Ο κ. Στουρνάρας διατύπωσε την εκτίμηση ότι οι επερχόμενες εθνικές εκλογές δε θα αποτελέσουν εμπόδιο στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας αλλά και πως η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων αποτελεί σχετικά περιορισμένο κίνδυνο για τη δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα, σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης της AXIA Ventures.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων να επηρεάζει σημαντικά τη δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα, τόνισε ότι «η κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα το 2010, οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε ευνοϊκή αναδιάρθρωση του χρέους μετά την εφαρμογή τριών Προγραμμάτων Προσαρμογής σε συμφωνία με τους πιστωτές της χώρας.

Ως αποτέλεσμα αυτής της αναδιάρθρωσης:

  • Η μεσοσταθμική υπολειπόμενη διάρκεια του δημόσιου χρέους είναι 19.8 έτη (στο τέλος Ιουνίου του 2022).
  • Το μεσοσταθμικό έμμεσο κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους είναι 1.3% (στο τέλος του 2021), χαμηλότερο από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ με υψηλό χρέος.
  • Το ποσοστό των υποχρεώσεων σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του δημόσιου χρέους είναι σχεδόν 100% (στο τέλος Ιουνίου του 2022).
  • Η μέση σταθμική διάρκεια ανατιμολόγησης του χρέους είναι περίπου 19 έτη (γεγονός που σημαίνει ότι το τρέχον χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σταθερό επί μακρόν, θωρακίζοντας έτσι το ελληνικό χρέος απέναντι σε πιθανή αναταραχή στις αγορές).
  • Σχεδόν 75% του δημόσιου χρέους αποτελείται από υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα (κυρίως EFSF/ESM). Ως εκ τούτου, ο επιτοκιακός κίνδυνος από την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα είναι σχετικά περιορισμένος για το Ελληνικό Δημόσιο.

Όμως, η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους με όρους αγοράς αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση (μεσοπρόθεσμα) του κινδύνου αγοράς του ελληνικού χρέους. Στο πλαίσιο αυτό, είναι θετικό ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2023 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0.7% του ΑΕΠ, ενώ, για τα επόμενα έτη προβλέπεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα προσεγγίζει τις καθαρές πληρωμές τόκων επί του δημόσιου χρέους».

Σχετικά με την πεποίθηση πως η Ελλάδα θα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023 και αν οι επερχόμενες εθνικές εκλογές αποτελούν εμπόδιο, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι «η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας θα είναι ένας σημαντικός παράγοντας που θα συμβάλλει στη μείωση του κόστους δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών) στην Ελλάδα.

Εφόσον η Ελλάδα εκπλήξει ευχάριστα με τις δημοσιονομικές εξελίξεις το 2022 και τον ρυθμό ανάπτυξης το 2022, συνεχίζοντας παράλληλα την υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, δε θεωρώ ότι οι επερχόμενες εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν εμπόδιο στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την επίτευξη των σχετικών οροσήμων του RRF, προβαίνοντας νωρίτερα από το αρχικό χρονοδιάγραμμα σε αιτήσεις πληρωμών.

Ειδικότερα:

  • Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις, η Ελλάδα έχει ήδη εισπράξει περίπου 1/4 των προγραμματισμένων πόρων του RRF. Επιπλέον, έχουν εγκριθεί επενδυτικά σχέδια ύψους 13.5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1.7 δισ. ευρώ έχουν ήδη εκταμιευθεί στους δικαιούχους.
  • Όσον αφορά τα δάνεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει μέχρι στιγμής εκταμιεύσει στην Ελλάδα 3.5 δισ. ευρώ (πάνω από 1/4 του συνολικού κονδυλίου), ενώ, οι αιτήσεις για δάνεια RRF ανέρχονται σε 2.8 δισ. ευρώ.

Γενικά, η Ελλάδα έχει επιδείξει σαφή δέσμευση και προσήλωση στην έγκαιρη και επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, παρέχοντας στις αγορές κεφαλαίων και στους οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης ένα σημαντικό μήνυμα αξιοπιστίας αναφορικά με τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Οι θετικές επιδράσεις του RRF στην επενδυτική δραστηριότητα είναι ήδη ορατές στην ελληνική οικονομία. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία διετία και ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ διαμορφώνεται πλέον σε επίπεδο που είχε καταγραφεί για τελευταία φορά πριν από την εκδήλωση της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010.

Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, ο RRF αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη σε όρους προϊόντος και απασχόλησης, αλλά και σε όρους παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Όμως, για να είναι μόνιμα αυτά τα οφέλη, η Ελλάδα πρέπει να υλοποιήσει πιστά όλες τις μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τον RRF».

Διαβάστε ακόμη: