Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πολυδιάστατη κρίση, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, μετά τα πλήγματα που δέχθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού, την τρέχουσα περίοδο βιώνει τις σοβαρές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς και του μεγαλύτερου πληθωριστικού κύματος των τελευταίων ετών.
Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα ασταθές περιβάλλον, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ευελπιστεί ότι η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει τελικά τις μικρότερες δυνατές συνέπειες. Όπως επεσήμανε και ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας, στην ομιλία του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής κατά τη συζήτηση επί του Προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, προσαρμοστικότητα και δυναμική, που αποτυπώνονται σε όλους, σχεδόν, τους βασικούς οικονομικούς δείκτες.
Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι όλα είναι “ρόδινα”. Το ίδιο το ΥΠΟΙΚ παραδέχεται ότι, το Προσχέδιο είναι ένας Προϋπολογισμός δύσκολων ισορροπιών, που καλείται να συγκεράσει προκλήσεις, μέσα σε ένα ασταθές, γεμάτο υψηλές αβεβαιότητες, ανοδικούς κινδύνους, νέες απειλές και μεγάλη μεταβλητότητα διεθνές περιβάλλον, που επηρεάζει και την Ελλάδα. Την ίδια ώρα, ωστόσο, αναδεικνύει και τις αυξημένες αντοχές, την σημαντική ανθεκτικότητα, τις ισχυρές δυνάμεις, τις μεγάλες δυνατότητες και τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Όπως επισημαίνει και το ΙΟΒΕ στην τελευταία του έκθεση, η μεγέθυνση της οικονομίας συνοδεύεται και από βελτίωση σε δείκτες που μπορεί να σηματοδοτούν ποιοτική αναβάθμισή της, όπως η εξωστρέφεια. Καθώς, όμως, ο ορίζοντας στην παγκόσμια και ιδίως στην ευρωπαϊκή οικονομία επιδεινώνεται έντονα, προκύπτουν ερωτήματα και για τη μελλοντική πορεία και της ελληνικής οικονομίας. Αυτά δεν αφορούν μόνο στην επιβράδυνση της μεγέθυνσης κατά το επόμενο διάστημα, που σε κάθε περίπτωση αναμένεται.
Προκύπτουν επίσης κρίσιμα ερωτήματα για το πώς θα εξισορροπεί δημοσιονομικά η χώρα εντός ενός ευρύτερου πλαισίου με σημαντικές προκλήσεις, ώστε να διατηρείται χαμηλό και το κόστος χρηματοδότησης. Ταυτόχρονα, εάν μπορεί να υπάρχει μια συστηματική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας, κάτι που, εκτός από το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, αφορά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της.
Το αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, κατά το τρέχον έτος, η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, εξακολουθεί να είναι πολύ ισχυρή αν και σταδιακά επιβραδύνεται και ασφαλώς είναι ασθενέστερη από ό,τι στο προηγούμενο έτος. Θετική έκπληξη σε αυτό το διάστημα αποτελεί ο ρυθμός μεγέθυνσης της ιδιωτικής κατανάλωσης, παρά τον πολύ υψηλό πληθωρισμό. Επίσης θετική εξέλιξη υπάρχει στις εξαγωγές, κυρίως στον τουρισμό και τις λοιπές υπηρεσίες αλλά και ευρύτερα. Σε τμήματα της οικονομίας καταγράφεται επίσης θετική πορεία των επενδύσεων.
Στον αντίποδα, ανησυχητική είναι η εξέλιξη του πληθωρισμού που κυμαίνεται σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Επίσης ανησυχητική είναι η συστηματική διεύρυνση των εισαγωγών και γενικότερα η εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτές οι εξελίξεις από κοινού ορίζουν μια οικονομία που έχει δυναμική, μπορεί να είναι όμως ευάλωτη στις αναταράξεις του εξωτερικού περιβάλλοντος, ενώ βέβαια δεν έχει λύσει ακόμη πολλά δομικά προβλήματα που αποτελούν μακροχρόνια χαρακτηριστικά της.
Συνολικά, κατά το ΙΟΒΕ, η κρίση δεν θα περάσει γρήγορα, ούτε αντιμετωπίζεται εύκολα με επιμέρους μέτρα πολιτικής. Η νομισματική πολιτική στην Ευρώπη οφείλει να στραφεί στην τιθάσευση του πληθωρισμού, διακινδυνεύοντας όμως να σπρώξει άμεσα τις οικονομίες προς ύφεση. Τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι πλέον πολύ μικρά, δεδομένων των πρόσφατων μεγάλων ελλειμμάτων και της ανόδου στο κόστος χρηματοδότησης.
