Στην αρχή εμφανίζονταν βέβαιοι πως δε διαφαίνεται ύφεση στον ορίζοντα. Στη συνέχεια παραδέχθηκαν πως υπάρχουν “σύννεφα”, αλλά θα τα αποφεύγαμε.
Έπειτα μας “καθησύχασαν” πως δεν είναι τόσο μαύρα, και θα περάσει απλά ενα ψιλόβροχο από πάνω μας.
Μέχρι και τον ορισμό της ίδιας της ύφεσης άλλαξαν οι ξεδιάντροποι, διότι σε τέτοια ξεδιάντροπη εποχή ζούμε πλέον.
Συμβαίνουν οι πιο παράλογες, οι πιο αυτοκαταστροφικές πολιτικές σε μια Ευρώπη που καταρρέει πληθυσμιακά, πολιτισμικά, και σύντομα, οικονομικά, και οι ηγέτες μας σφυράνε ανέμελα, ασχολούνται με τα δικαίωματα της κάμπιας, και περιφέρονται σαν το γυμνό αυτοκράτορα σε ένα ρεσιτάλ παθολογικού ψεύδους.
Αναρωτιέμαι πλέον αν ψεύδονται σκοπίμως ή αν βρίσκονται κι οι ίδιοι σε μια ψευδαίσθηση. Ειλικρινά ελπίζω να ισχύει το πρώτο.
Τα νούμερα όμως δε ψεύδονται. Κι όσο κι αν οι λογιστάδες των Βρυξελλών προσπαθούν να τα σμιλέψουν, οι δείκτες παραγωγικότητας, πληθυσμού, ανάπτυξης, τα τελευταία δύο χρόνια είναι απογοητευτικοί, ενώ οι εκτιμήσεις ακόμη χειρότερες.
Η Ευρώπη δυστυχώς έχει περάσει προ πολλού το σημείο χωρίς επιστροφή, ο ασθενής δε θεραπεύεται.
Η μόνη επιλογή είναι να βγει από τη μηχανική υποστήριξη, να αφεθεί να “πεθάνει”, προκειμένου να ξαναγεννηθεί, σε πιο υγιή βάση. Ναι, θα πρέπει να κοπεί η ποσοτική χαλάρωση, το φθηνό χρήμα και να στερηθούμε πολλά, όμως πραγματικά δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Η κατάσταση δεν είναι βιώσιμη και το σοβαρότερο πρόβλημα δεν είναι μια βαθιά οικονομική κρίση, αλλά η πληθυσμιακή κατάρρευση της Δύσης.
Αντιμετωπίζουμε όχι απλώς περικοπές και μιζέρια. Αντιμετωπίζουμε τον ίδιο μας τον αφανισμό, εάν οι κεντρικές τράπεζες δεν αλλάξουν τροπάρι.
«Πληγή» η Γερμανία
Τα προβλήματα της Ευρώπης είναι πολύ μεγαλύτερα από μια ρηχή ύφεση (η οποία μάλιστα ήταν το “κακό” σενάριο στις αρχές της δεκαετίας!), όπως υποδεικνύει και ανάλυση του Reuters.
Η μεγάλη “πλήγη” είναι η Γερμανία. Η ευρωζώνη φαίνεται να βρίσκεται εν τω μέσω μιας εν εξελίξει ύφεσης.
Ωστόσο, η συζήτηση για το αν το τέλος της χρονιάς το βρει την ευρωπαϊκή οικονομία με αρνητικό ή θετικό πρόσημο μάλλον είναι μάταιη – σαν να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος.
Τα καλά νέα είναι ότι η νομισματική ένωση πρόκειται να αποφύγει μια βαθιά συρρίκνωση που θα μπορούσε να στιγματίσει τις εταιρείες, τα νοικοκυριά και τις τράπεζες για χρόνια.
Τα κακά νέα είναι ότι η ανάπτυξη αιωρείται γύρω από το μηδέν, με λιγοστά πράγματα εκεί έξω να παρέχουν καύσιμο για μια ουσιαστική ανάκαμψη.
Οι οικονομικοί αντίθετοι άνεμοι είναι τόσο ισχυροί, που το επόμενο έτος θα είναι επίσης γεμάτο από προκλήσεις, ενώ η εξασθένηση της αναπτυξιακής δυναμικής υποδηλώνει ότι η ευρωζώνη θα δυσκολευτεί να επεκταθεί πολύ περισσότερο από 1%.
Τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα υποδηλώνουν ότι θα μπορούσαν να συνοδεύουν τους περισσότερους μεγάλους οικονομικούς τομείς επί χρόνια.
Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές δεν είναι εξαιρετικές – αλλά όχι απαίσιες. Τα στοιχεία της Τρίτης 14 Νοεμβρίου έδειξαν ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν συρρικνώθηκε 0,1% τον Ιούλιο-Σεπτέμβριο σε σχέση με τους προηγούμενους τρεις μήνες, υποδηλώνοντας ρηχή ύφεση – εάν ακολουθήσει ένα αδύναμο δ’ τρίμηνο, όπως υποδηλώνουν οι πρόδρομοι δείκτες.
Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters, τα υποπροϊόντα του πληθωρισμού και οι αυστηρές δημοσιονομικές συνθήκες θα περιορίσουν την επέκταση της οικονομίας σε μόλις 0,6% το επόμενο έτος.
Οι αισιόδοξοι, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής οικονομολόγου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Philip Lane, λένε ότι η ζήτηση θα ανακάμψει καθώς οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς, γεγονός που αναμένεται να τονώσει την εμπιστοσύνη.
Η αγορά εργασίας παραμένει σφιχτή και η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει, επομένως η εξωτερική ζήτηση είναι επίσης πιθανό να παραμείνει υγιής.
Άλλοι, όμως, λένε ότι δεν υπάρχει κάτι που να υποδηλώνει το είδος της ανάκαμψης της εμπιστοσύνης στο οποίο ελπίζει η ΕΚΤ.
Μάλιστα, επικαλούνται το υψηλό κόστος δανεισμού που συγκρατεί τις επενδύσεις, «χαλαρώνει» την αγορά εργασίας και την πτώση ζήτησης από το εξωτερικό.
«Η Ευρώπη διήνυσε ένα έτος μηδενικής ανάπτυξης και τώρα οδεύει σε ένα έτος κατά το οποίο τόσο η νομισματική όσο και η δημοσιονομική πολιτική θα βάλουν φρένο στην ανάπτυξη» δήλωσε ο οικονομικός σύμβουλος της Uni Credit Erik Nielsen.
«Η ευρωπαϊκή οικονομία θα παραμείνει σταθερή για ένα χρόνο (και) τα σχέδια νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής για το 2024 φαίνεται να αποδέχονται την υψηλή πιθανότητα ενός ακόμη χαμένου έτους».
Οι προοπτικές για το 2024 παραμένουν ζοφερές. Ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας πρόκειται να συρρικνωθεί, ενώ τα κέρδη παραγωγικότητας είναι μικρά. Οι επιχειρήσεις παραπονιούνται ότι η γραφειοκρατία αυξάνεται, καθιστώντας τες λιγότερο ανταγωνιστικές, ενώ η ευρωπαϊκή εμβάθυνση, με ελάχιστη πολιτική βούληση να προχωρήσει.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετεί τώρα τη δυνητική ανάπτυξη του μπλοκ σε λιγότερο από 1,5%, συρρικνούμενη στο 1,2% έως το 2027 – όπερ σημαίνει πτώση από 2%-2,5% στις αρχές του αιώνα κυρίως λόγω των δημογραφικών αλλαγών και αδύναμης απόδοσης.
«Πολλές χώρες έχουν χάσει τη δυναμική που είχαν τη δεκαετία του 1990. Δεν υπήρξε πρόοδος, υπήρξε οπισθοδρόμηση» παραδέχτηκε πρόσφατα ο Lane της ΕΚΤ. «Με την πάροδο του χρόνου, διάφορα είδη μεταρρυθμίσεων ματαιώθηκαν. Αυτό είναι ένα αυτογκόλ που μπορεί να αποφευχθεί» πρόσθεσε.
Εν τω μεταξύ, η ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι περίπου 1,8% και παραμένει σταθερή.
Η μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας της Ευρώπης θα μπορούσε επίσης να συνοδεύεται από μια ιδιορρυθμία. Φοβούμενες ότι θα είναι δύσκολο να κάνουν προσλήψεις στο μέλλον, δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά εργασίας, τροφοδοτώντας ενδεχομένως την αύξηση των μισθών και αποδυναμώνοντας την παραγωγικότητα.
«H διαρθρωτική έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, που επιδεινώνεται από τη δημογραφική γήρανση και τις αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, ωθεί τις εταιρείες να συσσωρεύουν εργατικό δυναμικό, παρά τις αυξανόμενες πιέσεις κόστους και την οικονομική αβεβαιότητα», δήλωσε ο οικονομολόγος της UBS Reinhard Cluse.
