Η Λιβύη βρίσκεται, για μία ακόμα φορά, σε πολιτικό αδιέξοδο και υπάρχουν φόβοι για νέο εμφύλιο πόλεμο τη στιγμή που οι μεσολαβητές προσπαθούν να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο.

Η χώρα που είναι ήδη διχασμένη μεταξύ δύο αντίπαλων κυβερνήσεων στα ανατολικά και τα δυτικά, η Λιβύη βρίσκεται από τις αρχές Μαρτίου και με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις, όπως και την περίοδο 2014- 2021, όταν η χώρα βρισκόταν εν μέσω εμφυλίου μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Μουάμαρ Καντάφι το 2011.

Η κυβέρνηση που παρουσίασε ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Φάτι Μπασάγκα, την οποία ενέκρινε το κοινοβούλιο που έχει την έδρα του στην ανατολική Λιβύη, είναι σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση που εδρεύει στην Τρίπολη η οποία σχηματίστηκε στο πλαίσιο των συμφωνιών που υπογράφηκαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ υπό τον Αμπντελχαμίντ Ντμπεϊμπά, ο οποίος αρνείται να παραδώσει την εξουσία, αν πρώτα δεν πραγματοποιηθούν εκλογές.

Εξάλλου ο Μπασάγκα σχημάτισε την κυβέρνησή του αφού συνασπίστηκε με τον ισχυρό άνδρα της ανατολικής Λιβύης, τον στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, τον οποίο στηρίζει η Μόσχα.

Στις 10 Μαρτίου ένοπλες ομάδες που στηρίζουν τον Μπασάγκα πήραν θέση έξω από την Τρίπολη για να τον στηρίξουν, εγείροντας φόβους για αναζωπύρωση των εχθροπραξιών και κατάρρευση της κατάπαυσης του πυρός που ισχύει από τον Οκτώβριο του 2020.

«Χαμένο στοίχημα»

«Ο Μπασάγκα στοιχημάτισε στην πολιτική του τετελεσμένου, πείστηκε ότι έχοντας την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου (…) θα μπορέσει χωρίς δυσκολία να παραμερίσει την κυβέρνηση που στηρίζει η διεθνής κοινότητα. Όμως γρήγορα συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για ένα χαμένο στοίχημα», υπογραμμίζει ο Χάλεντ αλ Μοντασέρ καθηγητής διεθνών σχέσεων στο πανεπιστήμιο της Τρίπολης.

Η απεσταλμένη του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για τη Λιβύη Στέφανι Ουίλιαμς και ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νόρλαντ χρειάστηκε να καταβάλουν έντονη διπλωματική προσπάθεια για να αποκλιμακώσουν την ένταση μετά την κινητοποίηση των ένοπλων ομάδων που στηρίζουν τον Μπασάγκα και έκτοτε προσπαθούν να προωθήσουν μια έξοδο από την κρίση μέσω διαπραγμάτευσης.

Την προηγούμενη εβδομάδα οι μεγάλες δυνάμεις του Συμβουλίου Ασφαλείας εμφανίστηκαν ιδιαίτερα συνετοί στη διάρκεια συνεδρίασης του ΟΗΕ, αποφεύγοντας να στηρίξουν τη μία ή την άλλη πλευρά. Εξαίρεση αποτέλεσε η Ρωσία η οποία στήριξε ενεργά τη νέα κυβέρνηση του Μπασάγκα.

«Η εκτελεστική εξουσία στη Λιβύη είναι αντιμέτωπη με μια κρίση η οποία θα μπορούσε, αν δεν επιλυθεί, να οδηγήσει σε αστάθεια και σε παράλληλες κυβερνήσεις στη χώρα», προειδοποίησε η Ρόζμαρι ΝτιΚάρλο αναπλητώτρια γενικής γραμματέας του ΟΗΕ αρμόδια για Πολιτικές Υποθέσεις στην έναρξη της συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν αναζωπύρωση της σύγκρουσης

«Η διεθνής κοινότητα και κυρίως οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να δουν μια αναζωπύρωση της σύγκρουσης στη Λιβύη, κυρίως στο τρέχον πλαίσιο του ρωσοουκρανικού πολέμου», υπογραμμίζει ο πολιτικός αναλυτής Φάραζ αλ Ντάλι.

Αν και απεσταλμένοι και διπλωμάτες δεν θεωρούν σε αυτό το στάδιο πιθανό η Ρωσία να πιέσει τον Χάφταρ να βοηθήσει να εγκατασταθεί με τη βία η κυβέρνηση Μπασάγκα στην Τρίπολη, κάποιοι αναλυτές εκτιμούν ότι η Μόσχα ενδέχεται να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να διαταράξει την παραγωγή πετρελαίου στη Λιβύη και να διατηρήσει την πίεση στις αγορές.

Ομάδες πιστές στο Χάφταρ απείλησαν όντως την προηγούμενη εβδομάδα ότι θα κλείσουν τους πετρελαϊκούς σταθμούς στην ανατολική Λιβύη, τη στιγμή που οι βιομηχανοποιημένες χώρες πιέζουν τα μέλη του Opec, στον οποίο ανήκει η Λιβύη, να αυξήσουν την παραγωγή τους για να καθησυχάσουν την αγορά.

Ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε ρωσική επιρροή, η προσφυγή στη στρατιωτική επιλογή είναι «θεωρητικά πιθανή» για τον Μπασάγκα, διότι μπορεί να βασίζεται σε ένοπλες ομάδες της δυτικής Λιβύης, εκτιμά ο Μοντασέρ.

Όμως αυτό θα σημάνει «τον θάνατο» της κυβέρνησής του καθώς θα την σπρώξει προς «μια ένοπλη σύρραξη η οποία μπορεί να διαρκέσει μήνες ή και χρόνια», προειδοποιεί.

Με δεδομένο ότι και οι δύο πλευρές έχουν τα πάντα να χάσουν και τίποτα να κερδίσουν από την αναζωπύρωση των εχθροπραξιών, «ένας πολιτικός διάλογος» παραμένει η πιο λογική οδός για την επίτευξη ενός συμβιβασμού «μέσω κάποιων υποχωρήσεων» και από τις δύο πλευρές, καταλήγει.