Όσο για δομικές μεταρρυθμίσεις που θα αύξαναν την παραγωγικότητα και τα εισοδήματα μεσοπρόθεσμα, αυτές προϋποθέτουν αξιοπιστία και πολιτικό κεφάλαιο, που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχει αναλωθεί.
Επί του παρόντος, ο συντονισμός πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την ενεργειακή κρίση αλλά και ευρύτερα, υπολείπεται σημαντικά του επιθυμητού. Δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψει πώς στο επόμενο διάστημα δεν θα υπάρχει μείωση των πραγματικών εισοδημάτων στην Ευρώπη, γεγονός που θα φέρνει στην επιφάνεια νέες προκλήσεις πολιτικής. Ούτε, ασφαλώς, μπορεί κανείς να αποκλείσει περαιτέρω εξάπλωση της κρίσης, με μεγάλη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Αν δεν αλλάξει η πορεία της οικονομικής κρίσης, ανάμεσα στις ευρωπαϊκές οικονομίες αυτή που κινδυνεύει να χάσει τα περισσότερα είναι η δική μας. Ακόμη και αν κατά το τρέχον διάστημα είναι περισσότερο ανθεκτική από άλλες, έχει μπροστά της μεγαλύτερες προκλήσεις. Με υψηλό δημόσιο χρέος, διαχρονικό παραγωγικό έλλειμμα και δυσμενή δημογραφικά χαρακτηριστικά, μπορεί να έχει θετικές προοπτικές μεσοπρόθεσμα μόνο εφόσον προσελκύσει σε μεγάλη κλίμακα επενδύσεις με καινοτόμα χαρακτηριστικά.
Όμως, ο συνδυασμός των αυξανόμενων επιτοκίων, της εξαιρετικά ακριβής ενέργειας και της αβεβαιότητας που κυριαρχεί σήμερα παγκοσμίως δεν είναι ευνοϊκός για επενδύσεις. Αυτές θα κατευθυνθούν μόνο προς οικονομίες και τομείς που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Οικονομικές προβλέψεις με ρίσκο
Η γεωπολιτική αστάθεια σε ανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο, η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, ο υψηλός πληθωρισμός, οι δημοσιονομικές εξελίξεις και η εκτέλεση του σχεδίου «Ελλάδα 2,0», θα αποτελέσουν τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες της εξέλιξης του ΑΕΠ το 2022 και το 2023, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ οι παραδοχές του βασικού σεναρίου περιλαμβάνουν:
(α) υποχώρηση επίδρασης της πανδημίας,
(β) μη περαιτέρω όξυνση της γεωπολιτικής αστάθειας,
(γ) αδύναμη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη σύμφωνα με βασικό σενάριο της ΕΚΤ,
(δ) μικρή καθυστέρηση στην υλοποίηση του ελληνικού σχεδίου «Ελλάδα 2,0» και
(ε) μικρή υποχώρηση των εσόδων από τουρισμό σε πραγματικές τιμές.
Συγκεκριμένα, το ΙΟΒΕ αναθεωρεί προς τα πάνω την πρόβλεψη για ανάκαμψη το 2022, σε 6%, σε σταθερές τιμές, λόγω ισχυρότερης διεύρυνσης της ιδιωτικής κατανάλωσης (8,1%) και των εξαγωγών (12,5%). Η πρόβλεψη για το σύνολο του τρέχοντος έτους περιλαμβάνει επίσης αύξηση των εισαγωγών κατά 13,5% και ηπιότερη των προηγούμενων προβλέψεων ενίσχυση των επενδύσεων (6,6%).
Για το 2023, το ΙΟΒΕ αναμένει σαφώς βραδύτερη ετήσια ανάπτυξη, κατά 1,6% σε πραγματικούς όρους, λόγω επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και διατήρησης του πληθωρισμού και της αβεβαιότητας. Ως προς τις συνιστώσες, μόνο οι επενδύσεις αναμένεται να υπερβούν την φετινή τους επίδοση, με υψηλότερη ετήσια διεύρυνση το 2023 (10,5%) ενώ η κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί (0,6%). Αναμένεται μικρή περεταίρω επιδείνωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (από περίπου 7% του ΑΕΠ φέτος), με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως το 2023 κατά 3,8% και 4,8% αντιστοίχως.
Σε κάθε περίπτωση, η αβεβαιότητα ενισχύεται διεθνώς και αποτελεί τον πλέον καθοριστικό παράγοντα των οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων τουλάχιστον κατά το τρέχον, και πιθανόν κατά τα προσεχή έτη. Ο πόλεμος κλιμακώνεται ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, δύο χώρες ιδιαίτερα σημαντικές για την τροφοδοσία της παγκόσμιας οικονομίας σε ενεργειακά προϊόντα και είδη διατροφής, ενώ η επίτευξη ενεργειακής επάρκειας ή τουλάχιστον η μετάβαση σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας απαιτεί χρόνο.
Ο υψηλός και επίμονος πληθωρισμός
Η πιο σημαντική οικονομική συνέπεια του πολέμου σε παγκόσμια κλίμακα είναι η εκτίναξη των ενεργειακών τιμών και ευρύτερα του πληθωρισμού, ο οποίος συρρικνώνει τη ζήτηση, διαβρώνοντας τα πραγματικά εισοδήματα όλων των οικονομικών παραγόντων.
Όπως σημειώνει στην έκθεσή του το ΙΟΒΕ, ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έκθεσή του εκτιμά πως λόγω υψηλού πληθωρισμού τα πραγματικά εισοδήματα μπορεί το 2022 να είναι χαμηλότερα κατά περίπου €2,8 τρισ. δολάρια σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν ένα χρόνο πριν, ποσό που αντιστοιχεί στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ με βάση τις ισοτιμίες της αγοραστικής δύναμης.
Yστέρηση της παραγωγής
Ο πληθωρισμός στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ έφτασε τον Αύγουστο το 10,3%, επίπεδο που είναι το υψηλότερο των τελευταίων 39 ετών. Η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται πρωτίστως στην υστέρηση της παραγωγής λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας, πρώτων υλών και τροφίμων (οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 30,2% και 15%, αντίστοιχα τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους), αλλά και στην υψηλή ζήτηση κυρίως σε τμήματα της οικονομίας που επαναλειτούργησαν μετά την άρση των περιορισμών για τον κορωνοϊό.
Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός αναρριχήθηκε στο νέο ιστορικό υψηλό επίπεδο του 9,1% τον περασμένο Αύγουστο, ενώ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 11,4% κατά την ίδια περίοδο.
Ο υψηλότερος εγχώριος πληθωρισμός σε σχέση με το μ.ο. της Ευρωζώνη, μπορεί εν μέρει να ερμηνευθεί από την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές ενέργειας και ενδιάμεσων αγαθών, καθώς και από την αναποτελεσματικότητα της εγχώριας αγοράς ενέργειας, σε σχέση με τις αντίστοιχες αγορές των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Ανοδική επίδραση στο δομικό πληθωρισμό έχει επιφέρει και η μείωση του ποσοστού ανεργίας, καθώς και η σημαντική αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, η οποία ενίσχυσε ιδιαίτερα τις τιμές των ακινήτων.
Σε ό,τι αφορά τις αναμενόμενες εξελίξεις στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων διεθνώς, πέρα από τις πιθανές επιδράσεις του πολέμου, αυτές θα εξαρτηθούν από τις κινήσεις των υπόλοιπων χωρών-παραγωγών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο ανέρχεται σε σχέση με πέρυσι και υπερβαίνει την αντίστοιχη διεύρυνση της προσφοράς, με αποτέλεσμα η διεθνής τιμή του πετρελαίου Brent να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο τον Σεπτέμβριο στα $89,7 ανά βαρέλι, σημειώνοντας αύξηση 20,5% σε σχέση με ένα χρόνο, ενώ αναμένεται να μειωθεί περίπου κατά 7% το 2023.
Αύξηση τιμής πετρελαίου
Ο ΟΟΣΑ επίσης εκτιμά πως αν ο χειμώνας είναι βαρύς, η τιμή του πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 10% ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2023, ενώ η τιμή του φυσικού αερίου κατά 50% και των λιπασμάτων κατά 25%. Σημαντικό ρόλο στη μείωση του πληθωρισμού αναμένεται να διαδραματίσουν οι παρεμβατικές πολιτικές της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αποφάσισε τη μείωση της χρήσης φυσικού αερίου έως και 15% ενώ συζητείται η επιβολή πλαφόν στην τιμή του.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού είναι πιθανό να ξεκινήσει σταδιακά στο τέλος του έτους μετά την αναμενόμενη εξασθένιση της ζήτησης, και να ενισχυθεί στη συνέχεια από την επίδραση βάσης. Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του Ευρωσυστήματος, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αναμένεται να κυμανθεί κοντά στο 8,1% στο τέλος του 2022 και να μειωθεί στο 5,5% το 2023, ενώ ο ΟΟΣΑ προβλέπει μεγαλύτερο πληθωρισμό, στο 6,2% για το 2023.
Στην Ελλάδα προβλέπεται πως ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί υψηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης για το 2022, στο 9,7% για το 2022 και στο 4,2% για το 2023, επιδρώντας αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας.
Ανάπτυξη υπό αντίξοες συνθήκες
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπ.Οικ., ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να ανέλθει, όπως προαναφέρθηκε, σε 5,3% το 2022 και να διατηρηθεί σε θετικό έδαφος το 2023 (2,1%), παρά την ενεργειακή κρίση. Ειδικά οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 16% κατά το επόμενο έτος και ότι θα έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια που η οικονομική μεγέθυνση στηρίχτηκε κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση.
Προβλέψεις με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας
Όπως επισημαίνει ωστόσο σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Alpha Bank, Στην παρούσα συγκυρία ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, οι προβλέψεις ενέχουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων και των επιπτώσεών τους. Οι παράγοντες κινδύνου που επιδρούν τόσο στα μακροοικονομικά, όσο και στα δημοσιονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, είναι:
- Η άνοδος των τιμών της ενέργειας, το αυξημένο κόστος παραγωγής και ο βαθμός μετακύλησης αυτών στον τελικό καταναλωτή. Οι πληθωριστικές πιέσεις που καταγράφονται στην Ελλάδα και την ΕΕ-27 ενδέχεται να συγκρατήσουν τα τουριστικά έσοδα και την ιδιωτική κατανάλωση, εξαιτίας της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Ως εκ τούτου η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 7,2% το 2022 και ηπιότερα, κατά 1,3%, το 2023.
Σημειώνεται επίσης, ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών για την εξέλιξη των τιμών παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης δευτερογενών επιπτώσεων, δηλαδή της σπειροειδούς αύξησης τιμών και μισθών.
- Η επιτοκιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή η άνοδος των επιτοκίων με σκοπό την καταπολέμηση του πληθωρισμού που ενδέχεται να πλήξει την οικονομική δραστηριότητα, λειτουργώντας αποτρεπτικά ως προς την υλοποίηση επενδύσεων.
- Οι τυχόν ελλείψεις σε φυσικό αέριο, ιδιαίτερα στην περίπτωση πλήρους διακοπής της ροής του από τη Ρωσία για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που θα έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τη βιομηχανική παραγωγή και το επίπεδο των τιμών. Το τελευταίο αυξάνει τον βαθμό αβεβαιότητας αναφορικά με την επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2023, καθώς επηρεάζει τόσο τον αριθμητή του κλάσματος, μέσω των πρόσθετων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που θα απαιτηθούν για τη στήριξη των εισοδημάτων, όσο και του παρονομαστή, εξαιτίας της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας. Σημειώνεται πάντως, ότι ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς αλλά και το ύψος των μέτρων που έχει υιοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση ενάντια στο αυξημένο κόστος της ενέργειας ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και τα εισοδήματα των καταναλωτών.
Το 2023 θα είναι κρίσιμη χρονιά
Μην ξεχνάμε εξάλλου, ότι το 2023 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για την Ελλάδα, καθώς καλείται να αξιοποιήσει τον δημοσιονομικό χώρο που διαθέτει ώστε να επανέλθει μετά από πολλά χρόνια στην επενδυτική βαθμίδα, ως προς το αξιόχρεο της χώρας. Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, δηλαδή:
(i) πρωτογενούς πλεονάσματος για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, το οποίο εκτιμάται σε 0,7% του ΑΕΠ βάσει του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού 2023 και σε 0,9% σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και
(ii) της σταδιακής πτώσης του λόγου Δημοσίου Χρέους προς ΑΕΠ κατά περισσότερο από 40 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό 206,3% του 2020 (σε 161,6% σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ) είναι καθοριστικής σημασίας προς την κατεύθυνση αυτή.