Λίγες μόλις εβδομάδες στον Λευκό Οίκο, και ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη προκαλέσει “θύελλα” στις διεθνείς αγορές, λόγω της οικονομικής πολιτικής που θέλει να εφαρμόσει. Ειδικά στο “μέτωπο” του διεθνούς εμπορίου, η επιστροφή στον προστατευτισμό των εμπορικών συναλλαγών, με την επιβολή δασμών στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, έχει ήδη προκαλέσει πονοκέφαλο παγκοσμίως!
Τι μπορεί ωστόσο να σημάνει αυτή η ριζική μεταστροφή της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ για την Ευρώπη, και κατ’ επέκτασιν για την Ελλάδα;
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, είχε επισημάνει ότι, αν επιβληθούν δασμοί στην Ευρώπη και είναι, για παράδειγμα, 10%, οι επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης θα είναι της τάξης της μισής έως μίας ποσοστιαίας μονάδας σε ορίζοντα διετίας.
Όσο για τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό, δεν αναμένεται να επηρεαστεί ουσιαστικά από τους δασμούς, ωστόσο θα υπάρξουν γενικότερες στασιμοπληθωριστικές τάσεις στην παγκόσμια οικονομία. Τα αποτελέσματα αυτά θα χειροτερεύσουν, τόσο ως προς την ανάπτυξη όσο και ως προς τον πληθωρισμό, εάν υπάρξει ανάλογη απάντηση από τους θιγόμενους (retaliation).
Στην Ελλάδα τώρα, ο κ. Στουρνάρας δεν αναμένει ιδιαίτερες επιπτώσεις, διότι η ελληνική οικονομία δεν είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένη εξαγωγικά στις ΗΠΑ, αλλά θα προκύψουν έμμεσες συνέπειες.
Η ΤτΕ έχει υπολογίσει ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει φέτος ανάπτυξη της τάξης του 2,5%, επίδοση η οποία συναρτάται άμεσα με έναν ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη της τάξης του 1,1%. Αν λοιπόν ο ρυθμός στην Ευρωζώνη επιβραδυνθεί, λόγω της επιβολής δασμών, προφανώς και θα υπάρξει επίπτωση στο ελληνικό ΑΕΠ, όχι όμως σημαντική.
Ο Διοικητής της ΤτΕ κατέληξε λέγοντας ότι, η ΕΚΤ επεξεργάζεται μια σειρά από σενάρια ως προς τις επιπτώσεις, ωστόσο ο λόγος ανήκει στους ηγέτες της Ευρώπης, οι οποίοι θα πρέπει να εξετάσουν το πώς πρέπει η Ευρώπη να αντιδράσει στο ενδεχόμενο επιβολής δασμών.
Άνω-κάτω η παγκόσμια οικονομία!
Αλλά και το ΙΟΒΕ, όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο, έχει αναφερθεί στην τελευταία του έκθεση, για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από την επιβολή δασμών. Υπενθυμίζουμε λοιπόν ότι το ΙΟΒΕ σημείωνε πως η διακήρυξη μέτρων οικονομικής πολιτικής που αλλάζουν τη φορά των τελευταίων ετών, μπορεί να προκαλέσουν αναταράξεις που θα επηρεάσουν ποικιλοτρόπως και δυσμενώς και τη δική μας οικονομία. Εφόσον εφαρμοστεί στην πράξη η πλειονότητα προεκλογικών διακηρύξεων στις ΗΠΑ, υπάρχουν τρία δυνητικά κανάλια επιπτώσεων στην παγκόσμια οικονομία.
Αρχικά, εάν εφαρμοστούν έντονα μέτρα προστατευτισμού από τις ΗΠΑ, δεν θα είναι εύκολο να αποφευχθούν αντίμετρα από άλλες μεγάλες οικονομίες, ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα τη μείωση του παγκόσμιου εμπορίου, που βραχυπρόθεσμα συνεπάγεται αύξηση κόστους παραγωγής και τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, και μεσοπρόθεσμα μείωση της αποτελεσματικότητας κατανομής πόρων μέσω καταμερισμού της εργασίας σύμφωνα με συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Στη συνέχεια, η αύξηση τιμών που μπορεί να προκληθεί θα αντιστρατεύεται την τάση αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη, συγχέοντας τα κίνητρα για μείωση των κεντρικών επιτοκίων όπως αυτά είχαν τεθεί για τις κεντρικές τράπεζες των μεγάλων οικονομιών. Ως αποτέλεσμα, θα καταστεί λιγότερο προβλέψιμη και ευθύγραμμη η δυνατότητα μείωσης του πληθωρισμού και των επιτοκίων και στις ίδιες τις ΗΠΑ και σε άλλες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών.
Οι επιπτώσεις των δασμών
Σύμφωνα και με σχετική ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), κομβική παράμετρο της οικονομικής πολιτικής Τραμπ συνιστά η αύξηση των δασμών, ενώ οι πιθανολογούμενες αλλαγές πολιτικής αφορούν εκτός από τη δασμολογική και τη φορολογική πολιτική των ΗΠΑ, τις προτεραιότητες της εμπορικής και κλιματικής στρατηγικής, τη συμμετοχή τους σε διεθνείς οργανισμούς και συμφωνίες, καθώς και θέματα σχετικά με το εποπτικό/ρυθμιστικό πλαίσιο και τη δομή επενδυτικών κινήτρων.
Ήδη από την 1η Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε αύξηση της δασμολογικής επιβάρυνσης:
- Κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) προς τους στενότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, το Μεξικό και τον Καναδά, με αναστολή ωστόσο της εφαρμογής τους τουλάχιστον για έναν μήνα, με παράλληλη διενέργεια διαπραγματεύσεων για την εξειδίκευση αντισταθμιστικών παραχωρήσεων από τις δύο χώρες.
- Κατά 10 π.μ. στους ήδη υψηλότερους δασμούς που εφαρμόζονται σε ένα τμήμα των Κινεζικών εξαγωγών, με περαιτέρω επέκτασή τους και στις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών.
Φαίνεται τώρα ότι πλησιάζει η στιγμή των ανακοινώσεων και για την Ε.Ε. με ένα από τα επικρατέστερα σενάρια να προβλέπει αύξηση της δασμολογικής επιβάρυνσης κατά 10 π.μ. στις περισσότερες κατηγορίες εξαγόμενων αγαθών προς τις ΗΠΑ με υιοθέτηση μόνο περιορισμένων ανταποδοτικών μέτρων από πλευράς Ε.Ε. Μια οικονομική επιβάρυνση για την Ε.Ε. είναι αναπόφευκτη ακόμη και αν η τελευταία ακολουθήσει την οδό των διαπραγματεύσεων που υιοθέτησαν ο Καναδάς και το Μεξικό για να αναστείλει ή να μειώσει την τελική δασμολογική μεταβολή.
Οι παραπάνω εξελίξεις, σύμφωνα με την ΕΤΕ, δημιουργούν νέες εστίες αβεβαιότητας, οι οποίες αναμένεται να αρχίσουν να επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία από φέτος, με τις μεσοπρόθεσμες επιδράσεις να είναι δυνητικά ακόμη πιο σημαντικές. Οι αναδυόμενες προκλήσεις βρίσκουν την ευρωπαϊκή οικονομία ευάλωτη μετά τους σοβαρούς κραδασμούς των τελευταίων ετών (πανδημία, πληθωριστική/ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή) ενώ η ελληνική οικονομία συνεχίζει να εμφανίζει συνεπή υπεραπόδοση.
Το “χτύπημα” στο εξαγωγικό εμπόριο
Ποιος θα μπορούσε να είναι όμως ο δυνητικός αντίκτυπος των φημολογούμενων μέτρων στην ελληνική οικονομία;
Απάντηση σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα επιχειρεί να δώσει η ανάλυση της ΕΤΕ, στην οποία αναφέρεται ότι, όσον αφορά στις εμπορικές συναλλαγές της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, η περιορισμένη έκθεση στην εν λόγω αγορά και η διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών φαίνεται να περιορίζουν τις άμεσες επιπτώσεις.
Συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία διατήρησε ένα πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο κατά την προηγούμενη δεκαετία, με το πλεόνασμα να κυμαίνεται στα €0,5 δισ., κατά μ.ό., ετησίως την περίοδο 2015-2018 και να υποχωρεί τα επόμενα χρόνια. Το ισοζύγιο έγινε προσωρινά ελλειμματικό το 2022 (-€1,2 δισ.), κυρίως λόγω αυξημένων εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου που προσέγγισαν το ιστορικό υψηλό των €2,2 δισ. το ίδιο έτος. Το 2023 το ισοζύγιο εμφάνισε και πάλι πλεόνασμα (€0,6 δισ.), ενώ στο 11μηνο του 2024 το διμερές εμπορικό ισοζύγιο ήταν οριακά πλεονασματικό €0,2 δισ.
Το μερίδιο των ΗΠΑ στις ελληνικές εμπορευματικές εξαγωγές βρίσκεται σε ανοδική πορεία, σε όρους αξίας, αλλά συνεχίζει να έχει σχετικά μικρή συνεισφορά (περίπου στο 4% επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών το 2023 − στο 3,3% εξαιρώντας τα ενεργειακά προϊόντα − και στο 4,8% στο 11μηνο του 2024).
Πάντως, το μερίδιο των ΗΠΑ στις ελληνικές εξαγωγές είναι σημαντικά χαμηλότερο σε σύγκριση με την αντίστοιχη βαρύτητα των ΗΠΑ στις εξαγωγές της Ευρωζώνης (8,5% κατά μ.ό.), με την Ιρλανδία (28,2%), την Ιταλία (10,9%), τη Φινλανδία (9,8%), τη Γερμανία (9,7%) και τη Γαλλία (7,9%) να εμφανίζουν την ισχυρότερη άμεση εξαγωγική εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Αναφορικά με την κλαδική δομή των ελληνικών εμπορευματικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη συνεισφορά έχουν οι κλάδοι τροφίμων (κυρίως λαχανικά και φρούτα), ορυκτών καυσίμων (πετρελαιοειδών), και βιομηχανικών προϊόντων (κυρίως κατασκευαστικών υλικών και μετάλλων).
Ο οικονομικός αντίκτυπος
Η ΕΤΕ στην ανάλυσή της σημειώνει ότι από μια ενδεχόμενη αύξηση της μέσης δασμολογικής επιβάρυνσης κατά 10 π.μ. για όλα τα μη ενεργειακά προϊόντα, από 0,4% έως 8,3% που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια, θα προέκυπτε άνοδος της μέσης τιμής των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ κατά περίπου 7%, η οποία πιθανότατα θα αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από την ήδη παρατηρούμενη ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ.
Η άμεση αρνητική επίδραση στον ετήσιο ρυθμό μεταβολής των συνολικών ελληνικών εμπορευματικών εξαγωγών θα ήταν μικρότερη από -0,3% ετησίως και αμελητέα όσον αφορά το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ (-0,05 π.μ.), με βάση την εκτιμώμενη ιστορική ελαστικότητα ζήτησης για εξαγωγές ως προς την τιμή.
