«Δεν πρόκειται απλώς για μία δύσκολη εξίσωση, είναι μία μάχη να συναιρεθεί η τεχνολογία με τη δημοκρατία και η εθνική ασφάλεια με το κράτος δικαίου», σημείωσε ο Γιώργος Γεραπετρίτης.

Στη συνέχεια, πρότεινε το πολιτικό προσωπικό της χώρας «να διαγνώσει τις υφιστάμενες παθολογίες και τα αίτιά τους με θάρρος και διάθεση αυτοκριτικής, στηρίζοντας δημιουργικές προτάσεις για τη βελτίωση δομών και διαδικασιών».

«Αρχίζοντας από τα δεδομένα, πρώτα από όλα πρέπει να γίνει η διάκριση μεταξύ νόμιμης άρσης απορρήτου επικοινωνιών και παράνομων παρακολουθήσεων. Η νόμιμη άρση απορρήτου συντελείται ιδίως από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και την Ελληνική Αστυνομία για λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως για την περίπτωση που συζητούμε, ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», έγραψε σε άρθρο στην «Καθημερινή».

Οι παράνομες παρακολουθήσεις γίνονται με παράνομα λογισμικά, τα οποία μπορεί να διαθέτουν κράτη, κατεξοχήν ανελεύθερα ή ολοκληρωτικά, ή μη κρατικοί φορείς και ιδιώτες», υπογράμμισε και προσέθεσε:

«Σχετικά με τη νόμιμη άρση του απορρήτου, υφίσταται ήδη στην Ελλάδα ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, αυστηρότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η άρση διενεργείται μόνο με την έγκριση εισαγγελικής αρχής και κοινοποιείται στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), συνταγματική αρχή με υψηλές εγγυήσεις αμεροληψίας, η οποία υποβάλλει ετήσια έκθεση στη Βουλή.

Το περιεχόμενο της επικοινωνίας, εφόσον δεν προκύψει λόγος, καταστρέφεται και το υποκείμενο της άρσης μπορεί να ενημερώνεται εκ των υστέρων, όταν η άρση πραγματοποιήθηκε για τη διακρίβωση εγκλημάτων, αλλά όχι για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ο νόμος δεν διακρίνει κατηγορίες πολιτών που είναι απόλυτα προστατευμένες από την άρση απορρήτου, όταν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις».

Αναφερόμενος στα πρόσφατα γεγονότα, «ανέδειξαν ορισμένες διαχρονικές παθολογίες, που θα πρέπει να αξιολογηθούν. Αυτό αφορά ιδίως την έλλειψη επαρκών φίλτρων πριν από την άρση του απορρήτου, ώστε να ελέγχεται περαιτέρω κατ’ ουσίαν αν οι λόγοι που επικαλείται η δημόσια αρχή, δικαιολογούν την άρση του απορρήτου και την περιορισμένη λογοδοσία».

Ο Υπουργός Επικρατείας επικαλέστηκε και την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 9ης Αυγούστου 2022, η οποία «καθιέρωσε για πρώτη φορά ακρόαση του Διοικητή της ΕΥΠ από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας πριν από την ανάληψη των καθηκόντων και επανέφερε την υποχρέωση έγκρισης της άρσης του απορρήτου και από δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό, πρόβλεψη η οποία είχε καταργηθεί νομοθετικά το 2018.

Παραμένουν, βεβαίως και άλλες δυνατότητες συστημικών παρεμβάσεων, όπως η περαιτέρω αυστηροποίηση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου για ειδικές κατηγορίες πολιτών, ειδικά δε για την ΕΥΠ η υιοθέτηση συστήματος εσωτερικού ελέγχου, η καθιέρωση τυποποιημένης διαδικασίας υποδοχής, αξιολόγησης και διαχείρισης πληροφοριών βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, η εκπόνηση κωδίκων δεοντολογίας για τα στελέχη, η αναθεώρηση και επικαιροποίηση του πειθαρχικού δικαίου, η ανάπτυξη ειδικού συστήματος αξιολόγησης στελεχών, η οργανωτική ανασυγκρότηση της υπηρεσίας και η εκπόνηση ενός συστήματος λογοδοσίας».

Ωστόσο, «οι παρεμβάσεις δεν πρέπει να φθάνουν σε μία υπέρμετρη γραφειοκρατία που θα κλονίσει την επιχειρησιακή ικανότητα της υπηρεσίας, ούτε θα πρέπει να τεθούν διαδικασίες ευθύνης που θα οδηγήσουν τα στελέχη της ΕΥΠ και τους δικαστικούς λειτουργούς να αποθαρρύνονται από την έγκαιρη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων», διευκρίνισε και προσέθεσε:

«Χωρίς εκπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών αλλά και με το βλέμμα στην προστασία της εθνικής ασφάλειας, την οποία το ίδιο το Σύνταγμα σε τέσσερα διαφορετικά άρθρα αναγορεύει σε μείζον αγαθό της πολιτείας. Την εθνική ασφάλεια, η οποία δοκιμάζεται από κλιμακούμενες έξωθεν επιβουλές».

Σχετικά με τις παράνομες παρακολουθήσεις από διάφορα λογισμικά τα οποία κυκλοφορούν στις αγορές, ο κ. Γεραπετρίτης διαβεβαίωσε πως «η κυβέρνηση έχει τονίσει με έμφαση ότι δεν έχει προμηθευθεί τέτοια μέσα. Κάτι που επιβεβαιώνεται πέραν κάθε αμφιβολίας, από έκθεση ελέγχου του Ιουλίου 2022 της ανεξάρτητης Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, η οποία στηρίχθηκε σε επιτόπια έρευνα της Αρχής τόσο σε δημόσιες αρχές όσο και στις εταιρείες προμήθειας των σχετικών λογισμικών, εξαντλώντας μάλιστα την έρευνα και στις προβλεπόμενες από τον νόμο απόρρητες δαπάνες».

Όμως, «δυστυχώς, το ταχύτατα κλιμακούμενο πρόβλημα των παράνομων λογισμικών παρακολούθησης συνδέεται με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και ανακύπτει με οξύτητα παντού, δεδομένου ότι τα λογισμικά αυτά φαίνεται να είναι πιο εξελιγμένα από τα νόμιμα μέσα παρακολούθησης που διαθέτουν κρατικές δομές διεθνώς», αναγνώρισε ο Γιώργος Γεραπετρίτης, που συμπλήρωσε:

«Το ζήτημα απασχολεί έντονα την Ευρωπαϊκή Ένωση και όλες τις χώρες, όμως, πουθενά δεν έχει βρεθεί τρόπος αναχαίτισης– χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου υπήρξε συνομολόγηση της αδυναμίας να εντοπισθεί η πηγή της παράνομης παρακολούθησης του ίδιου του Πρωθυπουργού.

Στην Ελλάδα, οι παράνομες αυτές παρεμβάσεις στο απόρρητο των επικοινωνιών ερευνώνται σήμερα από την Εισαγγελία και την ΑΔΑΕ».

«Σε αυτή τη μάχη δεν χωρούν πολιτικοί καιροσκοπισμοί. Αυτό που έχει σήμερα υποχρέωση το πολιτικό προσωπικό είναι –με θάρρος και διάθεση αυτοκριτικής– να διαγνώσει τις υφιστάμενες παθολογίες και τα αίτιά τους και να στηρίξει δημιουργικές προτάσεις για τη βελτίωση δομών και διαδικασιών. Διαφορετικά, από τη συζήτηση αυτή κινδυνεύουμε να βγούμε όλοι χαμένο– και πάνω από όλα, η χώρα», ολοκλήρωσε ο Υπουργός Επικρατείας.