«Τον Απρίλιο προβλέπουμε πως θα οριστικοποιηθεί η επαναφορά του λιγνίτη στη θέση πιο ακριβής τεχνολογίας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με σαφή διαφορά κόστους από τις μονάδες αερίου, που πλέον είναι φθηνότερες, όπως και πριν ξεσπάσει η κρίση με τον πόλεμο στην Ουκρανία».
Αυτή η πρόβλεψη κορυφαίου στελέχους της ΡΑΕ, δίνει ενδεχομένως περισσότερο το στίγμα της γενικότερης αλλαγής στις διεθνείς αγορές και λιγότερο την εικόνα μίας προσωρινής διακύμανσης. Ωστόσο ακόμη τίποτα δεν είναι βέβαιο.
Με βάση τους υπολογισμούς της ΡΑΕ για τις μέγιστες τιμές αποζημίωσης των ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών όλων των τεχνολογιών, στο πλαίσιο του προσωρινού Μηχανισμού Ανάκτησης των υπερεσόδων, το αέριο πλέον είναι σταθερά φθηνότερο από το λιγνίτη.
«Για πρώτη φορά από την έναρξη ισχύος του Μηχανισμού, το πλαφόν για τις λιγνιτικές μονάδες είναι μεγαλύτερο από το ταβάνι αποζημίωσης των σταθμών αερίου συνδυασμένου κύκλου» μας λέει το στέλεχος της ΡΑΕ.
Οι τιμές στα δύο καύσιμα
Σήμερα η ρυθμιζόμενη τιμή για τις λιγνιτικές μονάδες προσδιορίστηκε από τη ΡΑΕ στα 219,34 ευρώ ανά Μεγαβατώρα για τον Απρίλιο, ενώ των σταθμών συνδυασμένου κύκλου στα 153,04 €/MWh.
Επομένως, με βάση τους υπολογισμούς της Αρχής, η ακριβότερη λιγνιτική μεγαβατώρα κινείται πλέον 66,3 ευρώ από την παραγωγή της πιο κοστοβόρας μονάδας αερίου.
Τον προηγούμενο μήνα και για πρώτη φορά μετά από 2 χρόνια, οι λιγνιτικοί σταθμοί μετατράπηκαν και πάλι σε «οριακές μονάδες» και όχι «μονάδες βάσης», δηλαδή λειτουργούν ως εφεδρείες στο σύστημα και όχι ως κύρια εισερχόμενες μονάδες.
Η μέγιστη αποζημίωση για αυτές τις μονάδες είναι τουλάχιστον η μέγιστη ρυθμιζόμενη τιμή των μονάδων αερίου, για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης.
«Για τον προηγούμενο μήνα, η ξεκάθαρη διαφορά των δύο τεχνολογιών ήταν 30,54 ευρώ ανά MWh, η οποία διευρύνθηκε στα 48,36 ευρώ ανά MWh, με την επικαιροποίηση του καθορισμού των πλαφόν που τέθηκε σε ισχύ από τις 21 Μαρτίου» μας λέει το κορυφαίο στέλεχος της ΡΑΕ.
Υπενθυμίζουμε πως πρόσφατα έγινε η αναπροσαρμογή του ειδικού τέλους στο αέριο για ηλεκτροπαραγωγή, το οποίο με τροπολογία του ΥΠΕΝ έπαψε να είναι σταθερό, στα 10 ευρώ ανά MWh, καθοριζόμενο πλέον ως το 5% του συμβολαίου στον ολλανδικό κόμβο TTF.
«Αυτόματα και ως απόρροια αυτού, το πλαφόν αποζημίωσης των μονάδων αερίου έπεσε από τις 21 Μαρτίου στα 173,91 ευρώ ανά MWh, από τα 191,73 €/MWh που ίσχυσε όλο τον προηγούμενο μήνα» λένε στη Ρυθμιστική Αρχή.
Η περαιτέρω μείωση της τιμής του συμβολαίου στο TTF, και η συνακόλουθη υποχώρηση του ειδικού τέλους, είναι η αιτία για το χάσμα τιμής τον Απρίλιο ανάμεσα στις μονάδες των δύο τεχνολογιών.
«Συνεπώς η μέγιστη ρυθμιζόμενη τιμή για τις μονάδες αερίου αποκλιμακώνεται κι άλλο στα 153,04 €/MWh, υπερκαλύπτοντας το γεγονός ότι τον μήνα που διανύουμε είναι ελαφρώς μειωμένο και το πλαφόν για τους λιγνίτες (στα 219,34 €/MWh) λόγω μικρής υποχώρησης των δικαιωμάτων ρύπων» λένε στη ΡΑΕ.
Οι διακυμάνσεις και οι διαφορές στο κόστος των θερμοηλεκτρικών μονάδων, σε σχέση με ό,τι ίσχυσε από την έναρξη της κρίσης, επιβεβαιώνουν προς το παρόν τους υπολογισμούς της ΡΑΕ για τις μέγιστες τιμές αποζημίωσης των σταθμών όλων των τεχνολογιών τον Μάρτιο, στο πλαίσιο του προσωρινού Μηχανισμού Ανάκτησης των υπερεσόδων.
Η ρυθμιζόμενη τιμή για τις λιγνιτικές μονάδες προσδιορίστηκε από τη ΡΑΕ στα 222,27 ευρώ ανά Μεγαβατώρα για τον Μάρτιο, ενώ των σταθμών συνδυασμένου κύκλου στα 191,73 €/MWh. Αυτή είναι η εικόνα που έχουν τα λειτουργικά κόστη των δύο τεχνολογιών, καταδεικνύοντας ότι η ακριβότερη λιγνιτική μεγαβατώρα κινείται πλέον υψηλότερα από την παραγωγή της πιο κοστοβόρας μονάδας αερίου αναλύει ειδικός τεχνοκράτης της Αρχής και συνεχίζει: εμείς έχουμε λάβει υπόψη στα 10 ευρώ ανά Μεγαβατώρα το ειδικό τέλος για το αέριο που προορίζεται για ηλεκτροπαραγωγή, μία τιμή που επιβαρύνει κάθε μεγαβατώρα από τις μονάδες συνδυασμένου κύκλου με επιπλέον περίπου 25 ευρώ. Επομένως, αν είχε ψηφισθεί νωρίτερα η τροπολογία του ΥΠΕΝ που επανακαθορίζει το τέλος στο 5% του TTF, τότε το άνοιγμα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο.
Τι ίσχυε ως τον Φεβρουάριο
Πλέον υπάρχει πλήρης αντιστροφή της εικόνας σε σχέση με τον Φεβρουάριο ή και νωρίτερα.
Τον Ιανουάριο για παράδειγμα, η ανώτερη αποζημίωση για την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη έχει προσδιοριστεί στα 216,27 €/MWh και στα 343,64 €/MWh από το αέριο.
Από το Φεβρουάριο όμως, τα δύο πλαφόν είχαν συγκλίνει σημαντικά (205,61 €/MWh για τον λιγνίτη και 210,44 €/MWh για τα CCGT), πριν τον Μάρτιο η σύγκριση ανατραπεί υπέρ του φυσικού αερίου.
Σύμφωνα μάλιστα με μάνατζερ εταιριών αερίου, «στην πράξη ήδη από τα μέσα Φεβρουαρίου σχεδόν όλες οι λιγνιτικές μονάδες είχαν καταστεί ακριβότερες από στους σταθμούς αερίου, εξαιρώντας ίσως τους πιο παλιούς».
Η αιτία για την αλλαγή είναι η αποκλιμάκωση των τιμών του αέριου. Ενδεικτικά, στους υπολογισμούς της ΡΑΕ για το πλαφόν του Ιανουαρίου, η μέση τιμή ήταν στα 122,16 €/MWh, ενώ για τον Μάρτιο στα 53,06 €/MWh.
Στον αντίποδα, οι τιμές των δικαιωμάτων ρύπων συνέχισαν να αυξάνουν, αγγίζοντας τα 94,27 €/tn στον προσδιορισμό των πλαφόν Μαρτίου, από 89,92 €/tn τον Ιανουάριο.
Πόσο ακόμη θα είναι φθηνότερο το αέριο;
«Η επαναφορά των λιγνιτικών σταθμών στον ρόλο των οριακών μονάδων δεν θα έχει σημαντική επίδραση στα υπερέσοδα για το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Κι αυτό γιατί έτσι κι αλλιώς οι εισροές προς το ΤΕΜ έχουν συρρικνωθεί αισθητά, με το μεγαλύτερο μάλιστα μερίδιό τους να προέρχεται από τις ΑΠΕ» μας λέει μάνατζερ εταιρίας αερίου.
«Όμως η αύξηση του λειτουργικού κόστους των λιγνιτικών μονάδων, έναντι των σταθμών αερίου, αναιρεί το όποιο οικονομικό νόημα είχε στο προηγούμενο χρονικό διάστημα η αξιοποίηση του λιγνίτη για τη συγκράτηση των χονδρεμπορικών τιμών. Μία τιμή δικαιωμάτων στα 95 €/tn σημαίνει πως μία μέση λιγνιτική μεγαβατώρα επιβαρύνεται μόνο για τους ρύπους της με 142 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Επομένως, με τις σημερινές τιμές αερίου, είναι προδιαγεγραμμένο πως θα είναι η ακριβότερη θερμοηλεκτρική παραγωγή στην εγχώρια αγορά» προέβλεπαν εδώ και ένα μήνα στη ΡΑΕ.
Το ερώτημα τώρα είναι εάν όντως κλείνει οριστικά η παρένθεση των εξωφρενικά υψηλών τιμών αερίου, στο πλαίσιο των οποίων έστω και θεωρητικά ο λιγνίτης μπορούσε να ανασχέσει ένα ποσοστό των ανατιμήσεων στη χονδρεμπορική αγορά ή εάν έχουμε μία παρένθεση με το φθηνότερο αέριο και σε λίγους μήνες θα πρέπει πάλι να καταφύγουμε στο λιγνίτη. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επαγρυπνούμε λέει κορυφαίο στέλεχος στις θερμικές μονάδες της ΔΕΗ.
Βέβαια οι τιμές των δικαιωμάτων ρύπων δεν θα μειωθούν τους επόμενους μήνες, ίσως και να αυξηθούν. Αντίθετα, όσο το αέριο παραμένει κάτω από τα 70 €/MWh, τότε τα CCGT δεν πρόκειται να γίνουν ξανά οριακές μονάδες.
Η μεγάλη αντίρρηση σε όλα αυτά είναι τί θα γίνει το χρονικό διάστημα από τα μέσα της άνοιξης και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Στο διάστημα αυτό όλοι αναλυτές, αλλά και φορείς όπως το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων και Προστασίας του Κλίματος, εκτιμούν ότι οι τιμές του αερίου θα αυξηθούν, λόγω της ενίσχυσης της ζήτησης στην ΕΕ για την πλήρωση των ευρωπαϊκών αποθηκών, αλλά ουδείς μπορεί να προβλέψει τα επίπεδα αύξησης λέει το κορυφαίο στέλεχος της ΔΕΗ.
Νέα κανονικότητα ή …μια παρένθεση και μόνο;
Αλλαγή επί τα βελτίω σε αυτές τις εκτιμήσεις αποτελεί το γεγονός ότι, λόγω των ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών, οι αποθήκες άδειασαν σε μικρότερο από το προβλεπόμενο ποσοστό. Έτσι, το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή τα ποσοστά πλήρωσης αγγίζουν το 58-59% θα αμβλύνει τις ανατιμήσεις πιέσεις, κρατώντας πιθανότατα και τότε το αέριο κάτω από τα 70 €/MWh λένε από τη ΡΑΕ.
Πάντως η περίοδος μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα αποτελέσει σίγουρα παρένθεση.
Στο Βερολίνο το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων και Προστασίας του Κλίματος, προβλέπει πως από τον επόμενο Σεπτέμβριο θα υπάρξει μόνιμη αποκλιμάκωση των τιμών αερίου, κάτω από τα 50 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
«Άρα ακόμη σε αυτό το πλέον δυσοίωνο σενάριο, από το επόμενο φθινόπωρο ίσως επανέλθουμε τελεσίδικα σε κανονικότητα, με την ηλεκτροπαραγωγή από αέριο να είναι πλέον οριστικά φθηνότερη από τα στερεά ορυκτά καύσιμα» λένε στη Ρυθμιστική Αρχή.
Πιστεύουμε πως από τον επόμενο Σεπτέμβριο και έως το 2026, οι τιμές του αερίου θα κινούνται μεταξύ 30-50 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Συνεπώς μιλάμε για νέα κανονικότητα, αφού ναι μεν οι χονδρεμπορικές τιμές θα είναι αποκλιμακωμένες συγκριτικά με την κρίση, χωρίς ωστόσο να πέφτουν στα επίπεδα του 2019. Βασικός λόγος οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων ρύπων, οι οποίες θα συνεχίσουν να παραμένουν κίνητρο για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και πιο γρήγορη στροφή στις ΑΠΕ μας λέει ο μάνατζερ της εταιρίας αερίου.
ΔΕΗ: Nαι στη μεταβίβαση ανενεργών λιγνιτικών εκτάσεων
Τέλος εγκρίθηκε πριν λίγες ημέρες από τους μετόχους της ΔΕΗ η απόσχιση του κλάδου μεταλιγνιτικής αξιοποίησης πυρήνων ζωνών απολιγνιτιτοποίησης και η εισφορά του στη νέα εταιρία Μεταλιγνιτική Α.Ε.
Πρόκειται για ανενεργές εκτάσεις, πρώην ορυχεία λιγνίτη και ακίνητα στην Κοζάνη, τη Φλώρινα και τη Μεγαλόπολη, τα οποία δεν προτίθεται να αξιοποιήσει η ΔEΗ και τα επιστρέφει στο ελληνικό δημόσιο, προκειμένου αυτό να αναλάβει το κόστος αποκατάστασης τους και στη συνέχεια να τα εκμεταλλευθεί επιχειρηματικά και οικονομικά. Οι εδαφικές εκτάσεις ανέρχονται σε 97.000 στρέμματα με την αξία τους να αποτιμάται από την Grant Thornton σε 152 εκατ. ευρώ και κτίρια/τεχνικά έργα αποτίμησης 10,17 εκατ. ευρώ.
Η ΔEΗ κρατά ορισμένες ζώνες, τις οποίες, όπως ανέφερε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔEΗ, Γιώργος Στάσσης στη σημερινή έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων, στοχεύει να αξιοποιήσει για την ανάπτυξη περί των 5 GW φωτοβολταϊκών πάρκων.
Η Επιχείρηση έχει οικονομικό όφελος, είπε ο CEO της ΔEΗ, όχι μόνον από τη μεταβίβαση στο δημόσιο των εκτάσεων αυτών, αλλά και από την αποφυγή του κόστους αποκατάστασης τους.
Με την ολοκλήρωση της απόσχισης η ΔEΗ θα μεταβιβάσει στη Μετάβαση Α.Ε., εταιρία του δημοσίου, το σύνολο των μετοχών της Μεταλιγνιτική Α.Ε. κι αμέσως μετά θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες για την απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη. Έτσι, η Μετάβαση Α.Ε. θα γίνει δικαιούχος των δικαιωμάτων επί των ακινήτων, κτιριακών εγκαταστάσεων και περιουσιακών στοιχείων που έχουν μεταβιβασθεί από τη ΔEΗ.
Η υπεραξία της ΔEΗ από την αποτίμηση του προς απόσχιση κλάδου υπολογίζεται σε 141,5 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό προκύπτει από τη λογιστική αξία των εδαφικών εκτάσεων στα βιβλία της ΔEΗ ύψους 20,45 εκατ. ευρώ και των κτιρίων ύψους 171,8 χιλ. ευρώ.