Την ανησυχία του για την πορεία των εταιρειών που έχουν αναλάβει τη διαχείριση κόκκινων δανείων ύψους 120 δισ. ευρώ εκφράζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε ειδική μελέτη, σημειώνοντας ότι η αποτελεσματικότητά τους στις ανακτήσεις είναι ως τώρα χαμηλή και ζητώντας από την Τράπεζα της Ελλάδος να ασκήσει αυστηρότερη εποπτεία και να επιβάλλει μεγαλύτερη διαφάνεια, ώστε να αποφευχθούν αστοχίες που θα επιβαρύνουν, τελικά, τον κρατικό προϋπολογισμό και τις τράπεζες.

Σε ειδική ανάλυση για τις εταιρείες διαχείρισης δανείων, που συνοδεύει τη νέα έκθεση του άρθρου IV, το ΔΝΤ επισημαίνει τους κινδύνους που υπάρχουν στον ορίζοντα της ελληνικής οικονομίας μετά τη μεταφορά τεράστιου ύψους προβληματικών δανείων σε ειδικά fund και την ανάθεση της διαχείρισής τους σε servicers, οι οποίοι, όπως τονίζει το Ταμείου, έχουν γίνει πλέον κρίσιμοι παίκτες, καθώς έχουν φθάσει να διαχειρίζονται δάνεια άνω των 120 δισ. ευρώ.

Οι ίδιες οι εταιρείες διαχείρισης δεν αναλαμβάνουν πιστωτικό κίνδυνο και δεν ρισκάρουν δικά τους κεφάλαια. Όμως, δείχνουν ήδη, όπως επισημαίνει το Ταμείο, αδυναμία στις ανακτήσεις, που δεν προχωρούν με τους προβλεπόμενους ρυθμούς, με αποτέλεσμα να εκτίθεται σε κίνδυνο το Ελληνικό Δημόσιο, που έχει χορηγήσει εγγυήσεις μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», αλλά και οι ίδιες οι τράπεζες, που κρατούν στα χαρτοφυλάκια τους τα καλύτερα -και εγγυημένα από το Δημόσιο- τιτλοποιημένα κόκκινα δάνεια.

Το Ταμείο συνιστά στην κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι θα εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει, κυρίως σε ό,τι αφορά τον νέο πτωχευτικό νόμο και στην Τράπεζα της Ελλάδος να «σφίξει τα λουριά» της εποπτείας, ώστε να προληφθούν «ατυχήματα».

Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων, στην ειδική ανάλυσή του το Ταμείο:

