Η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση μεταξύ του τραπεζικού τομέα και των κεντρικών κυβερ-νήσεων, ως αποτέλεσμα των αναγκαίων δράσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, έχει αναδειχτεί ως πιθανή πηγή μελλοντικών κινδύνων, σημειώνει μεταξύ άλλων η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), σε ειδική μελέτη που περιλαμβάνεται στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Η λήψη θεσμικών και κανονιστικών μέτρων σε επίπεδο ΕΕ τα προηγούμενα χρόνια στόχευσε στη διάρρηξη του δεσμού και της αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο τομέων. Ωστόσο, η κρίση της πανδημίας ανέδειξε έντονα την ανάγκη εξέτασης και ανάληψης επιπρόσθετων πρωτοβουλιών για τη περαιτέρω θωράκιση, τόσο του τραπεζικού συστήματος, όσο και των εθνικών οικονομιών των κρατών.
Με δεδομένη την αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, η ενεργοποίηση των διαύλων διασύνδεσης, τόσο του άμεσου (με τη ενίσχυση των χρηματοοικονομικών ανοιγμάτων των τραπεζών προς την κεντρική κυβέρνηση), όσο και του έμμεσου (μέσα από τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας) βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Ειδικότερα, για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, τα ανοίγματα των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε χρεωστικούς τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου αυξήθηκαν από 8,8% επί του συνόλου ενεργητικού τους στις 30.06.2020 στο 10,1% στις 31.12.2020.
Η συμπερίληψη των κρατικών εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο ενεργοποίησης του Σχήματος Προστασίας των Στοιχείων Ενεργητικού των τραπεζών (HAPS) διαμορφώνει τον δείκτη στο 14,1% επί του συνόλου του ενεργητικού και στο 24% ως ποσοστό του ΑΕΠ, χωρίς να περιλαμβάνεται το ποσό των κρατικών εγγυήσεων για τη χορήγηση δανείων.
Εάν προσθέσουμε και την έκθεση του τραπεζικού συστήματος, εξαιτίας της ύπαρξης της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC) στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, τότε το ποσοστό διαμορφώνεται τελικά σε 21,4% επί του συνόλου ενεργητικού και στο 36,5% του ΑΕΠ.
Τι σημαίνει αυτό
Το γεγονός αυτό πιστοποιεί ξεκάθαρα τη διεύρυνση που έχει πραγματοποιηθεί στο επίπεδο διασύνδεσης μεταξύ των δύο τομέων την τελευταία περίοδο. Το 37,3% των ανοιγμάτων των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε χρεωστικούς τίτλους του ελληνικού δημοσίου αποτιμώνται στην εύλογη αξία μέσω των λοιπών αποτελεσμά-των (Fair Value through Other Comprehensive Income – FVOTOCI), έναντι 63,2% στις 31.12.2018.
Ο υπολογισμός αυτός δεν συμπεριλαμβάνει τα προγράμματα στήριξης των δανειοληπτών από την πανδημία, ήτοι τη δρομολόγηση της σταδιακής εφαρμογής της ρύθμισης οφειλών, τη παροχή 2ης ευκαιρίας και την υλοποίηση των προγραμμάτων Γέφυρα 1 και Γέφυρα 2 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η ΤτΕ επισημαίνει, ότι η μελλοντική πορεία των ανοιγμάτων των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε χρεωστικούς τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου θα εξαρτηθεί τόσο από τη διατήρηση των μέτρων στήριξης της εθνικής οικονομίας, όσο και από τις επιλογές για χρηματοδότηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Από τη μια μεριά, η ανάγκη επιπλέον στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων από την κεντρική κυβέρνηση μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του ελληνικού δημόσιου χρέους την επόμενη περίοδο μετά την πανδημία, ενώ σε επίπεδο τραπεζών υπάρχει η ανάγκη για κανονιστική συμμόρφωση αναφορικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις ρευστότητας.
Για τη διαχείριση της ρευστότητας των τρα-πεζών και για να πληρούνται οι κανονιστικές απαιτήσεις κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio-LCR), οι τράπεζες ωθούνται στην κατοχή κρατικών ομόλογών καθώς και άλλων τίτλων με υψηλή εμπορευσιμότητα.
Πως θα μετριαστούν οι επιπτώσεις
Από την άλλη μεριά, η συνέχιση ή ακόμη και η ενδυνάμωση των προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος μπορούν να μετριάσουν τις επιπτώσεις από τον κίνδυνο διασύνδεσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τη κεντρική κυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα μέτρα νομισματικής πολιτικής, αλλά και η ανακοίνωση για την ταχεία χρήση των κονδυλίων του μέσου ανάκαμψης της ΕΕ (Next Generation EU- NGEU) υπήρξαν καθοριστικά για την εξο-μάλυνση των αποτιμήσεων στα χαρτοφυλάκια ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.
Ωστόσο, επισημαίνεται ότι οι αποτιμήσεις παραμένουν υψηλές και συνεπώς μια απότομη προσαρμογή στις τιμές τους λόγω μιας μη αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεδομένων και επιδείνωσης στις συνθήκες χρηματοδότησης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της μεταβλητότητας και μείωση της ρευστότητας της αγοράς, η οποία θα ενίσχυε τους κραδασμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση, η οποία αναμφισβήτητα βρίσκεται σε φάση ενίσχυσης, αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων. Το επίπεδο των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα.
Η απόσυρση των εθνικών μέτρων στήριξης των δανειοληπτών θα ασκήσει πίεση στους ισολογισμούς των τραπεζών μέσω της ενδεχόμε-νης επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού τους.
Τέλος, η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, το οποίο ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο υλοποίησης ενεργειών για την εκκαθάριση των ΜΕΔ, λειτουργεί ενισχυτικά της αλληλεξάρτησης μεταξύ των δύο τομέων.
Συμπερασματικά, καθίσταται σαφές ότι είναι αναγκαία η εξασφάλιση της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών και αποτελεί προτεραιότητα η ενίσχυση της παρακολούθησης της διασύνδεσης της κεντρικής κυβέρνησης και του τραπεζικού τομέα.
Η ανατροφοδότηση μεταξύ των δύο τομέων μπορεί να μειώσει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να επιτελέσει τη διαμεσολαβητική του λειτουργία, και ταυτόχρονα μπορεί να υποχρεώσει τις κεντρικές κυβερνήσεις σε λήψη μέτρων για στήριξη του τραπεζικού συστήματος.