Είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία ήταν η υψηλή αύξηση του ποσοστού ανεργίας και η μεγάλη μείωση της απασχόλησης, εξελίξεις με έντονες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Eurobank, η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε στη μείωση της ζήτησης, της παραγωγής και ως εκ τούτου της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών της εργασίας και του κεφαλαίου. Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το ποσοστό ανεργίας, δηλαδή ο λόγος των ανέργων προς το εργατικό δυναμικό ή διαφορετικά ένα μέτρο του βαθμού χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας, από 7,8% το 2008 αυξήθηκε στο 27,5% το 2013 (μέγεθος παρόμοιο με εκείνο στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες την περίοδο του Great Depression 1929-1933), ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων από τα 4.610,5 χιλ. άτομα το 2008 συρρικνώθηκε στα 3.513,2 χιλ. άτομα το 2013.

Από το 2014, έτος κατά το οποίο ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα πέρασε σε θετικό έδαφος, έστω και οριακά (+0,5%), για πρώτη φορά από το 2007, το ποσοστό ανεργίας ακολουθεί καθοδική τροχιά και η απασχόληση ενισχύεται συμβάλλοντας στην ανάκαμψη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, την 9ετία 2014-2022 το ποσοστό ανεργίας συρρικνώθηκε κατά 15,0 ποσοστιαίες μονάδες (μέση ετήσια μεταβολή -1,7 ποσοστιαίες μονάδες) και ο αριθμός των απασχολούμενων αυξήθηκε κατά 627,4 χιλ. άτομα (μέση ετήσια μεταβολή +1,9%).

Η εν λόγω θετική εξέλιξη αποτυπώνεται στην αύξηση του συνόλου των αμοιβών των απασχολούμενων κατά 17,5% σε τρέχουσες τιμές και κατά 8,3% σε σταθερές τιμές την 9ετία 2014-2022. Παρά ταύτα, το 2022 το σύνολο των αμοιβών εργασίας σε τρέχουσες τιμές ήταν μικρότερο κατά 13,8% σε σύγκριση με την κορυφή του 2009 (-26,5% σε σταθερές τιμές) αντανακλώντας τη μεγάλη απόκλιση που εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσα στα τρέχοντα και στα προ κρίσης χρέους επίπεδα εγχώριας παραγωγής και εισοδήματος.

Μέχρι και το 2020 η ενίσχυση του συνόλου των αμοιβών εργασίας προερχόταν αποκλειστικά από την αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων (αποτέλεσμα κλίμακας). Όπως αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο Σχήμα 2.2, οι αμοιβές ανά απασχολούμενο μετά τις απώλειες που υπέστησαν την περίοδο 2010-2014 (-20,1% σε τρέχουσες τιμές και -25,1% σε σταθερές) παρέμειναν κατά μέσο όρο στάσιμες την περίοδο 2015-2020. Συνεπώς, μετά τη βαθιά ύφεση της κρίσης χρέους, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από μείωση του ποσοστού ανεργίας, αύξηση της απασχόλησης αλλά και στασιμότητα των αμοιβών ανά απασχολούμενο, δηλαδή των μισθών.

Το 2021 και το 2022 καταγράφηκε αύξηση των αμοιβών ανά απασχολούμενο κατά 2,5% και 1,5% αντίστοιχα, ενώ το πρώτο τρίμηνο 2023 σημειώθηκε επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμού μεταβολής στο 5,6%. Πέραν της αύξησης των ονομαστικών μισθών και της απασχόλησης το πρώτο τρίμηνο 2023, ενίσχυση σημειώθηκε και στις υπόλοιπες κατηγορίες πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών, όπως το λειτουργικό πλεόνασμα / μικτό εισόδημα και το εισόδημα περιουσίας, συμβάλλοντας σημαντικά στην ετήσια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος (11,3% σε τρέχουσες τιμές).

Ωστόσο τα προαναφερθέντα μεγέθη είναι ονομαστικά, δηλαδή δείχνουν την αύξηση των αμοιβών ανά απασχολούμενο σε όρους νομισματικών μονάδων και όχι σε όρους αγοραστικής δύναμης αγαθών και υπηρεσιών. Λαμβάνοντας υπόψιν τον υψηλό πληθωρισμό του περασμένου έτους (+9,3%), σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενου λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας και των προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και στο εμπόριο, οι πραγματικές αμοιβές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα μετά από αύξηση 1,9% το 2021, συρρικνώθηκαν κατά 7,1% το 2022, ενώ το πρώτο τρίμηνο 2023 η μείωση ήταν σαφώς ηπιότερη στο 0,7% λόγω της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και της περαιτέρω αύξησης των ονομαστικών μισθών.

Στο τέλος του 2013, δηλαδή στην κορύφωση των αρχικών επιπτώσεων της κρίσης χρέους, μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία ήταν η αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης. Δέκα χρόνια μετά, το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σημαντικά, παρά ταύτα παραμένει αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης, και η απασχόληση έχει ανακτήσει ένα σημαντικό μέρος των απωλειών της 5ετίας 2009- 2013.

Πέραν της συνέχισης των προαναφερθέντων θετικών εξελίξεων μέσω της αποκλιμάκωσης της διαρθρωτικής ανεργίας, της ενίσχυσης του ποσοστού συμμετοχής και της επιβράδυνσης του δημογραφικού προβλήματος, εξίσου σημαντική είναι η ανάκαμψη των πραγματικών αμοιβών ανά απασχολούμενο. Σε μεγάλο βαθμό η στασιμότητα των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα όπως και το χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος της στασιμότητας που χαρακτηρίζει την παραγωγικότητα της εργασίας. Ως εκ τούτου, κλειδί για την ανάκαμψη των πραγματικών αμοιβών ανά απασχολούμενο είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η τελευταία δύναται να επιτευχθεί μέσω παραγωγικών επενδύσεων, μεταρρυθμίσεων, αποτελεσματικής εισαγωγής (ή και παραγωγής όπου είναι εφικτό) και διάχυσης νέων τεχνολογιών και βελτίωσης της ποιότητας των θεσμών, δηλαδή μέσω πολιτικών που στοχεύουν στην προσφορά.

Διαβάστε ακόμη: