Όρια στις υπεραποδόσεις των ελληνικών τραπεζών (και όχι μόνο) έχει αρχίσει να βλέπει η JP Morgan, κατά την ανάλυση των προοπτικών του ευρύτερου ευρωπαϊκού κλάδου για το 2024. Συνολικά, για τον ευρωπαϊκό κλάδο η JP Morgan αναμένει το 2024 πτώση των επιτοκιακών εσόδων (ΝΙΙ), ανοδική μετατόπιση του κόστους κινδύνου και εστίαση στη μείωση του πλεονάζοντος κεφαλαίου.

Η JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες

Για τις ελληνικές τράπεζες, η JP Morgan διατηρεί τη σύσταση overweight μόνο για την Πειραιώς, καθώς θα συνεχίσει να προσφέρει σημαντική απόδοση σε σχέση με τις υπόλοιπες ελληνικές τράπεζες (ιδίως την Alpha Bank), ειδικά στο μέτωπο των KRI targets (αριθμοί που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να μετρήσουν την απόδοση στην επίτευξη των στρατηγικών τους στόχων και σκοπών) σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Η σύσταση στηρίζεται και στο αποδεδειγμένο ιστορικό υλοποίησης της διοίκησης.

Για την Εθνική Τράπεζα και τη Eurobank, η JP Morgan αν και αναγνωρίζει ότι και οι δύο μπορεί κάλλιστα να δουν μια περαιτέρω αύξηση της εμπλοκής των επενδυτών κατά την έκδοση AT1 κάποια στιγμή το επόμενο έτος, πιστεύει ότι οι εκτιμήσεις για τη σχετική αξία αρχίζουν τώρα να θέτουν ένα όριο στο βαθμό υπεραπόδοσης. Ιδιαίτερα υπό το φως της καλύτερης σχέσης κινδύνου-απόδοσης στην περιφέρειας μεσαίας κατηγορίας. Και για τις δύο μετοχές συστήνει ουδετερότητα.

Ουδέτερη είναι και για την Alpha Bank, αν και η αιφνιδιαστική ανακοίνωση της συνεργασίας με την UniCredit θα προσφέρει σημαντική ώθηση στο κεφάλαιο. Η JP Morgan θεωρεί ότι η συνεχιζόμενη υστέρηση της τράπεζας ως εκδότης έναντι των ομοειδών του στην ποιότητα του ενεργητικού θα περιορίσει την υπεραπόδοση, ιδίως με τα spreads να είναι στενά συνδεδεμένα με τις πιο νοικοκυρεμένες Eurobank και Εθνική.

Η μεγάλη εικόνα

Από την ερχόμενη χρονιά, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος θα πρέπει να βλέπει κάποια επίδραση στα επιτοκιακά του έσοδα, μετά τη μεγάλη ώθηση που έλαβε το 2023. Ωστόσο ανέβηκε αρκετά ψηλά ο πήχης με βάση τον οποίο θα εξεταστούν οι επιδόσεις του επόμενου έτους.

Βέβεια, με τα NII όχι λιγότερο από ~20% σε ετήσια βάση στο 9μηνο μέχρι σήμερα, οι τράπεζες όχι μόνο μπόρεσαν να αντέξουν άνετα τις πιέσεις του πληθωρισμού, αλλά και υπέστησαν ελάχιστες επιπτώσεις στην τελική γραμμή από την επιβράδυνση και την αστάθεια των μη NII εσόδων, καθώς η δραστηριότητα της κεφαλαιαγοράς επιβραδύνθηκε.

Εν τω μεταξύ, χάρη στη μείωση των προβλέψεων που διενεργήθηκαν μέσω της πανδημίας και της παρατεταμένης ανθεκτικότητας της ευρύτερης οικονομίας, το πρόσθετο κόστος κινδύνου φέτος παρέμεινε κάτω από τα κανονικά επίπεδα, με αποτέλεσμα μια σημαντική άνοδο των κερδών για τον τομέα.

Διαβάστε ακόμη: