Στη σημαντική υστέρηση της μετοχής της Alpha Bank μεταξύ αυτών της ζώνης EEMEA (Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική) στέκεται η HSBCποντάροντας στη δυναμική επανεκκίνηση του τίτλου της συστημικής τράπεζας. Υπό αυτό το πρίσμα, αυξάνει κατακόρυφα την τιμή στόχο για τη μετοχή στα 3 ευρώ, από 2,30 ευρώ με σύσταση «buy».

Όπως αναφέρει ο αναλυτής του οίκου, η Alpha Bank βρέθηκε στο χαμηλό άκρο του εύρους αποτίμησης του γκρουπ των τραπεζικών μετοχών της περιοχής, με δείκτη P/TBV στο 0,5x για το 2025 και P/E στο 5,3x.

Το σχετικό de-rating αποδίδεται σε διάφορους παροδικούς παράγοντες όπως είναι: 1) η πώληση της θέσης του ΤΧΣ στην Τράπεζα Πειραιώς που «φρέναρε» το flow προς την Alpha Bank και 2) η δομή του ισολογισμού της τράπεζας που είχε ως αποτέλεσμα την πιο αργή ενίσχυση των καθαρών εσόδων από τόκους έναντι των ομοτίμων. Σύμφωνα με την HSBC, τα καθαρά έσοδα από τόκους θα αποδειχθούν πιο ανθεκτικά για την Alpha, λαμβάνοντας υπόψη την πτωτική «τροχιά» για τα επιτόκια. Eκτιμά ότι η τράπεζα θα προσφέρει EPS CAGR (μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης) για το 2023 – 2026 της τάξεως του 5%, με δείκτη ROTE στο 12% περίπου (προσαρμ. για το πλεόνασμα κεφαλαίου) και αυξανόμενα μερίσματα για τα οποία η χαμηλή αποτίμηση φαίνεται αδικαιολόγητη.

Ανθεκτικές προοπτικές στα NII και περιθώρια θετικών εκπλήξεων στην κερδοφορία

Η Alpha φαίνεται να κατέχει μια σχετικά πλεονεκτική θέση σε ένα περιβάλλον μείωσης των επιτοκίων, καθώς έχει λιγότερα ρευστά περιουσιακά στοιχεία και περισσότερες προθεσμιακές για μια ανατιμολόγηση προς τα κάτω, έναντι των υπόλοιπων συστημικών. Η ευαισθησία των καθαρών εσόδων από τόκους της τράπεζα για μια μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, διαμορφώνεται στα 18 εκατ. ευρώ, ήτοι κατά 40% μικρότερη έναντι των ομοτίμων της.

Η HSBC αναμένει ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους θα αυξηθούν κατά 7% τα επόμενα τρία χρόνια, τη στιγμή που για τις υπόλοιπες συστημικές αναμένεται μια κάποια στασιμότητα ή μια ήπια υποχώρηση. Εξίσου σημαντικό, το σχετικά υψηλότερο κόστος κινδύνου των 75 μονάδες βάσης της Alpha – το οποίο συντηρητικά υποθέτει ο αναλυτής ότι θα παραμείνει αμετάβλητο – το οποίο έχει περιθώρια υποχώρησης καθώς η κεφαλαιακή βελτίωση και η μείωση του στοκ NPEs θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χαμηλότερο κόστος τιτλοποίησεων και εξυπηρέτησης στο μέλλον. Επιπλέον, η προσπαθεια συγκράτησης του κόστους (2023 – 2026 CAGR στο 1,4% έναντι εκτίμησης της HSBC για 3%) και ο στόχος αύξησης των προμηθειών (2023 – 2026 CAGR στο 10% έναντι εκτίμησης της HSBC για 6%)
θα συνεπαγόταν ένα «upside risk» της τάξεως του 12% έναντι της εκτίμησης του αναλυτή για την κερδοφορία του 2026.

Ο επενδυτικός οίκος παρουσιάζει τις εκτιμήσεις του μέχρι το 2026 πλέον και αυξάνει τις εκτιμήσεις του για την επαναλαμβανόμενη κερδοφορία για το 2024 – 2025 κατά 16% – 26% λόγω των χαμηλότερων παραδοχών για το beta καταθέσεων και της ταχύτερης αύξησης του χαρτοφυλακίου τίτλων. Παράλληλα αποενοποίησε τις δραστηριότητες στη Ρουμανία μετά τη συγχώνευση με την UniCredit και μετέφερε τη συνεισφορά από το υπόλοιπο 10% της Alpha στη συγχωνευμένη οντότητα στη γραμμή εσόδων της θυγατρικής

HSBC

Συνεπώς η HSBC αυξάνει την τιμή στόχο στα 3 ευρώ, μειώνοντας παράλληλα το κόστος κεφαλαίου, CoE, κατά 25 μονάδες βάσης στο 13,75%. Σύμφωνα με την ίδια, η Alpha θα πρέπει να διαπραγματεύεται πιο κοντά στη λογιστική αξία, λαμβάνοντας υπόψη ότι: 1) τη βιωσιμότητα του δείτη ROTE που είναι πολύ κοντά στο κόστος κεφαλαίου, 2) τα αφθονα κεφαλαιακά πλεονάσματα που οδηγούν προς ένα δείκτη CET1 στο 17% περίπου στα τέλη του 2026 3) και το περιθώριο ενίσχυσης της επιβράβευση των μετόχων – η HSBC κινείται πιο συντηρητικά στο 30% έναντι του φιλόδοξου στόχου της διοίκησης για 50% το 2025.

«Λάβετε υπόψη ότι η τράπεζα θα προχωρήσει σε επαναγορά ιδίων ύψους 30 εκατ. ευρώ στο δεύτερο εξάμηνο του 2024, κάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει υποστηρικτικά για τη μετοχή. Παράλληλα, τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου στις αρχές Αυγούστου θα μπορούσαν να είναι ο πιο κοντινός, χρονικά, «καταλύτης», όπως καταλήγει η HSBC.

Διαβάστε ακόμη