Εκατόν εξήντα μια ελληνικές αρχαιότητες «άγνωστης προέλευσης», που είχαν δωρηθεί από τον Αμερικανό πολυεκατομμυριούχο Λέοναρντ Στερν στο «Ινστιτούτο Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού» με έδρα το Ντελαγουέρ, επαναπατρίζονται, σύμφωνα με το ΥΠΠΟΑ,και η συμφωνία αυτή θα γίνει «χωρίς καμία απολύτως οικονομική επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου».
Οι αρχαιότητες αυτές αποτελούν εξαιρετικά σπάνια, παγκοσμίως μοναδικά δείγματα της τέχνης και της τεχνικής του Κυκλαδικού Πολιτισμού της 3ης προχριστιανικής χιλιετίας και παρέχουν νέα δεδομένα στην επιστημονική γνώση αυτής της περιόδου.
Η πρώτη παγκόσμια προβολή μέρους της συλλογής προς το κοινό θα διενεργηθεί στην Ελλάδα με την έκθεσή τους στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης από την 1η Νοεμβρίου 2022 έως τις 31 Οκτωβρίου 2023. Θα εκτεθούν δεκαπέντε από αυτές τις αρχαιότητες για έναν χρόνο.
Οι υπόλοιπες θα εκτεθούν στο ΜΕΤ, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, με δεδηλωμένη την ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους και τη σήμανση «Hellenic Republic – Ministry of Culture and Sports» που υιοθετείται για πρώτη φορά.
Σύμφωνα με όσα κατατέθηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, η αίθουσα στο ΜΕΤ με την ως άνω ένδειξη της ιδιοκτησίας του Ελληνικού Κράτους έχει δεσμευθεί, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου, για «διαρκή και πολυετή επί 50 έτη προβολή του Κυκλαδικού Πολιτισμού», κάτι που σημαίνει ότι η συλλογή πιθανώς θα έρχεται κατά τμήματα στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια και εκεί θα εκτίθεται ως μακροχρόνιο δάνειο.
Οι λεπτομέρειες πρόκειται να ανακοινωθούν στη Βουλή και θα αναφέρονται σε μνημόνιο με το ΜΕΤ που θα υπογραφεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022.
Ο ίδιος έχει περιγράψει τον εαυτό του ως έναν αυτοδημιούργητο άνθρωπο, αποφασισμένο να γίνει «ο νεότερος των πλουσίων και στη συνέχεια ο πλουσιότερος των πλουσίων».
Ιδιοκτήτης μέχρι τώρα της συλλογής των αρχαιοτήτων είναι, σύμφωνα με πληροφορίες της LIFO, ο 84χρονος Λέοναρντ Ν. Στερν, του οποίου η περιουσία, σύμφωνα με το Forbes, εκτιμάται σε 6,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο ίδιος έχει περιγράψει τον εαυτό του ως έναν αυτοδημιούργητο άνθρωπο, αποφασισμένο να γίνει «ο νεότερος των πλουσίων και στη συνέχεια ο πλουσιότερος των πλουσίων»
Η δυναστεία της οικογένειας Στερν ξεκίνησε όταν ο πατέρας του Λέοναρντ, Μαξ Στερν, εγκατέλειψε τη Γερμανία, αφού η επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας που είχε πτώχευσε. Ήταν 28 ετών και έφτασε στις ΗΠΑ το 1926, θέλοντας να φύγει από τη Γερμανία της οικονομικής αναταραχής και του πληθωρισμού με το πιο πολύτιμο απόκτημά του: πέντε χιλιάδες καναρίνια, τα οποία είχε λάβει ως πληρωμή για ένα χρέος και χωρίς να μιλά αγγλικά.
Ο Στερν άρχισε να πουλάει τα καναρίνια σε πολύ χαμηλή τιμή και εκ του μηδενός δημιούργησε μια νέα τάση στην αμερικανική ιδιοκτησία κατοικίδιων ζώων, κάνοντας τη μαζική εμπορία ζωντανών κατοικίδιων ζώων εξαιρετικά επικερδή. Το 1932 ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ζώων στην Αμερική. Θεωρήθηκε αριστοτέχνης έμπορος και η επιχείρηση Hartz Mountain επεκτάθηκε σε όλα τα είδη γύρω από τα κατοικίδια ζώα.
Ο Λέοναρντ Νόρμαν Στερν, ο δευτερότοκος γιος του, κατάφερε να οδηγήσει την εταιρεία κατοικίδιων του πατέρα του σε δυσθεώρητα ύψη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, κάνοντας τη φίρμα τον κορυφαίο κατασκευαστή και επώνυμο εμπορικό σήμα της Αμερικής για είδη κατοικίδιων ζώων.
Αγόρασε τη Village Voice από τον Μέρντοχ, σε ηλικία σαράντα επτά ετών, και είχε ανακηρυχθεί από το περιοδικό Forbes ως ένας από τους 400 πλουσιότερους Αμερικανούς, με καθαρή περιουσία άνω των 550 εκατομμυρίων δολαρίων.
Όντας συντηρητικός πολιτικά, ο Στερν φαινόταν ακατάλληλος για να ηγηθεί της έντονα προοδευτικής εβδομαδιαίας εφημερίδας Village Voice. Εκείνη την εποχή ίδρυσε τη Stern Publishing, αγοράζοντας παρόμοιες εκδόσεις σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των The LA Weekly, City Pages, Seattle Weekly, Long Island Voice, Cleveland Free Press και City Pages στη Μινεάπολη, για να γίνει ο μεγαλύτερος εκδότης εναλλακτικών εβδομαδιαίων εφημερίδων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τη V.V. την πούλησε το 2000, όταν η κυκλοφορία της είχε μειωθεί, καθώς η εφημερίδα άρχισε να χάνει το σχεδόν μονοπώλιό της στις εβδομαδιαίες πολιτιστικές ειδήσεις και τις λίστες ψυχαγωγίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με την άφιξη των The Observer, New York Press και Time Out. Παράλληλα η κουτσομπολίστικη εφημερίδα East Side Express, στην οποία επένδυσε, κατέρρευσε μετά από λίγους μήνες.
Εξέδιδε ταυτόχρονα περιοδικά για ακίνητα, μηχανήματα καθαρισμού χαλιών και ξεκίνησε τη διανομή γενικών εμπορευμάτων, χτίζοντας μια αυτοκρατορία και πουλώντας διαρκώς τις επιχειρήσεις που δημιουργούσε. Απέκτησε την ίδια εποχή περισσότερα από 210 κτίρια, βιομηχανικούς χώρους, καταστήματα, ξενοδοχειακούς χώρους στη Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ, συμπεριλαμβανομένων των μοντέρνων ξενοδοχείων New York Soho και Tribeca Grand Hotels, καθώς και της έδρας της εταιρείας στη λεωφόρο Μάντισον 667 στη Νέα Υόρκη.
Ο Ντόναλντ Τραμπ τον περιέγραψε το 1987, ως «έναν ελεύθερο τύπο, πολύ ικανό, που αρνείται να ριζώσει σε έναν επιχειρηματικό κλάδο». Περιγράφοντας την ανατροφή του ως «άνετη», ο Λέοναρντ δήλωσε στη Wall Street Journal ότι η φιλανθρωπία «είναι απλώς μέρος της ζωής… Είμαι γιος ενός μετανάστη πατέρα που ξόδευε το 40% του χρόνου του σε κοινωφελείς εργασίες».
Νούμερο 84 των 400 πλουσιότερων Αμερικανών
Tο 2009 o Στερν ανακηρύχθηκε από το Forbes ως νούμερο 84 των 400 πλουσιότερων Αμερικανών, με καθαρή αξία γύρω στα 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια και ως πηγές του πλούτου του τα ακίνητα και τις επιχειρήσεις που δημιούργησε μόνος του.
