Σε μερική και υπό όρους συμφωνία οδηγείται η σύγκρουση Ελλάδας–Κύπρου για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, μετά τη σύσκεψη της Παρασκευής στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας υπό τον υφυπουργό Νίκο Τσάφο με τη συμμετοχή των ρυθμιστικών αρχών ΡΑΑΕΥ και ΡΑΕΚ και του ΑΔΜΗΕ .

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η κυπριακή πλευρά επέμεινε στο πλαίσιο μεθοδολογίας για τον έλεγχο των επενδυτικών δαπανών, που έχει χαράξει εξ αρχής αναγνωρίζοντας de facto ποσό 82 εκατ. ευρώ, ενώ το υπόλοιπο των 251 εκατ. ευρώ που υποστηρίζει ότι έχει εκτελέσει ο διαχειριστής θα επανεξεταστεί το 2027 περίοδο κατά την οποία θα γίνει ο τελικός έλεγχος και η εκκαθάριση των δαπανών.

Το ποσό των 25 εκατ. ευρώ που προβλέπεται από τη διακρατική συμφωνία να πληρώσει η Λευκωσία ως έξοδο για τις δαπάνες του ΑΔΜΗΕ παραμένει με  χρονοδιάγραμμα καταβολής αρχές του 2026, ενώ ο Διαχειριστής έχει ήδη προσφύγει στα κυπριακά δικαστήρια κατά της ΡΑΕΚ για τη μη αναγνώριση του συνόλου των δαπανών.

Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, πρόκειται για πολυσέλιδη προσφυγή, για την οποία η κυπριακή πλευρά ετοιμάζει ήδη την απάντησή της, προκειμένου να αντικρούσει τα επιχειρήματα του ΑΔΜΗΕ.

Ο προβληματισμός

Ο προβληματισμός του διαχειριστεί εστιάζει στο ότι, με βάση την απόφαση της ΡΑΕΚ, αν το έργο σταματούσε σήμερα, ο ΑΔΜΗΕ θα είχε αναγνωρισμένες δαπάνες μόνο ύψους 82 εκατ. ευρώ, ενώ το συνολικό ποσό που έχει ήδη επενδυθεί ανέρχεται σε 251 εκατ. ευρώ. Κατά τον ίδιο, η ρύθμιση αυτή δημιουργεί κίνδυνο οικονομικής έκθεσης, καθώς δεν υπάρχει εγγύηση ότι η κυπριακή αρχή θα εγκρίνει το υπόλοιπο ποσό κατά τον τελικό έλεγχο το 2027.

Η σύσκεψη της Παρασκευής σηματοδοτεί επομένως προσωρινή αποκλιμάκωση μετά την ένταση των προηγούμενων ημερών, χωρίς ωστόσο να επιλύει οριστικά τα μεγάλα εμπόδια για την υλοποίηση του έργου.

Η διαφωνία για την αναγνώριση των δαπανών του GSI έλαβε πολιτικές διαστάσεις μετά τις δηλώσεις στα τέλη Σεπτεμβρίου του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, περί «εκβιασμών» από την πλευρά του Έλληνα διαχειριστή, φράση που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και οδήγησε σε παρέμβαση του Πρωθυπουργού, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω κρίση μεταξύ των δύο χωρών.

Η ένσταση του ΑΔΜΗΕ

Στην συνάντηση της Παρασκευής, ο  ΑΔΜΗΕ φέρεται να υποστήριξε ότι η πρόβλεψη για την καταβολή 25 εκατομμυρίων ευρώ ενδέχεται να θεωρηθεί παράνομη κρατική ενίσχυση, εφόσον δεν συνοδεύεται από οριστική έγκριση των συνολικών επενδύσεων ύψους 251 εκ.

Η κυπριακή πλευρά αντέκρουσε το επιχείρημα λέγοντας ότι το ποσό αυτό αποτελεί πάγιο κονδύλι της διακρατικής συμφωνίας Ελλάδας–Κύπρου, το οποίο προβλέπεται για τη διασφάλιση της χρηματοδότησης του έργου και έχει ήδη εγκριθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Competition).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δηλαδή επιβεβαιώσει πως η καταβολή του είναι απολύτως νόμιμη, εφόσον θα ακολουθήσει τελικός ρυθμιστικός έλεγχος στο τέλος της περιόδου.

Το κυπριακό σκεπτικό για τα 82 εκατομμύρια

Η ΡΑΕΚ, υποστηρίζει ότι τα 82 εκατομμύρια ευρώ που αναγνωρίστηκαν θεωρούνται, ότι διασφαλίζουν πλήρως τη ρευστότητα του έργου για την επόμενη τριετία.

Σύμφωνα με κύκλους προσκείμενους στην κυπριακή αρχή, ο διαχειριστής έχει εξασφαλίσει το πάγιο ποσό των 25 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως που προβλέπεται από τη διακρατική συμφωνία Ελλάδας–Κύπρου, και λειτουργεί ως μηχανισμός οικονομικής σταθερότητας μέχρι την ολοκλήρωση του έργου.

Το 2027 που θα γίνει ο τελικός έλεγχος των συνολικών δαπανών, θα κριθεί τί επενδύσεις έγιναν βάσει των παραστατικών και των στοιχείων που θα προσκομιστούν.

Στο πλαίσιο αυτό συμφωνήθηκε να εκδοθεί μια νέα ρυθμιστική απόφαση από την ΡΑΕΚ που να ευθυγραμμίζεται με την αντίστοιχη της ΡΑΑΕΥ στη λογική της μερικής αναγνώρισης δαπανών με τελική εκκαθάριση και έλεγχο σε δύο χρόνια.

Στην πράξη, και οι δύο ρυθμιστικές αρχές είχαν ανάψει το πράσινο φως εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο για CAPEX ύψους 572 εκ. για το 2025 με την ΡΑΑΕΥ να δίνει την συγκατάθεσή της προσωρινά και στο αντίστοιχο ρυθμιστικό έσοδο των 7 εκ. ώστε όταν ολοκληρωθούν τα έργα, να γίνει εκκαθάριση με βάση το πραγματικό κόστος. Η ΡΑΕΚ από την πλευρά της δεσμεύτηκε για την καταβολή των 25 εκ. που απορρέουν από την διακρατική συμφωνία.

Και στις δύο περιπτώσεις, ο τελικός έλεγχος θα πραγματοποιηθεί το 2027, όταν θα επαληθευτούν τα πραγματικά στοιχεία των δαπανών.

Προσωρινή εκτόνωση, όχι λύση

Παρά τις επίσημες ανακοινώσεις για “σύγκλιση θέσεων” και “εποικοδομητική συνεργασία”, το κλίμα παραμένει εύθραυστο. Ανώτατες πηγές αναγνωρίζουν ότι η συμφωνία αυτή δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά απλώς κλείνει μία από τις εκκρεμότητες του έργου.

Με απλά λόγια, η σύγκρουση τερματίστηκε προσωρινά, χωρίς όμως να σημαίνει ότι το έργο μπορεί να προχωρήσει.

Πρακτικά, η επίλυση των ρυθμιστικών θεμάτων δεν οδηγεί στην έναρξη των εργασιών ή των ερευνών, αλλά σταματά τη δημόσια αντιπαράθεση που απειλούσε να εκτροχιάσει το σχέδιο.

“Η συμφωνία των Ρυθμιστικών Αρχών ήταν αναγκαία για να πέσουν οι τόνοι, όχι για να ξεκινήσει το έργο”, αναφέρουν χαρακτηριστικά αρμόδιες πηγές με γνώση των συζητήσεων.

Διαβάστε ακόμη: