Μία ημέρα μετά την αποδοχή –από την κυβέρνηση– στο αίτημα του Αλέξη Τσίπρα για προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή και το άνοιγμα του κοινοβουλίου στις 22/08 για το θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, ο Γιάννης Οικονόμου επανέλαβε ότι η κυβέρνηση, με θεσμικό τρόπο, θα αναζητήσει την αλήθεια σε αυτή τη σοβαρή υπόθεση, για την οποία «δεν πρέπει να μείνει καμία σκιά».

«Από την πρώτη στιγμή που ήλθε στο φως αυτή η υπόθεση, η κυβέρνηση είναι συνεπής στη γραμμή και την τακτική να γίνει ό,τι πρέπει, προκειμένου να λάβουμε απαντήσεις. Δεν θέλουμε να μείνει καμία σκιά.

Να υπάρξουν απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν για τον κ. Ανδρουλάκη και τον πολιτικό κόσμο, συνολικά. Η Δικαιοσύνη θα κάνει τη δουλειά της. Οι απαντήσεις δεν γίνεται παρά να προκύψουν με θεσμικό τρόπο. Ό,τι θεσμικά πρέπει να γίνει –ποτέ δεν αρνηθήκαμε τη σοβαρότητά του– θα γίνει.

Η κυβέρνηση δεν έχει καμία διάθεση κωλυσιεργίας και της οιασδήποτε καθυστέρησης αυτής της ιστορίας, διότι –πρώτοι εμείς– θέλουμε να μη μείνει καμία σκιά σε αυτό το σοβαρό ζήτημα», υπογράμμισε ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, μιλώντας σήμερα το πρωί (09/08), στην ΕΡΤ.

Ο κ. Οικονόμου δήλωσε ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης προχώρησε σε μία σειρά θεσμικών παρεμβάσεων για να διορθωθούν πράγματα εξαιτίας των οποίων προέκυψε και το μη πολιτικά ανεκτό θέμα της παρακολούθησης ενός ευρωβουλευτή, ενός αιρετού εκπροσώπου ελληνικού κόμματος».

Αναφερόμενος στο θέμα των επισυνδέσεων και το αίτημα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ–ΚΙΝΑΛ για δημοσιοποίηση των στοιχείων που τον αφορούν, υποστήριξε ότι «επρόκειτο τυπικά για μία νόμιμη παρακολούθηση».

«Από το 1994, υπάρχει ο νόμος των παρακολουθήσεων»

«Αυτός είναι ο νόμος, που δεν ισχύει τώρα· είναι κάτι που ισχύει διαχρονικά. Αρχίζει από το 1994, από όταν και η ΕΥΠ δικαιούται να προβαίνει σε νόμιμες παρακολουθήσεις με άδεια του εισαγγελέα. Όλα αυτά, διέπονται από ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο, που απαγορεύουν τη δημόσια συζήτηση».

Σε ό,τι αφορά την καθ’ ομολογία νόμιμη παρακολούθηση από την ΕΥΠ των συνομιλιών του κ. Ανδρουλάκη, ισχυρίσθηκε ότι εκείνος γνωρίζει πώς μπορεί να ενημερωθεί.

«Η κυβέρνηση, διά του κ. Γεραπετρίτη, επιχείρησε από την πρώτη στιγμή να ενημερώσει τον κ. Ανδρουλάκη. Όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες είναι στη διάθεσή του για να τον ενημερώσουν σε ό,τι είναι δυνατόν», είπε.

Σχετικά με το σχόλιο του Πρωθυπουργού ότι «η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν λάθος», ο κ. Οικονόμου εστίασε στις αλλαγές του θεσμικού πλαισίου που εξήγγειλε ο κ. Μητσοτάκης, τονίζοντας εκ νέου ότι δεν πρέπει «να ξαναβρεθούμε αντιμέτωποι με τέτοια παράδοξα ζητήματα.

Όπως είναι διαμορφωμένο από το 1994, το θεσμικό πλαίσιο δεν εξαιρεί κανένα από τη νόμιμη παρακολούθηση σύμφωνα με την επαγγελματική ή πολιτική ιδιότητα. Αυτό το πλαίσιο δεν το άλλαξε καμία κυβέρνηση μέχρι τώρα· είναι δύσκολη η άσκηση η ισορροπία μεταξύ της διαφύλαξης των εθνικών ζητημάτων και της διαφύλαξης των προσωπικών δεδομένων. Φάνηκε με την περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη. Προφανώς πρέπει να υπάρχουν περισσότερα φίλτρα και ασφαλιστικές δικλείδες».

«Ο Πρωθυπουργός δε γνώριζε»

«Προφανώς και δε γνώριζε και για αυτόν το λόγο υπήρξαν δύο παραιτήσεις ανάληψης της ευθύνης, που δεν είχε ενημερώσει για την εκκίνηση της διαδικασίας. Διότι, εκεί θα ήταν η παρέμβαση του Πρωθυπουργού, στην εκκίνηση της διαδικασίας. Από εκεί και πέρα, όλα έγιναν νόμιμα».

«Για λόγους ευθιξίας, η παραίτηση Δημητριάδη»

Ο Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό σημείωσε πως «παρά το γεγονός ότι ούτε και εκείνος γνώριζε, η παραίτησή του έγινε για λόγους πολιτικής».

Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο να γνώριζαν άλλοι στο περιβάλλον του Πρωθυπουργού για τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, τόνισε ότι αυτό «είναι ένα θέμα που προσφέρεται για συνωμοσιολογίες. Μέσω του θεσμικού τρόπου, θα δοθούν όλες οι απαντήσεις που πρέπει».

Ο κ. Οικονόμου συμπλήρωσε, επίσης, ότι «όσοι κατηγορούν την κυβέρνηση για αυτό το θέμα, συνδυάζουν πράγματα που δεν είναι απαραίτητα άσχημα. Δεν θεωρούμε ότι είναι λάθος το γεγονός πως η ευθύνη της ΕΥΠ υπάγεται απευθείας στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Όσοι το λένε αυτό, ας πουν ότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που γίνεται αυτό», λέγοντας ότι, με αυτό τον τρόπο, μηδενίζουν το σημαντικό ρόλο της ΕΥΠ για τη δυνατότητα της Ελλάδας να αντιμετωπίσει πρωτόγνωρες απειλές.

«Όταν παρατηρούνται λάθη πρέπει με βεβαιότητα να τα αναγνωρίζεις. Η μισή αλήθεια είναι ότι το πλαίσιο του νόμου των επισυνδέσεων, είναι από το 1994. Η κυβέρνηση διορθώνει τις παθογένειες», είπε και προσέθεσε πως η «ΕΥΠ θα όφειλε –όταν λαμβάνει μία απόφαση– να κοιτάξει ένα προβεβλημένο πρόσωπο να ενημερώσει. Αν αυτό είχε τεθεί υπόψη πριν εκκινήσει τη διαδικασία, η εξέλιξη θα ήταν τελείως διαφορετική».

«Από την αρχή, κανείς δεν θα είχε δικαίωμα να παρέμβει· το Μέγαρο Μαξίμου και ο Πρωθυπουργός δεν ενημερώθηκαν σε κανένα στάδιο», επανέλαβε.

Περί… “Predator”

«Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει προμηθευθεί κανένα από τα κακόβουλα λογισμικά. Αυτή η ιστορία αφορά πολλές χώρες της Ευρώπης. Οι ελληνικές υπηρεσίες δεν χρησιμοποιούν κακόβουλα λογισμικά.

Άλλο πράγμα τα “Predator” και άλλο το ζήτημα των νόμιμων επισυνδέσεων. Όντως, υπάρχει ένα θέμα. Πρέπει να βρούμε τρόπους διαφύλαξης του απόρρητου των επικοινωνιών», αποσαφήνισε ο κ. Οικονόμου.

Αναφορικά με την εξέλιξη της υπόθεσης, διευκρίνισε ότι «βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα των δικαστικών αρχών» και πως «όλες οι κρατικές υπηρεσίες θα προσπαθήσουν να φθάσουν στην άκρη του νήματος και σε αυτό το ζήτημα».

Σχετικά με τη συζήτηση στη Βουλή, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι «αυτή η υπόθεση εργαλοιοποιείται από την αντιπολίτευση· έχουμε ένα σοβαρό ζήτημα. Ο δρόμος που έχουμε για να αντιμετωπίσουμε τα όσα αυθαίρετα, είναι ο θεσμικός τρόπος αντιμετώπισης.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν κρύφτηκε σε καμία κρίση. Ό,τι έγινε, δεν ξεγίνεται. Ένας σοβαρός Πρωθυπουργός παίρνει πρωτοβουλίες για να διασφαλίσει το θεσμικό πλαίσιο».

Ολοκληρώνοντας, δήλωσε πως «τα μεγάλα και ουσιαστικά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχει το θέμα της ενεργειακής κρίσης και πώς θα το αντιμετωπίσουμε.

Η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει την πολιτική που δίδει λύσεις και προσφέρει τη δυνατότητα στους Έλληνες πολίτες να ζουν καλύτερα, χωρίς να θέλουμε να μείνει καμία σκιά σε αυτή τη σοβαρή υπόθεση».