Η Γερμανία φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι ενεργοβόρες βαριές βιομηχανίες της βασίζονται για ανάπτυξη στην εξωτερική ζήτηση, αφήνοντάς την ελάχιστα προετοιμασμένη για τη νέα πραγματικότητα της ακριβής ενέργειας και των εμπορικών εντάσεων.
Ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι τώρα κάτω από το 1%. Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθούν να καταλήξουν σε μια συμφωνία πάνω σε ζητήματα που θα βοηθήσουν στη διαμόρφωση του μέλλοντος.
Αυτά περιλαμβάνουν τον ρόλο που πρέπει να παίξει η μετανάστευση στην άμβλυνση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού, εάν θα σχηματιστεί μια πραγματική τραπεζική ένωση και εάν θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν συγκεντρωτικές δαπάνες για την αντιμετώπιση προβλημάτων σε όλο το μπλοκ των 27 εθνών.
Το τροπάρι της η ΕΚΤ: “Ταΐζει” τη φούσκα των ομολόγων
H οικονομία της Ευρωζώνης παραπαίει και η Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) φαίνεται αποφασισμένη να μην τραβήξει τα καλώδια για το φυσιολογικό “θάνατό” της που θα την οδηγούσε σε έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο αλλά να συνεχίζει να τη χρηματοδοτεί αγοράζοντας τα ομόλογα των κρατών μελών προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το χρέος και να μην αποσταθεροποιηθεί το δημοσιονομικό πλαίσιο κυρίως της Γερμανίας, επισημαίνει σε σημείωμά του ο αναλυτής της μακροοικονομικής πολιτικής της Rabobank Bas van Geffen.
Επισημαίνει ότι το 2015 η ΕΚΤ επέκτεινε το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να συμπεριλάβει κρατικά ομόλογα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να εξηγήσουν ότι δεν επρόκειτο για χρηματοδότηση των οικονομιών μέσω της νομισματικής πολιτικής και ότι ως εκ τούτου αυτό το πρόγραμμα δεν παραβίαζε τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ρητώς απαγορεύει τη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δήλωσαν ότι δεν θα συμμετάσχουν στην πρωτογενή αγορά χρέους και υποσχέθηκαν ότι οι αγορές ομολόγων θα ήταν προσωρινές. Ωστόσο παρά τις διακηρύξεις, την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου, ο Philip Lane μίλησε σε συνέδριο με θέμα τη ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «είναι πιθανό να απαιτηθεί από την Κεντρική Τράπεζα της Ευρωζώνης ένα σταθερό επίπεδο αποθεματικών», ακόμη και αν αυτό το επίπεδο είναι σημαντικά χαμηλότερο από το τρέχον επίπεδο ρευστότητας. Και πρόσθεσε ότι η προσφορά ρευστότητας θα πρέπει να μπορεί να ανταποκρίνεται γρήγορα σε περίπτωση πίεσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Λίγοι οικονομολόγοι θα διαφωνήσουν – εντούτοις όλα αυτά υποκρύπτουν μια βαθιά ανησυχία για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Δίνοντας το σήμα για τη συνέχιση της στήριξη των οικονομιών Lane συνέχισε, «λαμβανομένων υπόψη των αντισταθμίσεων που τίθενται για κάθε μεμονωμένο μέσο χρηματοδότησης, φαίνεται αναλογικό από μακροοικονομική άποψη για μια κεντρική τράπεζα να χρησιμοποιεί μια σειρά μέσων για την παροχή ρευστότητας στις οικονομίες μέσω της νομισματικής πολιτικής».
Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης και η διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης –τα τυπικά μέσα της ΕΚΤ– μπορούν να προσφέρουν την απαιτούμενη ευελιξία για την αντιμετώπιση κραδασμών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά αναμφισβήτητα δεν δημιουργεί ένα πολύ σταθερό επίπεδο αποθεματικών (αν και οι πράξεις μπορούν εύκολα να αναστραφούν).
Ο Lane πρόσθεσε ότι «ένα μείγμα διαρθρωτικού χαρτοφυλακίου ομολόγων και πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (σ.σ. των οικονομιών) θα παρείχε μακροπρόθεσμη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα».
Ουσιαστικά προτείνει ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να διατηρεί μόνιμα (μέρος από) τις αγορές ομολόγων από τα προγράμματα APP ή/και PEPP στον ισολογισμό της.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αντικατάσταση περιουσιακών στοιχείων που λήγουν μόλις το μέγεθος του χαρτοφυλακίου πέσει κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο.
Πάει η προσωρινότητα του μέτρου για την οποία είχαν δεσμευθεί… Φαίνεται ότι οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν ήδη προετοιμαστεί για νομικές προκλήσεις, παρατηρώντας ότι ο Lane αναφέρεται ρητά στην «αναλογικότητα» ενός τέτοιου διαρθρωτικού χαρτοφυλακίου.
Ωστόσο, οι παρατηρήσεις του Lane προσέφεραν ελάχιστη υποστήριξη στις επενδύσεις στην αγορά χρέους του ευρώ. Οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν συνολικά κατά 2-3 μονάδες βάσης.
Η άνοδος των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων ήταν πιο έντονη, αφού μια δημοπρασία του ομολόγων 30 ετών προσέλκυσε μόνο ασθενή ζήτηση με ταυτόχρονη άνοδο των αποδόσεων.
Επιπλέον, οι συναλλαγές σε ομόλογα παρουσίασαν προβλήματα, καθώς μια επίθεση ransomware στην Industrial and Commercial Bank of China ανάγκασε τους πελάτες της να επαναδρομολογήσουν τις συναλλαγές, πλήττοντας ενδεχομένως τη ρευστότητα.
Το ερώτημα παραμένει σε ποιο βαθμό αυτό μείωσε επίσης τη ζήτηση για τα αμερικανικά 30ετή ομόλογα.
Κύμα φυγής των επιχειρήσεων λόγω ενεργειακής κρίσης
Οι ευρωπαϊκές μετοχές, από την άλλη πλευρά, είχαν σχετικά καλές επιδόσεις, εν μέρει λόγω των επιδόσεων της γερμανικής χημικής βιομηχανίας.
Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της Γερμανίας ενισχύθηκαν μέσω μια σειρά μέτρων στήριξης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για την προστασία του μεταποιητικού τομέα από το ενεργειακό κόστος το οποίο αναμένεται να εκτοξευθεί το χειμώνα υπό το φόβο ενός νέου σοκ στην προσφορά.
Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, οικονομολόγοι της ΕΚΤ προειδοποίησαν ότι «υπάρχει ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό εταιρειών που αναμένουν να μεταφέρουν την παραγωγή εκτός ΕΕ από αυτές που θα αναπτύξουν παραγωγική δραστηριότητα εντός της ΕΕ», επικαλούμενοι κυρίως παράγοντες κόστους.
Με ένα πακέτο στήριξης 5 ετών, η κυβέρνηση επιδιώκει να ανακόψει την αποχώρηση των βιομηχανικών κολοσσών της. Τα μέτρα περιλαμβάνουν κάθετη μείωση των φόρων ηλεκτρικής ενέργειας από 15,37 ευρώ σε μόλις 0,50 ευρώ/MWh, συμπληρωμένη με πρόσθετη στήριξη για τους ενεργοβόρους παραγωγούς.
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομίας Habeck, «οι εταιρείες υψηλής έντασης ενέργειας μπορούν να επιτύχουν τιμή ηλεκτρικής ενέργειας μικρότερη από 6 σεντς από το 2025».
Το γεγονός ότι πρόκειται για μια πολυετή προσπάθεια παρέχει κάποια βεβαιότητα για τις επενδύσεις στον μεταποιητικό τομέα.
Με ένα μεγάλο αλλά… Η γερμανική κυβέρνηση διαθέτει έως και 28 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2027 για να χρηματοδοτήσει το σχέδιο για να αποτρέψει τη μαζική φυγή των εταιρειών. Αυτό είναι το κόστος της διατήρησης ζωτικών βιομηχανιών στην Ευρώπη και το κόστος της στρατηγικής αυτονομίας σε σχέση με τις ΗΠΑ. Το κρίσιμο είναι ότι η Γερμανία μπορεί ακόμα να πληρώσει έναν τέτοιο λογαριασμό.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την κυβέρνηση, τα σχέδια μπορούν να χρηματοδοτηθούν χωρίς να διακινδυνεύσουν την παραβίαση του συνταγματικού κανόνα για το χρέος η επαναφορά του οποίου ξεκινά από το 2024.
