωσε νωρίτερα αυτό το μήνα ότι αναμένει ο S&P 500 να διαπραγματεύεται στις 4.700 μονάδες μέχρι το τέλος του 2024.

Σημειώνεται ότι τόσο η Bank of America όσο και η RBC Capital Markets έχουν θέσει στόχους στο τέλος του έτους στα 5.000, που θα έβλεπαν τον δείκτη να ξεπερνά άνετα τα προηγούμενα υψηλά όλων των εποχών.

Wall Street: Θα δούμε year-end ράλι στις μετοχές;

Αμοιβάδες και πολιτική κυριαρχία

Αν σε κάτι διακρίνεται η πέραν του κέντρου παράταξη μετά τη μεταπολίτευση του 1974 στη χώρα, είναι οι συνεχείς διαφωνίες και διασπάσεις.

Μπορεί οι ρυθμοί από τη δεκαετία του 1970 να έχουν επιβραδυνθεί, όμως τίποτε άλλο δεν έχει αλλάξει.

Μόνο που η πολυδιάσπαση της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς δεν προσομοιάζει με την αναπαραγωγή της αμοιβάδας.

Ποτέ ως σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι η πολλαπλή διαίρεση λειτουργεί πολλαπλασιαστικά, αφού το ανθρώπινο είδος διαφέρει από τα πρωτόζωα.

Μια απλή αναδρομή στην πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία αποδεικνύει ότι η πολυδιάσπαση των κομμάτων που καλύπτουν το ευρύ φάσμα της σημερινής αντιπολίτευσης ουδέν προσέφερε στις παρατάξεις της, αλλά αντιθέτως λειτούργησε ενισχυτικά για τις εκάστοτε κυβερνήσεις της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς.

Έτσι αναμένεται να συμβεί και τώρα. Όσα γίνονται στον ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούν συνθήκες πολιτικής κυριαρχίας στην κυβέρνηση.

Αν αυτή μετουσιωθεί σε παραταξιακή ηγεμονία μένει να αποδειχθεί κατά τους επόμενους πολλούς μήνες.

Πρώτος σταθμός θα είναι οι εκλογές της 9ης Ιουνίου για την ευρωβουλή.

Μέχρι τότε υπάρχει άφθονος πολιτικός χρόνος κατά το οποίο το απρόβλεπτο πάντα θα καραδοκεί για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη η οποία κατά την πρώτη περίοδο της νέας θητείας της, φαίνεται να ταλαντεύεται μεταξύ των γενναίων μεταρρυθμίσεων και μιας τυπικής διαχειριστικής λειτουργίας που αποφεύγει τις ρήξεις και τις τομές, προς όφελος των δήθεν κοινωνικών ισορροπιών.

Αρνητικές ενδείξεις ήδη εμφανίστηκαν: Το περιβόητο φορολογικό νομοσχέδιο αντί να αποβλέπει στην ρήξη με την παραοικονομία που κατά την Τράπεζα της Ελλάδος ανέρχεται σε 80 δισ. ευρώ ετησίως, επιχειρεί με οριζόντια μέτρα να ενισχύσει τα φορολογικά έσοδα της χώρας κατά 600 εκατ. ευρώ, για να καλύψει τις απαιτήσεις των Βρυξελλών.

Κάτι ακόμη, περισσότερο ανησυχητικό: Η συζήτηση για τα στελέχη που ακούγεται ότι θα προκριθούν για το ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ. γίνεται με όρους αναγνωσιμότητας και όχι back round ή πολιτικής επάρκειας και επιστημονικής βαρύτητας.

Διαβάστε ακόμη: