Υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια προβλέπει στην ενδιάμεση έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος, την οποία ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας παρέδωσε το μεσημέρι στον Πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Τασούλα.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2021 η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 4,2%. Η ανάκαμψη αναμένεται να είναι ιδιαίτερα δυναμική το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ως αποτέλεσμα της εγχώριας ζήτησης που είχε περιοριστεί, της έναρξης των έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της αναμενόμενης αύξησης των τουριστικών εισπράξεων σε σχέση με το 2020. Το 2022 και το 2023 ο ρυθμός μεταβολής της οικονομικής δραστηριότητας προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,3% και 3,9% αντίστοιχα.

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την παράδοση της ενδιάμεσης έκθεσης στη Βουλή, επεσήμανε τη σημασία επιτάχυνσης των εμβολιασμών, ενώ σε ερώτηση των κοινοβουλευτικών συντακτών για τις αβεβαιότητας που απορρέουν από την μετάλλαξη του κορονοϊού, τόνισε πως «τα ζυγίσαμε αρνητικά και θετικά και το ζύγι που προκύπτει είναι αν αλλάξει η φετινή πρόβλεψη θα είναι οριακά προς το καλύτερο, παρά τις μεταλλάξεις του κορονοϊού».

Έλλειμμα 7,1%

Το τρίτο κύμα της πανδημίας στην αρχή του 2021 κατέστησε αναγκαία την παράταση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων και τη συνέχιση και επέκταση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.

Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2021, υπολογιζόμενο με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα περίπου 7,1% του ΑΕΠ.

Τα μέτρα στήριξης επηρεάζουν το χρέος

Τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου 2020-2021 έχουν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη.

Ενώ συνεχίζεται η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία διατηρούνται πλέον οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, με την προϋπόθεση όμως ότι διατηρούνται τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο. Ως εκ τούτου, εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών.

Τα «κλειδιά» για την ανάκαμψη

Βασική προϋπόθεση για τη στήριξη της αναπτυξιακής προσπάθειας και την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, προκειμένου να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει υγιείς επιχειρήσεις μετά την πανδημία. Αυτό απαιτεί:

  • την αντιμετώπιση των υφιστάμενων ΜΕΔ και όσων δημιουργηθούν μετά την άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας,
  • την αναθεώρηση των προβλέψεων των τραπεζών για τον πιστωτικό κίνδυνο,
  • την ουσιαστική ενεργοποίηση του νέου πτωχευτικού κώδικα, που θα συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και στην αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων,
  • την αντιμετώπιση του υψηλού ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα ίδια κεφάλαια και
  • την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.

Προκλήσεις

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις σε βραχυπρόθεσμο και μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Βραχυπρόθεσμα, η κύρια πρόκληση σχετίζεται με τον έλεγχο της πανδημίας και την επάνοδο σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.

Σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, η πανδημία ανέδειξε νέες προκλήσεις και επέτεινε προϋπάρχουσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, οι οποίες σχετίζονται με τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Οι προκλήσεις αυτές είναι:

  • Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αυξάνει τους κινδύνους και μπορεί να δυσχεράνει την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
  • Η λήξη του έκτακτου λόγω της πανδημίας προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα μπορούσε να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου αν έως τότε η πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
  • Οι τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνονται από ένα υψηλό απόθεμα ΜΕΔ, τα οποία αναμένεται να αυξηθούν μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης. Παράλληλα, η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών αναμένεται να αποδυναμωθεί περαιτέρω ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης πολιτικής μείωσης των ΜΕΔ.
  • Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει συγκριτικά χαμηλή, παρά τη βελτίωση σε ορισμένους τομείς.
  • Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και ενδέχεται να αυξηθεί μετά την άρση των μέτρων στήριξης, ιδιαίτερα σε κλάδους υπηρεσιών που επηρεάστηκαν αρνητικά από την πανδημία. Καθώς η πανδημία οδηγεί σε αλλαγές των καταναλωτικών προτύπων, η ανάκαμψη στους κλάδους αυτούς ενδέχεται να καθυστερήσει, με κίνδυνο η ανεργία να μετατραπεί σε διαρθρωτικό φαινόμενο.
  • Το υψηλό επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας περιορίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Οριακή αύξηση των «κόκκινων» δανείων το α΄ τρίμηνο

Μετά την υποχώρηση που εμφάνισε το υπόλοιπο των ΜΕΔ το 2020, κυρίως λόγω των πωλήσεων δανείων στο πλαίσιο αξιοποίησης του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων, γνωστού με την ονομασία «Ηρακλής», οριακή αύξηση παρατηρήθηκε το α΄ τρίμηνο του 2021.

Το υπόλοιπο των ΜΕΔ στο τέλος Μαρτίου του 2021 ανήλθε σε 47,3 δισεκ. ευρώ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (30,3%) στο τέλος Μαρτίου του 2021, σχεδόν 12πλάσιος του αντίστοιχου λόγου για τις τράπεζες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό στη ζώνη του ευρώ.

Η συνεχιζόμενη πανδημία καθώς και η άρση των μέτρων στήριξης αναμένεται να επιδεινώσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών που έχουν πληγεί από την πανδημία και να οδηγήσει σε νέα ΜΕΔ. Συνεπώς, οι τράπεζες οφείλουν να επανεξετάσουν την επάρκεια των προβλέψεών τους για τον πιστωτικό κίνδυνο και ειδικότερα την ικανότητα αποπληρωμής δανείων από δανειολήπτες που επλήγησαν από την πανδημία, δεδομένου ότι τα κρατικά μέτρα στήριξης αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα.

Παράλληλα όμως οι τράπεζες, κυρίως οι συστημικές, στοχεύουν σε πιο επιθετικές πολιτικές μείωσης των ΜΕΔ. Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι ο δείκτης ΜΕΔ θα μπορούσε να μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος μέχρι το τέλος του 2022, αν και ορισμένες τράπεζες, ιδίως μη συστημικές, δεν φαίνεται να ακολουθούν τη γενικότερη δυναμική μείωσης των ΜΕΔ. Επιπλέον, την 1η Ιουνίου 2021 τέθηκαν σε εφαρμογή οι διατάξεις του νέου πτωχευτικού κώδικα. Η εξέλιξη αυτή θα συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών.

Εκτόξευση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω.. καταθέσεων

Η αύξηση της αποταμίευσης που έλαβε χώρα όλο το προηγούμενο διάστημα τόσο για λόγους πρόνοιας όσο και εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και η πραγματοποίηση αγορών που είχαν αναβληθεί εκτιμάται ότι θα συμβάλουν θετικά στην αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης το τρέχον έτος. Τα επόμενα δύο έτη προβλέπεται ταχύτερη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε συνάρτηση με την αναμενόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας και την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος.

Αύξηση επενδύσεων

Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης. Καθοριστικό ρόλο αναμένεται να παίξουν οι ευρωπαϊκοί πόροι, οι οποίοι θα χρηματοδοτήσουν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις με κύριους στόχους την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας. Οι εξαγωγές αγαθών προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, εξαιτίας της ενίσχυσης της εξωτερικής ζήτησης. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα κινηθούν ανοδικά το τρέχον έτος, καθώς οι τουριστικές εισπράξεις θα ανακάμψουν μερικώς, ενώ και η ζήτηση ναυτιλιακών υπηρεσιών θα σημειώσει αύξηση, συμβαδίζοντας με την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου. Η άνοδος των εξαγωγών υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί έως το τέλος της περιόδου πρόβλεψης. Αύξηση όμως θα σημειώσουν και οι εισαγωγές, ακολουθώντας την πορεία της εγχώριας ζήτησης.

Αρνητικός πληθωρισμός

Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει αρνητικός και το 2021, κυρίως λόγω των υπηρεσιών, ιδιαίτερα του τουρισμού, και των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν τους πρώτους μήνες του έτους και τα οποία επηρέασαν τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών. Το 2022 και το 2023 ο γενικός δείκτης θα καταγράψει θετικό αλλά χαμηλό ρυθμό μεταβολής.