Αλλά άλλες χώρες μπορεί να μην έχουν αυτή την πολυτέλεια – αν και η απόφαση για το νέο πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης έχει μετατεθεί έναν μήνα αργότερα: «Υπάρχει ισχυρή δέσμευση από όλα τα κράτη μέλη να συνεισφέρουν, να εργαστούν μαζί και να καταλήξουν σε μια ισορροπημένη συμφωνία πριν από το τέλος του έτους».
Επιπλέον, αυτές οι γερμανικές επιδοτήσεις δεν εξαλείφουν πλήρως τον κίνδυνο της αποβιομηχάνισης, εάν η Ευρώπη βρεθεί ξανά σε τόσο δεινή κατάσταση όπως πέρυσι λόγω της ενεργειακή κρίσης και άλλων κρίσεων γεωπολιτικού χαρακτήρα.
Ορισμένοι παραγωγοί μπορεί επομένως να αποφεύγουν τη Γερμανία ή την Ευρώπη ως κόμβο – ή τουλάχιστον θα διστάζουν να επεκταθούν στην ήπειρο. Απαιτούνται πιο μόνιμες λύσεις σε επίπεδο ΕΕ, αντί για ένα συνονθύλευμα προσωρινών και τοπικών επιδοτήσεων σε μια προσπάθεια διατήρησης και προσέλκυσης βασικών παικτών στη μεταποίηση.
Δημοσιονομική πειθαρχία
Αυτό απαιτεί επανεξέταση στις Βρυξέλλες, όχι μόνο για το δημοσιονομικό πλαίσιο που έχει καθυστερήσει για άλλη μια φορά.
Η Γαλλία, για παράδειγμα, δεσμεύτηκε να μειώσει περαιτέρω τις δαπάνες εάν οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν αναιμικοί.
Ανάλογα με τους τομείς στους οποίους περικόπτονται οι δαπάνες, αυτό θα μπορούσε να καθυστερήσει τις φιλοδοξίες της Ευρώπης να γίνει πιο αυτοδύναμη.
Το μέλλον της Ευρώπης απαιτεί μια ολοκληρωμένη άποψη για τη δημοσιονομική πολιτική, τη βιομηχανική πολιτική και –ίσως– τη νομισματική πολιτική που στοχεύει τόσο στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, ενώ παράλληλα θα υποστηρίζει ορισμένες από αυτές τις πρωτοβουλίες για τη δημιουργία μιας ισχυρότερης Ευρώπης όσον αφορά τις διαρθρωτικές δομές της παραγωγικής βάσης.
Η αυξήσεις επιτοκίων και η νομισματική πολιτική χρησιμοποιούνται ως μέτρα για την αντιμετώπιση νέων οικονομικών αναταράξεων.
Αλλά οι ευρωπαίοι πολιτικοί καταλαβαίνουν την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν και το νέο αυτό portfolio ομολόγων της ΕΚΤ δεν πρόκειται να τους ενοχλήσει. Κατά τα άλλα, ο δανεισμός των ΗΠΑ αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα Απριλίου.
Ωστόσο, ο Jerome Powell προειδοποίησε ότι τα επιτόκια μπορεί να χρειαστεί να αυξηθούν περαιτέρω: Η FOMC (Επιτροπή Ανοικτών Αγορών) θα είναι προσεκτική, αλλά «αν καταστεί σκόπιμο να γίνει περαιτέρω αυστηροποίηση (της νομισματικής πολιτικής), δεν θα διστάσουμε να το κάνουμε».
Η καταπολέμηση του πληθωρισμού δεν είχε ακόμη τελειώσει. Η RBA αύξησε τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό και συνεχίζει να επισημαίνει ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν περαιτέρω ανοδικές εκπλήξεις.
Αυτό δικαιολογούσε την αύξηση τον Νοέμβριο, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν υπόψη τους τη συμπίεση των προϋπολογισμών των νοικοκυριών και το σημαντικό κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται.
Συμπέρασμα: Η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται επί ξυρού ακμής εν μέσω συρρίκνωσης της παραγωγικής της βάσης και γεωπολιτικών εντάσεων. Η ΕΚΤ συνεχίζει να την διατηρεί στη ζωή μεγαλώνοντας τη φούσκα μέσω της μόχλευσης και παρατείνοντας έναν παρασιτικό και αυτοκτονικό οικονομικό κύκλο… Η επόμενη ενεργειακή κρίση αναμενεται να τινάζει στον αέρα αυτό το σχέδιο και να γονατίσει την ευρωπαϊκή οικονομία.