Ψυχρολουσία από τράπεζες και ηγέτες της ΕΕ: «Η εποχή της αφθονίας γης, αγαθών και ανέσεων πέρασε. Ετοιμαστείτε όχι για έναν, αλλά δέκα δύσκολους χειμώνες»
Το 2021 γράψαμε ένα άρθρο με τίτλο «Η Μεγάλη Στέρηση» εξηγώντας εκτενώς γιατί και πως η τρέχουσα δεκαετία θα χαρακτηρισθεί από μιζέρια και στερήσεις σε αγαθά, υπηρεσίες και ανέσεις που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε δεδομένα.
Ένα χρόνο μετά, κι ενώ η Ευρώπη προετοιμάζεται (ψυχολογικά – διότι πρακτικά είναι εντελώς εκτεθειμένη) για τον πιο δύσκολο χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών, οι «ηγέτες» της αρχίζουν ένας-ένας να κάνουν εξαιρετικά τρομακτικές όσο κι ενδιαφέρουσες δηλώσεις…
Κατ’ αρχάς ο Βέλγος πρωθυπουργός ανεβάζει… το ποντάρισμα και κάνει λόγο όχι για ένα δύσκολο χειμώνα – αλλά για δέκα (και μετά λένε εμάς Κασσάνδρες)! Αφού όλοι πλέον συνειδητοποίησαν πως τα «covid-free» Χριστούγεννα που ανέμεναν δύο χρόνια τώρα θα είναι χειρότερα κι από ό,τι επί λοκντάουν, κάποιοι σπεύδουν να ανεβάσουν ακόμη περισσότερο τον πήχη, μιας και το κοπάδι απόδεχθηκε από ό,τι φαίνεται τη μοίρα του. Η αρχή ήταν η δύσκολη. Τι ένας, τι πέντε, τι δέκα χειμώνες ε;
Τι είναι μια ακόμη πεταμένη γενιά, μια ολόκληρη ζωή για κάποιους από εμάς, τα καλύτερα κι αποδοτικότερα χρόνια; Σάμπως οι ηγέτες θα τα πληρώσουν; Αυτοί «πληρώνουν» μόνο με τον πολιτικό τους χρόνο. Τοποθετούνται, ενεργοποιούνται όταν χρειασθεί, και μόλις «καταναλωθούν» αποσύρονται, φτιαγμένοι για μια ζωή.
Τι εννοώ; Ότι η συγκεκριμένη δήλωση του Βέλγου πρωθυπουργού δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαία. Νομίζετε ότι με ενδιαφέρει τι λέει το κάθε δυτικό ανδρείκελο; Δεκάρα δε δίνω τι βγαίνει από το στόμα τους, διότι καμία σκέψη δεν είναι δική τους (δεν έχουν ούτε ικανότητα, ούτε αρμοδιότητα να σκέφτονται και να πράττουν) και άρα πρόκειται για κενά λόγια από κενά άτομα. Αλλά αυτό ακριβώς με προβληματίζει.
Οι κενές δηλώσεις των απανταχού ανίκανων πολιτικών έχουν μερικές φορές τεράστια σημασία, όχι αυτές καθ’ αυτές. Άλλωστε το ότι έρχεται βαρύς χειμώνας δεν περίμενα κανέναν γραβατωμένο γιάπη να μου το ανακοινώσει στα κανάλια – έχω την αλάνθαστη αγορά και την ίδια την κοινωνία που μου το «είπε» δυόμιση χρόνια πριν.
Τέτοιες δηλώσεις κρύβουν (προδίδουν) πολύτιμη πληροφορία και ειδικά όταν εμφανίζονται ως μέρος ενός ευρύτερου παζλ δηλώσεων-γεγονότων. Την ίδια εβδομάδα ο Μακρόν βγήκε και είπε στο λαό του με ανατριχιαστική ψυχράδα μια ακόμη αλήθεια (που φυσικά ούτε θα σκεφτόταν ούτε θα έλεγε από μόνος του): «Έρχεται το τέλος της αφθονίας, της βεβαιότητας και της ανεμελιάς». Κοινώς ξεχάστε αυτά που ξέρατε.