  • Οι εταιρείες διαχείρισης πιστώσεων ενεργούν για λογαριασμό αγοραστών Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (σ.σ.: ξένα funds), ανεξάρτητα από τις τράπεζες που προχώρησαν σε τιτλοποιήσεις ΜΕΔ. Η πώληση δανείων μέσω του προγράμματος «Ηρακλής» ισχύει μόνο εάν υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ αγοραστή ΜΕΔ και διαχειριστή πιστώσεων. Οι servicers πιστώσεων είναι ελληνικές, εποπτευόμενες εταιρείες, οι οποίες, αν και νομικά ανεξάρτητες, συνεργάζονται με τράπεζες που έχουν προχωρήσει σε πωλήσεις δανείων. Οι τράπεζες έχουν παράσχει λειτουργική στήριξη στις εταιρείες διαχείρισης, ενώ τρεις μεγάλες τράπεζες διατήρησαν επίσης μειοψηφικό μερίδιο 20%.
  • Δεδομένου ότι οι πάροχοι πιστώσεων δεν εκτίθενται σε πιστωτικό κίνδυνο από τα ΜΕΔ που διαχειρίζονται, η ελληνική κυβέρνηση και τελικά οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τους κινδύνους. Οι servicers πιστώσεων δεν αναλαμβάνουν πιστωτικό κίνδυνο στους ισολογισμούς τους, παράγουν έσοδα από προμήθειες διαχείρισης σύμφωνα με μακροχρόνιες συμφωνίες διαχείρισης που έχουν υπογραφεί με τράπεζες και επενδυτές ΜΕΔ.
  • Στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής», το Ελληνικό Δημόσιο εγγυάται τίτλους που πρέπει να βαθμολογούνται τουλάχιστον από έναν οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας με βαθμολογία όχι χαμηλότερη από το BB-. Έτσι, σε περίπτωση που προκύψουν πρόσθετες ζημίες από τις ανακτήσεις ΜΕΔ, η πιθανή ενεργοποίηση της κρατικής εγγύησης μπορεί να αποτελέσει πηγή κινδύνου για την κυβέρνηση και, εν τέλει, για τις τράπεζες, σε περίπτωση που εξαντληθεί η κρατική εγγύηση.
  • Ο τομέας της διαχείρισης δανείων είναι αρκετά συγκεντρωμένος στην Ελλάδα. Μέχρι το τέλος του 2021, 24 εταιρείες είχαν λάβει άδεια από την ΤτΕ, εκ των οποίων οι 16 ήταν ενεργές. Οι τέσσερις μεγάλοι παίκτες (Cepal, DoValue, Intrum και QQuant) είχαν κυριαρχία στην αγορά με μερίδιο 88% των συνολικών δανείων που ανατέθηκαν σε εταιρείες διαχείρισης και το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους ανήκει σε ξένους επενδυτές που ειδικεύονται στην αναδιάρθρωση προβληματικού χρέους.
  • Οι ελληνικές εταιρείες διαχείρισης δανείων, οι οποίες ασχολούνται με τη διαχείριση χαρτοφυλακίων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής», δεσμεύονται να επιτύχουν τους στόχους επιδόσεων της ανάκτησης ΜΕΔ μέσω συμφωνημένων επιχειρησιακών σχεδίων. Τα επιχειρηματικά σχέδια των servicers και των αγοραστών ΜΕΔ είναι εμπιστευτικά.
  • Μέχρι στιγμής, η δευτερογενής αγορά ΜΕΔ δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί σημαντικά στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι τα ΜΕΔ έχουν μεταβιβαστεί σε αγοραστές πιστώσεων κυρίως μέσω πρωτογενών πωλήσεων τιτλοποίησης, περισσότερο από ό,τι με άμεσες πωλήσεις, η διαχείριση του προβληματικού χρέους γίνεται μέσω συμφωνιών στα πλαίσια τιτλοποιήσεων. Ως εκ τούτου, οι μεταπωλήσεις ΜΕΔ στη δευτερογενή αγορά δεν είναι συνήθης πρακτική, αλλά αναμένεται να αναπτυχθούν, ειδικά όταν ο «Ηρακλής» λήξει.
  • Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα από τις δραστηριότητες των servicers είναι μικροί. Όμως, μη αναμενόμενες πρόσθετες ζημίες από τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια ΜΕΔ θα έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο μέσω των κρατικών εγγυήσεων ομολογιών ανώτερης εξασφάλισης που κατέχουν οι τράπεζες. Ζημίες πέραν του μέγιστου ποσού εγγύησης ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στις τράπεζες. Οι ίδιες οι εταιρείες διαχείρισης εκτίθενται σε συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς κινδύνους από μικροπροληπτική άποψη, δηλαδή σε λειτουργικούς κινδύνους.

Το Ταμείο σημειώνει ότι είναι πολλά τα ζητήματα που πρέπει πρέπει να αντιμετωπιστούν για να γίνει αποτελεσματικά η ανάκτηση δανείων από τις εταιρείες διαχείρισης:

  • Η διαφάνεια της αγοράς είναι χαμηλή, με λίγες διαθέσιμες και αξιόπιστες δημόσιες πληροφορίες για την ελληνική αγορά ΜΕΔ, τους επενδυτές ΜΕΔ και τους φορείς διαχείρισης πιστώσεων.
  • Η δημοσιοποίηση των επιδόσεων και των κινδύνων ανάκτησης ΜΕΔ είναι ανεπαρκής, γεγονός που καθιστά δύσκολο για τους ξένους να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των ανακτήσεων ΜΕΔ.
  • Η εποπτεία των εταιρειών διαχείρισης θα μπορούσε να ενισχυθεί, με πιο εμπεριστατωμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις που πρέπει να διενεργούνται μετά την υποχώρηση της πανδημίας.
  • Η απόδοση ανάκτησης του προβληματικού χρέους από τους πιστωτικούς φορείς ήταν αδύναμη μέχρι στιγμής. Η αύξηση της αβεβαιότητας σχετικά με την ικανότητά τους να συμμορφώνονται μακροπρόθεσμα με τα επιχειρηματικά σχέδια, προστίθεται στη συνολική αβεβαιότητα που αυξάνεται σταθερά από το 2022.