Ο Λέοναρντ έχει υπάρξει πολύ ενεργός στις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες, δημιούργησε σπίτια για αστέγους, προγράμματα εκπαίδευσης ενάντια στον αλφαβητισμό, φροντιστήρια και ένα πρόγραμμα για την ανάπτυξη της ετοιμότητας των εργαζομένων. Το 2011 ανέλαβε την πρωτοβουλία «Milk From the Heart» για την παροχή δωρεάν γάλακτος σε οικογένειες με χαμηλό εισόδημα στη Νέα Υόρκη.
Ωστόσο, ορισμένοι βλέπουν τη φιλανθρωπική του δράση ως βιτρίνα. Ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, αξιωματούχοι της πόλης και κάτοικοι με χαμηλό εισόδημα εκτοπίστηκαν από τα αναπτυξιακά του σχέδια και το όραμά του για εξευγενισμό στο βόρειο Τζέρσεϊ, το οποίο οδήγησε σε αύξηση των αστέγων, σε εκδίωξη φτωχών ισπανόφωνων από το Χομπόκεν και σε κατεδάφιση ιστορικών κτιρίων.
Το 1987 παντρεύτηκε την Άλισον Μάχερ, πρώην μοντέλο, που μεγάλωσε πολύ φτωχή στο Κεντάκι. Το ζευγάρι ζει σήμερα κυρίως σε ένα από τα μοναδικά αρχοντικά της Νέας Υόρκης, στην Πέμπτη Λεωφόρο, γεμάτο με την τέχνη που αγαπά ο Λέοναρντ.
Ο ίδιος είναι εξαιρετικός γνώστης της ελληνορωμαϊκής τέχνης και διαθέτει μια πολύ εκτεταμένη συλλογή που στρέφεται κυρίως γύρω από ελληνορωμαϊκά τεχνουργήματα και πίνακες του ιμπρεσιονισμού και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, έργα του Βαν Γκογκ και του Μοντιλιάνι.
Η συλλογή του είναι μυστική και κανένας –όπως συμβαίνει με όλους τους «υπερβολικά πλούσιους»– δεν γνωρίζει τι ακριβώς περιέχει. Από εκεί προέρχονται τα 161 κομμάτια που θα ανήκουν εφεξής στο ελληνικό κράτος.
Εξάλλου, είναι μια λύση και για τον Στερν αλλά και για όλους τους συλλέκτες να δωρίζουν μέρη της συλλογής τους που ενδεχομένως να έχουν αποκτηθεί «με ύποπτο τρόπο», καθώς η λατρεία τους στην ελληνορωμαϊκή τέχνη δεν μπορεί να είναι «νόμιμη», αν τα έχουν στο σπίτι τους, αλλά ούτε μπορούν να τα εκθέσουν ή να τα δανείσουν σε μουσεία, σύμφωνα με τους πολύ αυστηρούς πλέον αμερικανικούς νόμους και το κυνήγι της αρχαιοκαπηλίας ή της παράνομης απόκτησης έργων τέχνης, ζητήματα που είναι στο επίκεντρο διαρκούς συζήτησης αυτή την εποχή.
Ο Λέοναρντ Στερν έμεινε πιστός σε μια παράδοση που έλεγε ότι οι μετανάστες έπρεπε να παραμείνουν εφευρετικοί, ευέλικτοι και όχι μόνο να εκμεταλλευτούν τις υπάρχουσες ευκαιρίες, αλλά να οραματιστούν και να δημιουργήσουν νέες, ακόμη και όταν έχουν περάσει προ πολλού το σημείο που χρειαζόταν να εργαστούν για χρήματα, κάτι που Στερν έκανε ρισκάροντας, ακόμα και όταν απέκτησε μια αμύθητη περιουσία.