Λέξη-κλείδι η «αφθονία» (ως αντίθετο της Στέρησης)…
Η Μεγάλη Στέρηση: Θα είναι το 2022 το «τέλος» της πανδημίας;
Ο Γάλλος πρόεδρος προειδοποίησε το λαό του πως «ανέσεις, τεχνολογίες, αγαθά & υπηρεσίες, υλικά και γη, ακόμη και το νερό – πράγματα που θεωρούσαμε πάντα δεδομένα και διαθέσιμα- σύντομα θα αρχίσουν να εκλείπουν… φτάνουμε στο τέλος μιας εποχής αφθονίας».
Δε θα αναλωθώ στο πόσο τρομακτική και απελπιστική είναι αυτή η δήλωση – αυτό το έχουν αναλάβει όλοι εκείνοι οι «συνάδελφοι», αναλυτές οικονομολόγοι μίντια πολιτικοί κλπ που μέχρι χθες μπουρδολογούσαν πως δε θα έχουμε πληθωρισμό, δε θα έχουμε ύφεση, δυο εβδομάδες να επιπεδώσουμε την καμπύλη και μετά πάμε για ανάπτυξη ρεκόρ κλπ. Οι δίκοι μας αναγνώστες γνωρίζουν εδώ και τρία χρόνια ακριβώς που πήγαινε και που πάει το πράγμα.
Ο λόγος που στέκομαι στις δηλώσεις αυτές (μεταξύ πολλών άλλων παρόμοιων τις τελευταίες ημέρες) αλλά και στις γενικότερες αναταραχές που συμβαίνουν στις τάξεις των «ηγετών» της Δύσης (βλέπε Σολτς κλπ), είναι διότιεδώ δεν υπάρχει απλώς ένα μοτίβο. Εδώ πλέον έχουμε την ξεκάθαρη επιβεβαίωση από το ίδιο το σύστημα, από την πηγή, το επίσημο σινιάλο για ό,τι πρόκειται να συμβεί.
Ο κάθε Γάλλος, Βέλγος, Έλληνας πρωθυπουργός ή οτιδήποτε βρίσκεται σε αυτή τη θέση για ένα και μόνο λόγο: προκειμένου όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, να επικοινωνήσει στο κοπάδι τις οδηγίες «ασφαλούς εκκένωσης». Ασφαλούς για τους ίδιους δηλαδή. Η κατάλληλη στιγμή είναι η στιγμή που οτιδήποτε συμβαίνει, είτε καλό είτε κακό (δεν υπάρχει «κακό» για τις αγορές) κυλάει στρωτά, το τρένο έχει μπει στις ράγες, οι μάγκες της Wall Street έχουν πραγματοποιήσει τις απαραίτητες κινήσεις –εξόδου κι επανατοποθετήσεις- η βιομηχανία μεταμορφώνεται (ενέργεια, τρόφιμα), και ο κόσμος παρότι ψυλλιασμένος (εδώ κολλάνε οι καφενειακοί ψίθυροι «έρχεται δύσκολος χειμώνας» που γυρνάνε στα χείλη όλων), παραμένει σε αδράνεια, οικονομικά και κυρίως κοινωνικά. Αυτό έχει σημασία προκειμένου να μην δημιουργηθεί πανικός και χάος.
Όταν ισχύουν όλα αυτά, τότε προχωρούν κι «εκείνοι» και ενεργοποιούνται οι αξιωματικοί. Τότε και μόνο τότε οι «ηγέτες» προβαίνουν σε τέτοιες δηλώσεις. Εισάγουν έννοια. Η πιο σημαντική δουλειά για να μη χαλάσει η σούπα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ, και αν ο Μακρόν κι ο κάθε Μακρόν σας «προειδοποιεί» για 10 δύσκολους χειμώνες, να είστε σίγουροι πως αυτή η σελίδα έχει ήδη γραφτεί και κάποιοι προχωρούν ήδη παρακάτω.
Όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε αυτό, τόσο πιο ωφελημένοι και αλώβυτοι θα βγούμε από αυτήν τη δεκαετία.
BlackRock: Πέρασε η εποχής της «Μεγάλης Μετριοπάθειας»
Όλως (όχι) τυχαίως, την ίδια λέξη χρησιμοποιεί και η BlackRock στην τελευταία της έκθεση για τις διεθνείς αγορές. “Η εποχή της Μεγάλης Μετριοπάθειας, μια μακρά περίοδος που χαρακτηριζόταν από σταθερή ανάπτυξη και χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού, τελείωσε.
Αντί αυτής, η νέα τάξη πραγμάτων κομίζει, σύμφωνα με την BlackRock, μεταβλητότητα σε μακροοικονομικό επίπεδο, η οποία οδηγείται από περιορισμούς σε επίπεδο παραγωγής.
Αναμφίβολα, σε αυτή την κατεύθυνση έχουν συμβάλει τόσο η Covid όσο και οι διάφορες γεωπολιτικές κρίσης (π.χ. Ουκρανία).”
Ως αποτέλεσμα, λέει η BlackRock, οι αλυσίδες εφοδιασμού κλυδωνίζονται επικίνδυνα, με έντονες συνέπειες στην παραγωγική διαδικασία. Αν μη τι άλλο, αυτή η κατάσταση εγγυάται υψηλότερα επασφάλιστρα κινδύνου, ήτοι την αποζημίωση που επιζητούν οι επενδυτές για τη διακράτηση περιουσιακών στοιχείων, ομολόγων και μετοχών.
Σε ό,τι αφορά τις κεντρικές τράπεζες, όπως λέει ο επενδυτικός οίκος, «θα ανεχτούν τις πληθωριστικές πιέσεις, με αποτέλεσμα έντονες διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας»
Τι σημαίνουν όμως τα παραπάνω για τις επενδύσεις;
Οι τυπικά σταθερές στρατηγικές απόψεις και οι κατανομές περιουσιακών στοιχείων χρειάζονται πιο συχνές προσαρμογές στο νέο καθεστώς. «Ένα υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου και η επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος μειώνει τις αναμενόμενες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων μας, ωθώντας μας σε σύσταση underweight για τα assets» λέει η BlackRock.
Eιδικότερα, σε ό,τι αφορά το σταθερό εισόδημα, το περιβάλλον των αυξανόμενων επιτοκίων, ο υψηλότερος πληθωρισμός και τα διογκωμένα φορτία χρέους σημαίνουν ότι οι επενδυτές πρέπει να αποφύγουν τα κρατικά ομόλογα. Oι αποδόσεις αναμένεται να αυξηθούν σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι «ένας πιο ασταθής κόσμος σημαίνει ότι οι επενδυτές θα απαιτήσουν μεγαλύτερη αποζημίωση για να αναλάβουν ρίσκο». Η αστάθεια στα μάκρο θα συνεχιστεί σε επίπεδα… πανδημίας.
Σε ό,τι αφορά τα χρηματιστήρια, οι μετοχές υπέφεραν το β’ τρίμηνο… Κάποια απώλειες αποκαταστάθηκαν τις προηγούμενες εβδομάδες, ωστόσο ο δείκτης MSCI World των ανεπτυγμένων αγορών είναι ακόμη «κάτω» 15% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Refinitiv. Συνήθως, η πτώση των τιμών φέρνει μεγαλύτερες αποδόσεις, καθώς πλέον οι μετοχές έχουν γίνει ελκυστικότερες. Ωστόσο, οι αγορές έχουν να αντιπαλέψουν την καταστολή της ανάπτυξης που επιχειρούν διά της νομισματικής σύσφιξης οι κεντρικές τράπεζες.
Η σκληρή ρητορική τους, λέει η BlackRock, υποδηλώνει ότι τα επιτόκια είναι πιθανό να περάσουν από ουδέτερο σε περιοριστικό έδαφος. Πέρα από την αυστηρότερη νομισματική πολιτική, οι επιπτώσεις του σοκ στις τιμές της ενέργειας –ιδιαίτερα επώδυνες για την Ευρώπη– και τα αυστηρά lockdown της Κίνας για την Covid επιβαρύνουν τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές.
«Τα υψηλότερα βραχυπρόθεσμα επιτόκια σημαίνουν υψηλότερο προεξοφλητικό επιτόκιο για τις μετοχές – μια επιβάρυνση που μειώνει τις αναμενόμενες αποδόσεις. Επίσης, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την αύξηση των εταιρικών κερδών έχουν επιδεινωθεί. Τα τρέχοντα κέρδη δεν αντανακλούν την επιδείνωση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Οι τρέχουσες προσδοκίες είναι υπερβολικά αισιόδοξες».
Σε αυτό το πλαίσιο, η BlackRock αναφέρει ότι προτιμά ως δείκτη τα κέρδη ανά μετοχή (ERP) αντί του PE, καθώς το ERP λαμβάνει υπόψη τόσο τα κέρδη από τις τιμές το επόμενο έτος όσο και τις προοπτικές των επιτοκίων.
Αντίθετα, ο δείκτης PE λαμβάνει υπόψη μόνο την τιμή και τα κέρδη του επόμενου έτους.
«Τώρα υποθέτουμε ERP περίπου στο 4,2% για τις ΗΠΑ έναντι 3,9% νωρίτερα. Πιστεύουμε ότι αυτή η αύξηση στα ασφάλιστρα κινδύνου είναι δικαιολογημένη, λόγω της υψηλότερης μεταβλητότητας τα επόμενα χρόνια».
«Αναμένουμε από τις κεντρικές τράπεζες να ανεχτούν τις πληθωριστικές πιέσεις όταν αρχίσει να γίνεται εμφανής η ζημιά στην ανάπτυξη και την απασχόληση λόγω της προσπάθειας καταπολέμησης του πληθωρισμού που βασίζεται στην προσφορά. Πιστεύουμε ότι το pivot θα είναι τελικά υποστηρικτικό των μετοχών.
Ωστόσο, δεν αναμένουμε ότι οι κεντρικές τράπεζες θα μειώσουν τα επιτόκια ξανά σε επίπεδα τόνωσης, καθώς ο ΔΤΚ είναι πιθανό να παραμείνει πεισματικά πάνω από τους στόχους τους. Οι χαμηλότερες του προσδοκωμένου αποδόσεις μας για τις μετοχές αντικατοπτρίζουν αυτή τη δυναμική.
Παρόμοια δυναμική διαπιστώνεται στις αναπτυσσόμενες ιδιωτικές αγορές όπως τα private equities. Οι αποτιμήσεις εδώ κινούνται αργά, αλλά δεν είναι απρόσβλητες στα υψηλότερα επιτόκια. Παραμένουμε συγκρατημένα underweight» καταλήγει ο επενδυτικός κολοσσός.
Goldman Sachs: Πόσο ακριβά θα πληρώσει το χειμώνα η Ευρώπη
Πάνω από 200 δισ. έχει κοστίσει ήδη η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, με τους ηγέτες να προσπαθούν να διαχειριστούν τα τεράστια προβλήματα που έχει δημιουργήσει ο ρωσοουκρανικός πόλεμος.
Πρόκειται για μια αλυσίδα ενεργειακών ντόμινο που πέφτει – μια αλυσίδα στην οποία κάθε πλακίδιο αξίζει πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, αναφέρουν τα ξένα μέσα ενημέρωσης.
Και σύμφωνα με τους αναλυτές, τα 200 δισ. είναι μια πρόχειρη εκτίμηση. Και συντηρητική, καθώς βασίζεται σε όσα γνωρίζουμε σήμερα.
Δεν καλύπτει το χειρότερο σενάριο τόσο για την πλήρη διακοπή της παροχής φυσικού αερίου στην Ευρώπη από τη Ρωσία όσο και για έναν ψυχρότερο από τον μέσο όρο χειμώνα. Πολύ λίγοι πολιτικοί φαίνεται να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της επερχόμενης κρίσης και το κόστος της, με τους Μακρόν και Σολτς να είναι από τους μόνους που φαίνεται να το αντιμετωπίζουν τώρα. Αλλά τίποτα δεν έχει γίνει σε επίπεδο συνόδου κορυφής των αρχηγών που θα εστιάζεται στην ενέργεια.
Η ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει για ένα μεγάλο πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας και να καταστήσει σαφές ότι τα έθνη θα βοηθήσουν το ένα το άλλο μοιράζοντας το λίγο φυσικό αέριο που θα είναι διαθέσιμο.
Αυτό σημαίνει ότι θα προσκληθούν και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελβετία και η Νορβηγία στο τραπέζι των Βρυξελλών. Καθώς οι μελλοντικές τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζουν να ανεβαίνουν, περισσότερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και λιανοπωλητές ενέργειας θα δυσκολευτούν.
Η μόνη πιθανότητα επιβίωσης για τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας είναι να περάσουν το τεράστιο άλμα στις τιμές χονδρικής στους πελάτες τους. Αλλά αυτό απλώς θα μετακινήσει τη διάσωση προς τα κάτω, καθώς τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίζουν δυσβάστακτους λογαριασμούς και θα χρειάζονταν κυβερνητική βοήθεια.
Τελικά, οι φορολογούμενοι θα επωμιστούν το κόστος — είτε άμεσα και άμεσα, μέσω υψηλότερων τιμών λιανικής ενέργειας και φυσικού αερίου, είτε αργότερα, και με την πάροδο των ετών, μέσω υψηλότερων φόρων για να πληρώσουν τα προγράμματα διάσωσης.
Εάν επιτραπεί στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας να μεταφέρουν υψηλότερο κόστος φυσικού αερίου στους καταναλωτές, η Goldman Sachs εκτιμά ότι τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά θα πρέπει να πληρώνουν 470 ευρώ το μήνα για ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο, 290% υψηλότερα από το τυπικό κόστος στα μέσα του 2020.
Αυτό είναι σαφώς απρόσιτο για πολλούς, ίσως τους περισσότερους, και θα χρειαστεί πολύ μεγαλύτερη στήριξη ώστε οι καταναλωτές να τα βγάλουν πέρα.
Ο επόμενος χειμώνας θα είναι ακριβός. Το μόνο ερώτημα τώρα είναι πόσο θα είναι.
Fitch: Η κρίση στην Ενέργεια θα κρατήσει 3 χρόνια
Στο «καυτό» θέμα του ρωσικού φυσικού αερίου και την προμήθεια της Ευρώπης αναφέρεται σε ανάλυσή του ο οίκος Fitch Ratings. Όπως λέει, ο ενεργειακός εφοδιασμός κρίνεται επισφαλής, αφού η Ρωσία τον εργαλειοποιεί, με την Ελλάδα να δέχεται, σε περίπτωση διακοπής του, μάλλον ένα μετρίου μεγέθους χτύπημα (κρίνεται αν είναι διαχειρίσιμο) αφού η έκθεσή της κρίνεται «Μεσαία».
Από την άλλη, η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία είναι οι πιο ευάλωτες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ειδικότερα, η Γερμανία και η Αυστρία δεν διαθέτει βιώσιμες εναλλακτικές, ενώ η Ιταλία παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στο ενεργειακό της μείγμα μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Σύμφωνα με τη Fitch, η απότομη πτώση στις ροές λόγω της ρωσικής εργαλειοποίησης και οι περιορισμοί στον εφοδιασμό και τις υποδομές, σε συνδυασμό με την προσπάθεια μείωσης της εξάρτησης της ΕΕ, σημαίνουν ότι μπορεί να χρειαστούν περισσότερα από τρία χρόνια για να αντισταθμιστεί η όποια απώλεια του ρωσικού αερίου.
Ο ποσοτικός δείκτης ευπάθειας του αμερικανικού οίκου δείχνει ότι εντός της ΕΕ οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης εξαρτώνται λιγότερο από το ρωσικό αέριο από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ), με τις περισσότερες να παρουσιάζουν από χαμηλή έως μέτρια άμεση έκθεση. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη απόκλιση στη δυτική Ευρώπη με την περιοχή στο σύνολό της να αντιμετωπίζει σοβαρό μακρο-σοκ εάν διακοπούν οι ρωσικές ροές.
Επειδή τα δεδομένα στον δείκτη ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν πλήρως τα τελευταία βήματα που έγιναν για τη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο, η ανάλυση της Fitch λαμβάνει επίσης υπόψη παράγοντες, όπως η διαφοροποίηση των εισαγωγών, η ικανότητα επαναεριοποίησης LNG και οι απαντήσεις πολιτικής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η έκθεση της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Αυστρίας να κρίνεται «Υψηλή», για την Ελλάδα «Μεσαία» και για τις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης «Χαμηλή».
«Δεν θεωρούμε την ικανότητα αποθήκευσης βασικό παράγοντα, καθώς τα αποθέματα θα εξαντλούνταν γρήγορα το χειμώνα» λέει η Fitch, καταλήγοντας: «Η επιδεινωμένη μακροοικονομική προοπτική και ο υψηλός πληθωρισμός (αν και η ενέργεια έχει πολύ μικρότερη βαρύτητα στα εναρμονισμένα καλάθια τιμών καταναλωτή της Δυτικής Ευρώπης) θα ασκούσε πρόσθετη πίεση στα δημόσια οικονομικά. Αυτό θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στις αξιολογήσεις κρατών, ιδιαίτερα όπου οι δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας είναι αδύναμες σε σχέση με τις αξιολογήσεις άλλων κρατών».