Σημαντικότερες έμμεσες αρνητικές επιδράσεις στο ελληνικό εξαγωγικό εμπόριο θα μπορούσαν να προκύψουν από μια πιθανή επιδείνωση των οικονομικών επιδόσεων βασικών εξαγωγικών μας αγορών στην Ε.Ε., σε περίπτωση κλιμάκωσης των πιέσεων στις δικές τους εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, λόγω αυξημένων δασμών ή άλλων εναλλακτικών αντισταθμιστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, η Ιταλία και η Γερμανία συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων εξαγωγικών αγορών της Ελλάδας και, παράλληλα, έχουν μεγάλη έκθεση στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις που αφορούν μόνο στο εμπορικό ισοζύγιο, η οριζόντια αύξηση των δασμών κατά 10% σε όλα τα εξαγόμενα προϊόντα από την Ε.Ε. προς τις ΗΠΑ θα μείωνε τις συνολικές ελληνικές εξαγωγές κατά περίπου 1,7%, σε σταθερές τιμές, και το ελληνικό ΑΕΠ κατά 0,4% σωρευτικά μέχρι τα τέλη του 2026, κυρίως λόγω έμμεσων επιδράσεων από την αποδυνάμωση των οικονομιών των Ευρωπαίων εμπορικών μας εταίρων (προβλεπόμενη μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ της ευρωζώνης κατά 0,8% έναντι αρχικής εκτίμησης 1,2% για το 2025, με παρόμοιο αντίκτυπο και το 2026).
Ο αντίκτυπος θα μπορούσε να περιοριστεί τουλάχιστον κατά το ήμισυ εάν οι τιμές πετρελαίου, σε ευρώ, υποχωρούσαν κατά 10% όπως εξηγούμε στη συνέχεια. Οι επιδράσεις θα ήταν πιο σημαντικές σε περίπτωση κλιμάκωσης των πιέσεων από τις ΗΠΑ προς την Ε.Ε. για συντονισμό της εμπορικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα, ώστε να περιορίσει το εμπορικό της πλεόνασμα, προκαλώντας εν τέλει και αντίμετρα από την Κίνα εναντίον των ΗΠΑ αλλά και της ΕΕ. Λόγω της μεγαλύτερης εξάρτησης της Ευρώπης και της Ελλάδας από εισαγωγές από την Κίνα, η εμπλοκή της Ε.Ε. σε έναν εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ με την Κίνα θα προκαλούσε ακόμη ισχυρότερους οικονομικούς κλυδωνισμούς και υψηλότερο πληθωρισμό.
Επίσης, η ΕΤΕ αναφέρει ότι η Ελλάδα ήδη υπερβαίνει το υφιστάμενο όριο συνεισφοράς στη συλλογική αμυντική ισχύ του ΝΑΤΟ, με τις σχετικές αμυντικές δαπάνες να ξεπερνούν το 3% του ΑΕΠ ετησίως το 2024, έναντι σχεδόν 2% για το μέσο όρο της Ε.Ε., και με αυξητικές τάσεις για την περίοδο 2025-26, καθώς παραλαβές και αναβαθμίσεις οπλικών συστημάτων προβλέπεται να οδηγήσουν τις σχετικές δαπάνες υψηλότερα. Ως εκ τούτου, η χώρα μας δε φαίνεται να διατρέχει άμεσο κίνδυνο πρόσθετων πιέσεων και ανατροπών στο δημοσιονομικό σχεδιασμό προκειμένου να συμμορφωθεί με τα αυξημένα όρια που ενδεχομένως θα τεθούν.
Οι νομισματικές και πληθωριστικές επιδράσεις
Σε ότι αφορά τις ευρύτερες συνέπειες της πολιτικής των δασμών, κυρίως σε ότι αφορά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τον πληθωρισμό, η μελέτη της ΕΤΕ σημειώνει πως, οι επιδράσεις από την ήδη παρατηρούμενη ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ είναι πιο σύνθετες.
Συγκεκριμένα, η εξασθένηση του ευρώ αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς τις ΗΠΑ αλλά και προς άλλες χώρες όπου η τιμολόγηση γίνεται σε δολάρια.
Ωστόσο, δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι εν πολλοίς αποδέκτης τιμών στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, η καθαρή επίδραση στους όρους εμπορίου θα είναι πιθανότατα αρνητική, επιβαρύνοντας το εξωτερικό ισοζύγιο. Επίσης, η ισχυροποίηση του δολαρίου αποτυπώνει και μια αξιόλογη ακόμη απόκλιση των προσδοκιών σχετικά με την πορεία της νομισματικής πολιτικής μεταξύ ευρωζώνης και ΗΠΑ, με τις αγορές να προεξοφλούν ταχύτερη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ παρά την πιθανή επιτάχυνση, βραχυπρόθεσμα, των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων λόγω αποδυνάμωσης του ευρώ, η οποία όμως θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από τυχόν υποχώρηση στις διεθνείς τιμές βασικών εμπορευμάτων, εν μέσω αβεβαιότητας για τη δυναμική της παγκόσμιας ζήτησης.
Επίσης, ως αντιστάθμισμα της δυνητικής πληθωριστικής επίδρασης των δασμών και του πιο αδύναμου ευρώ θα μπορούσε να λειτουργήσει η προσπάθεια τρίτων χωρών να διοχετεύσουν στην ευρωπαϊκή αγορά τα προϊόντα τους. Τέλος, η πρόθεση της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ να ενθαρρύνει περαιτέρω την εξορυκτική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα συντείνει σε χαμηλότερες διεθνείς ενεργειακές τιμές, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ειδικά αν συνδυαζόταν και με αποκλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων.
Η ελληνική οικονομία, που λόγω διαρθρωτικών χαρακτηριστικών (σημαντικός ρόλος ορυκτών καυσίμων σε μεταφορές και θέρμανση, καθώς και φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή) παραμένει περισσότερο εξαρτημένη στα ορυκτά καύσιμα από τον ευρωπαϊκό μ.ό., θα επωφελούνταν περισσότερο από τις χαμηλότερες τιμές ενέργειας.
Εκτιμάται ότι μια μείωση 10% στις διεθνείς τιμές καυσίμων σε ευρώ ενισχύει το ρυθμό αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ κατά σχεδόν 0,2%, εξέλιξη που θα μπορούσε να περιορίσει κατά το ήμισυ την τελική αρνητική επίδραση στο ελληνικό ΑΕΠ από τους δασμούς σε ορίζοντα διετίας.
Συν τοις άλλοις, ο ρόλος των ΗΠΑ στις εισερχόμενες ξένες άμεσες επενδύσεις (ΑΞΕ) προς την Ελλάδα έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με τις σωρευτικές ροές την περίοδο 2021-23 να ανέρχονται σε €1,3 δισ., αντιστοιχώντας περίπου στο 7,5% των συνολικών εισροών ΑΞΕ αυτής της περιόδου. Εντούτοις, το απόθεμα εισερχόμενων ΑΞΕ από τις ΗΠΑ παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (€3,3 δισ. ή 5,5% από συνολικό απόθεμα ΑΞΕ περίπου €60 δισ. στην Ελλάδα το 2023).
Οι φημολογούμενες πολιτικές για προσέλκυση ή επαναπατρισμό επενδύσεων προς τις ΗΠΑ δεν αφορούν κλάδους με σημαντική βαρύτητα στην ελληνική οικονομία και τις αντίστοιχες ΑΞΕ, ωστόσο ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η παροχή ισχυρότερων κινήτρων από τις ΗΠΑ μπορούν να εκτρέψουν διεθνή κεφάλαια, μειώνοντας τις νέες επενδύσεις – ειδικά σε κατηγορίες έντασης τεχνολογίας αλλά και σε ενεργοβόρους κλάδους – μακριά από την Ε.Ε. και, κατ’ επέκταση, από την Ελλάδα.
Ως εκ τούτου, η ΕΤΕ καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η αποτελεσματική και πλήρης αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης (ΤΑΑ) και του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, μαζί με τις διαρκείς οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αποτελούν το βασικό ανάχωμα και συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας σε ένα περιβάλλον κλιμάκωσης των ανταγωνιστικών πιέσεων στο εμπόριο και τις διεθνείς επενδύσεις.
Παράλληλα, η μείωση των επιτοκίων, η ισχυρή πιστωτική επέκταση, και η ουδέτερη ή θετική δημοσιονομική στάση, μετά και τις σημαντικά ισχυρότερες από το αναμενόμενο δημοσιονομικές επιδόσεις για το 2024, σε συνδυασμό με την ανθεκτική δυναμική της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, διασφαλίζουν συνθήκες υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.